του Γιώργου Δασκαλόπουλου
Σε αντίθεση με τις περισσότερες ελληνικές εταιρείες αυτοκινήτου, όπου οι ιδιοκτήτες είναι συνήθως υπερπροβεβλημένα πρόσωπα, ο Σταύρος Τάκη της Σφακιανάκης είναι ένας επιχειρηματίας εν πολλοίς άγνωστος. Τουλάχιστον στο ευρύ κοινό.
Ορισμένοι μάλιστα νομίζουν ότι το όνομά του έχει γραφτεί... λάθος. Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι φροντίζει να διαφυλάσσει την προσωπική του ζωή ως επτασφράγιστο μυστικό, αφήνοντας το όνομα της ιστορικής οικογένειας να “κάνει τη δουλειά του”.
Όλα αυτά ήρθαν σε ένα τέλος πριν μερικές ώρες όταν ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος με την ίδια του τη σύζυγο και γόνο της οικογένειας Σφακιανάκη, Μιράντα. Μια σύγκρουση που σημειώθηκε στο “φίνις” της διαδικασίας της δημόσιας πρότασης που φέρνει μετά από διαδικασίες πολλών ετών, τον πλήρη και απόλυτο έλεγχο της εισηγμένης -ακόμη- εταιρείας στον ίδιο τον Σταύρο Τάκη.
Ο κυπριακής καταγωγής επιχειρηματίας, οπλισμένος με πτυχία στα oικονομικά τη λογιστική και το marketing από το London City “προσγειώθηκε” στην αυλή της Σφακιανάκης το 1992. Η οικογενειακή επιχείρηση που είχε ξεκινήσει από την Bussing Hellas (κατασκευάζοντας σασί και στη συνέχεια λεωφορεία) είχε περάσει στην επόμενη φάση της, και η επιτυχία της αντιπροσωπείας της Suzuki της είχε δώσει φτερά.
Ο ίδιος ο Σταύρος Τάκη, συνδέθηκε από διάφορες θέσεις με την ανάπτυξη του ομίλου που γιγαντώθηκε την περίοδο της ευμάρειας. Με κυριότερη δραστηριότητα την εισαγωγή και εμπορία αυτοκινήτων, Suzuki και Cadillac καθώς και των φορτηγών DAF, η εταιρία μπήκε μετέπειτα και στη λιανική με κάθετες συμφωνίες για την εμπορία αυτοκινήτων Opel, Ford, MINI, Volvo, Cadillac, Fiat, Alfa Romeo, Abarth, Renault, Dacia. Παράλληλα ξεκίνησε και την εμπορία μοτοσικλετών Suzuki και BMW.
Αργότερα, με την εξαγορά της Mirkat Ltd, η οποία είναι ο αποκλειστικός εισαγωγέας των προϊόντων Suzuki για τη Βουλγαρία, διαμόρφωσε προϋποθέσεις ανάπτυξης στη FYROM και την Αλβανία. Παράλληλα εξαγόρασε την Ergotrak, αποκλειστικό αντιπρόσωπο και διανομέα στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια των μηχανημάτων Cummins, Case, Ausa, Linde, Compair και Hitachi. Και τέλος άφησε μια βούλα στην Κύπρο μέσω της Alpan Electroline Ltd που είναι αποκλειστικός εισαγωγέας ηλεκτρικών ειδών Samsung, Indesit, Kuppersbusch, Korting.
Στο απόγειό του ο όμιλος βρέθηκε να δραστηριοποιείται και με τη μίσθωση οχημάτων, την εμπορία ηλεκτρονικού-τηλεπικοινωνιακού υλικού και υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας καθώς και μεσιτείες ασφαλειών, τη διανομή προϊόντων πληροφορικής και επικοινωνιών, και την παροχή υπηρεσιών ταχυμεταφορών, αλλά και το real estate.
Όλα αυτά διαμόρφωσαν έναν εισηγμένο γίγαντα που βρέθηκε αρκετά ευάλωτος, όταν η κρίση χτύπησε με βιαιότητα τον κλάδο του αυτοκινήτου από το 2010 και μετά. Πολύ νωρίτερα βέβαια ο Σταύρος Τάκη, που είχε τις ευλογίες του πατριάρχη της οικογένειας, Νίκου Σφακιανάκη, σε πολλές από τις επιχειρηματικές επιλογές του ομίλου, είχε παντρευτεί την κόρη του, Μιράντα.
Οι επιχειρηματικές επιλογές της “χρυσής περιόδου” είχαν φορτώσει την εισηγμένη με υψηλό δανεισμό, που άρχισε να γίνεται προβληματικός από τα τέλη της περασμένης δεκαετίας και οδήγησαν αρκετές φορές της Σφακιανάκης σε συμφωνίες με τις πιστώτριες τράπεζες. Σε αυτό το κλίμα προστέθηκε και η διχογνωμία των βασικών μετόχων για το ποιος βαρύνεται, αλλά και το ποιος θα αναλάβει τον “λογαριασμό”. Οι διαφορές οδήγησαν στη “λύση” του 2017 με την οικογένεια του Σταύρου Τάκη να παίρνει τα ηνία, αλλά και να αναλαμβάνει το βάρος της “επόμενης ημέρας. Έτσι, το ζεύγος της Αικατερίνης Σφακιανάκη, αδελφής της Μιράντας και του Αθανάσιου Πλατιά να πωλήσουν το μερίδιό τους στους Σταύρο Τάκη και το γιο του Christian-Oliver Τάκη, οι οποίοι έτσι απέκτησαν 28,45% της εταιρείας και μαζί με το μερίδιο της μητέρας απέκτησαν την πλήρη έλεγχο της εταιρείας. Η μετοχική αλλαγή άνοιξε το δρόμο για την υλοποίηση αύξησης κεφαλαίου την οποία οι τράπεζες θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση και για την επίτευξη της (τρίτης κατα σειρά) αναδιάρθρωσης των δανείων του ομίλου Σφακιανάκη, το 2018, που έγινε επιτακτική μια και οι σωρευμένες ζημιές έφταναν το επίπεδο των 200 εκατ. Ευρώ ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις ξεπερνούσαν τα 450 εκατ. Ευρώ.
Η συμφωνία, που θεωρείται ένα επίτευγμα των διαπραγματεύσεων του CEO, Σταύρου Τάκη με τις τράπεζες (σ.σ. και συζητήθηκε ευρέως) έδωσε μεγάλες ανάσες στην εισηγμένη: Εν πολλοίς προέβλεπε την επιμήκυνση των δανειακών υποχρεώσεων σε 8 έτη (5+3 για την ακρίβεια), με ευνοϊκούς όρους για τα πρώτα χρόνια, τροποποίηση του προγράμματος αποπληρωμής του ανεξόφλητου κεφαλαίου των 282,9 εκατ. ευρώ, και επάρκεια του κεφαλαίου κίνησης. Ο Σταύρος Τάκη φέρεται μάλιστα να αξιοποίησε στο έπακρο τα θετικά αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου της χρονιάς (με αύξηση του τζίρου κατά 22,9% στα και της λειτουργικής κερδοφορίας κατά 33%), για να κλείσει το deal. Στην αγορά βέβαια παρέμεινα τα ερωτήματα σχετικά με το αν η Σφακιανάκης θα μπορούσε να καλύψει τους όρους των πληρωμών, ή αν η συμφωνία θα κατέληγε, όπως και οι δύο προηγούμενες, σε ...αστοχία.
Οι υπογραφές είχαν, όμως πέσει, και μαζί με αυτές είχε εκπονηθεί και ο σχεδιασμός για την έξοδο του ομίλου από το ΧΑ. Η πλευρά της οικογένειας του Σταύρου Τάκη, μέσω της Σφακιανάκης Συμμετοχών κατέχει το 91,92% του μετοχικού κεφαλαίου και των δικαιωμάτων ψήφου, όταν στη γενική συνέλευση του περασμένου Φεβρουαρίου, αποφασίζεται η κεφαλαιοποίηση δανείου που είχε παράσχει στην εταιρεία ο διευθύνων σύμβουλος. Η κίνηση είχε ειδική σημασία μια και μετέτρεψε τις μετοχικές ισορροπίες προσφέροντας στον κ. Τάκη, το πλειοψηφικό, πλέον, ποσοστό στη Σφακιανάκης Συμμετοχών: Και ειδικότερα από το 37,5, στο 54,4%, ποσοστό που επέτρεψε στον ίδιο να προχωρήσει στη δημόσια πρόταση προς τους μετόχους μειοψηφίας, δηλαδή προς το υπόλοιπο 8,07%.
Με την κίνηση αυτή φέρεται να διαφώνησε η Μιράντα Σφακιανάκη, που μία ημέρα πριν τη λήξη της δημόσια προσφοράς κατήγγειλε ως “άκυρη” τη γενική συνέλευση που τροποποίησε τις μετοχικές ισορροπίες στην Σφακιανάκης Συμμετοχών, διαφωνώντας και επί της ουσίας με την ίδια τη δημόσια προσφορά.
Για τους λόγους της διαφωνίας της Μιράντας Σφακιανάκη, πολλά ακούστηκαν, και ακόμη περισσότερα θα συζητηθούν. Το βέβαιο είναι πάντως, ότι οι δύο σύζυγοι βρίσκονται πλέον απέναντι, όπως έκδηλα φάνηκε και από την απάντηση της εισηγμένης (δηλαδή του κ. Τάκη): όλα έγιναν νόμιμα, η κυρία Σφακιανάκη ήταν πλήρως ενήμερη και η πορεία τόσο της εταιρείας όσο και της δημόσιας πρότασης δεν θα επηρεαστούν στο παραμικρό, μια και πρόκειται για “ενδομετοχική διαφορά”...
Προφανώς και δεν πρόκειται για το καλύτερο δείγμα corporate governance που έχει να παρουσιάσει ελληνική εισηγμένη. Αυτό βέβαια δεν απέτρεψε την εξέλιξη: Η δημόσια προφορά έφερε 61 μετόχους στην πλευρά του προτείνοντος, δηλαδή του Σταύρου Τάκη, η πλευρά του οποίου από χθες κατέχει σχεδόν το 97% των δικαιωμάτων ψήφου και όπως ανακοίνωσε θα προχωρήσει σε squeeze out, ενώ μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του δικαιώματος εξαγοράς θα συγκαλέσει νέα γενική συνέλευση για να λάβει την απόφαση της εξόδου της Σφακιανάκης από το ΧΑ.
Στο ερώτημα αν η έξοδος από το ΧΑ αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη λύση για την Σφακιανάκης και ποια γνώμη έχουν γι αυτό οι τράπεζες που πέρυσι έδωσαν “νέα πνοή” στην εισηγμένη, την απάντηση μάλλον θα δώσουν σύντομα οι συνθήκες της αγοράς. Το 2018 ήταν μια καλή χρονιά για την εταιρεία, που βοηθούμενη από την αύξηση των πωλήσεων (κυρίως της Suzuki) στα αυτοκίνητα και τις καλές επιδόσεις στις εταιρείες μισθώσεων (Executive Lease και Enterprise) κατέγραψε αύξηση του τζίρου στα σχεδόν 360 εκατ. Ευρώ (από 294) επιτυγχάνοντας και θετικό προ φόρων αποτέλεσμα (στα 1,7 εκατ.) για πρώτη φορά μετά σχεδόν 10 χρόνια.
Φέτος, όμως ο ανταγωνισμός είναι σκληρός τόσο στον κλάδο του αυτοκινήτου, όσο και στις ταχυμεταφορές όπου δραστηριοποιείται η εισηγμένη. Επομένως για τον Σταύρο Τάκη, θα παραμείνει ένα μεγάλο ερώτημα, το κατά πόσον το business plan που έχει εκπονήσει θα τον βγάλει από τη στενωπό, ή αν, όπως στοιχηματίζουν οι αντίπαλοί του, δεν θα καταφέρει μακροπρόθεσμα να καλύψει τη συμφωνία με τις τράπεζες.
Μέχρι τότε όμως θα παραμείνει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού στην Σφακιανάκης, έχοντας ξεπεράσει όλες τις ...οικογενειακές στενωπούς.