Μπορεί η εσπευσμένη παρέμβαση των ελβετικών αρχών και ο υποχρεωτικός γάμος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων ελβετικών τραπεζών να ηρέμησαν λίγο τις αγορές και να απομάκρυναν το ενδεχόμενο μίας άμεσης τραπεζικής κρίσης, αλλά πρέπει να παραδεχθούμε πως το εκρηκτικό δεκαήμερο που πέρασαν οι διεθνείς αγορές έχει αφήσει πολύ έντονα σημάδια.
Από την Τετάρτη 8 Μαρτίου που δημοσιοποιήθηκαν τα προβλήματα της αμερικανικής Silicon Valley Bank μέχρι το πρωί της Δευτέρας 20ης Μαρτίου όταν οι χρηματιστηριακές αγορές κλήθηκαν να αντιδράσουν στην είδηση της απορρόφησης της Credit Suisse (CSGN ZURICH CS NYSE) από την UBS (UBSG ZURICH, UBS NYSE), οι επενδυτές βρέθηκαν αντιμέτωποι με κάτι που δεν περίμεναν και πολύ: προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Ανεξάρτητα από τις ειδικότερες αιτίες που οδήγησαν στα προβλήματα εκατέρωθεν του Ατλαντικού, είναι γεγονός πως η εικόνα που έχουν οι διεθνείς επενδυτές για τις τράπεζες έχει αλλάξει κατά πολύ από την 8η Μαρτίου και μετά. Είναι σαφές πως ένα μέρος των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ, κυρίως μικρού και μεσαίου μεγέθους, αντιμετωπίζει αυτή την στιγμή σοβαρά προβλήματα, καθώς αυτές οι τράπεζες δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν την σημαντική αύξηση των επιτοκίων.
Αντίστοιχα στην Ευρώπη, το επεισόδιο με την Credit Suisse και η αντίδραση των επενδυτών έδειξαν πως οι αγορές είναι έτοιμες να κατασπαράξουν όποια τράπεζα φανεί πως βρίσκεται σε θέση αδυναμίας, ακόμα και αν στην πραγματικότητα χαίρει άκρας υγείας. Είναι αλήθεια πως η άμεση παρέμβαση των εποπτικών αρχών σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία καθησύχασαν τους καταθέτες και τους επενδυτές και το ανελέητο σφυροκόπημα των τραπεζικών μετοχών σταμάτησε.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το δύσκολο δεκαήμερο που περάσαμε δεν θα αφήσει σημάδια πίσω του, ούτε πως είναι λογικό να περιμένουμε την επιστροφή στα μέχρι προ δεκαημέρου ισχύοντα (status quo ante) για τον τραπεζικό κλάδο διεθνώς. Αυτό φαίνεται καθαρά από την δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι αμερικανικές περιφερειακές τράπεζες που προσπαθούν να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους και να καθησυχάσουν τους καταθέτες τους.
Η αμερικανική τράπεζα First Republic Bank (FRC NYSE) ακόμα δεν έχει καταφέρει να συμφωνήσει με τους υποψήφιους επενδυτές παρά την ένεση 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων που της παρείχαν υπό την μορφή καταθέσεων οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, κάτω από τον συντονισμό της JPMorgan Chase (JPM NYSE). Μία άλλη τράπεζα που βρίσκεται σε θέση αδυναμίας και αναζητά κεφάλαια, η επίσης αμερικανική PacWest Bancorp (PACW NYSE), ανακοίνωσε χθες την εγκατάλειψη της προσπάθειάς της για εξεύρεση επενδυτών που θα συμμετάσχουν σε αύξηση κεφαλαίου. Η τράπεζα υποστήριξε πως το κλίμα δεν είναι κατάλληλο για την άντληση κεφαλαίων και ενημέρωσε τους επενδυτές πως έχει ήδη λάβει άλλα μέτρα για την ενίσχυσή της.
Όμως, τα μέτρα αυτά είναι σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν βασισμένα σε κρατική βοήθεια, πράγμα που δείχνει πως αυτή την στιγμή οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται αυτές τις τράπεζες. Αντίστοιχα, στην Ευρώπη βλέπουμε πως οι αγορές δεν είναι ακόμα πρόθυμες να επαναφέρουν τις μετοχές των μεγάλων τραπεζών κοντά στα επίπεδα τιμών πριν την 8η Μαρτίου. Στα μάτια μας είναι φανερό πως οι επενδυτές δεν νοιώθουν ακόμα καλά με τον τραπεζικό κλάδο και πιθανολογούμε πως πολλοί από αυτούς είναι έτοιμοι να τον σφυροκοπήσουν και πάλι αν εμφανιστούν και πάλι αρνητικές ειδήσεις ή ακόμα και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για τυχόν προβλήματα.
Πέρα όμως από τους δισταγμούς των επενδυτών να ανεβάσουν και πάλι τις τραπεζικές μετοχές, τα προβλήματα του κλάδου έχουν δημιουργήσει και έναν άλλο φόβο στους οικονομικούς και χρηματιστηριακούς αναλυτές. Αυτόν της μείωσης της όρεξης των αμερικανικών και ευρωπαϊκών τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια στις επιχειρήσεις και τους πολίτες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Αυτός ο φόβος βασίζεται στην εκτίμηση πως οι τράπεζες θα γίνουν πιο συντηρητικές στην συμπεριφορά τους και θα προσπαθήσουν να αποφύγουν τις χορηγήσεις δανείων που παρουσιάζουν αυξημένους κινδύνους. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει πως αυτό θα προκαλέσει γενική μείωση της πιστωτικής επέκτασης, κάτι που θα βάλει φρένο στην οικονομική δραστηριότητα και θα μπορούσε να οδηγήσει την οικονομία προς την ύφεση και βέβαια θα έπληττε την κερδοφορία των περισσότερων επιχειρήσεων. Όποιος παρατηρήσει πως τέτοιοι φόβοι μάλλον είναι αρκετά πρόωροι, πιθανότατα θα έχει δίκιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πολλά πράγματα αυτή την στιγμή. Αυτός ο φόβος κάνει πολλούς επενδυτές εξαιρετικά επιφυλακτικούς και έτοιμους να πουλήσουν με την πρώτη ευκαιρία αν δουν κάτι που επιβεβαιώνει – ή νομίσουν πως επιβεβαιώνει – τις ανησυχίες τους.
Μέσα σε αυτό το δύσκολο επενδυτικό κλίμα, το μεγάλο αίνιγμα είναι η στάση που θα ακολουθήσουν οι κεντρικές τράπεζες από εδώ και πέρα. Θα συνεχίσουν τις αυξήσεις επιτοκίων για την καταπολέμηση του πληθωρισμού λαμβάνοντας την ίδια στιγμή τα μέτρα που θεωρούν απαραίτητα για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος; Θα πατήσουν φρένο – έστω και προσωρινά – μέχρι να μπορέσουν να εκτιμήσουν τον πραγματική κατάσταση των τραπεζών και το μέγεθος των προβλημάτων; Θα σταματήσουν οριστικά τις αυξήσεις επιτοκίων για να μην κάνουν ζημιά στις τράπεζες;
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν δίστασε να αυξήσει τα επιτόκια αναφοράς κατά 0,50% την προηγούμενη εβδομάδα αλλά η πρόεδρος της Κριστίν Λαγκάρντ απέφυγε να μιλήσει ξεκάθαρα για το τι σκοπεύει να κάνει στην συνέχεια, αφήνοντας όμως ελεύθερα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να εκφράζουν τις προσωπικές τους απόψεις. Σχετικά με το τι θα έκανε χθες η αμερικανική Fed, οι απόψεις που ακούσαμε ήταν πάρα πολλές. Κάποιοι, όπως οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs και ο γνωστός διαχειριστής κεφαλαίων Bill Ackman, υποστήριξαν πως δεν θα πρέπει να προχωρήσει σε καμία κίνηση λόγω της αναταραχής που επικρατεί.
Ο Έλον Μασκ της Tesla υποστήριξε πως η Fed έπρεπε να μειώσει τα επιτόκια κατά 0,50% γιατί η κατάσταση είναι ήδη πολύ κρίσιμη. Το μεγαλύτερο μέρος των επενδυτών περίμενε μία αύξηση κατά 0,25%, εκτιμώντας πως αν η Fed και ο διοικητής Πάουελ σταματούσαν απότομα τις αυξήσεις θα έδιναν ένα μήνυμα σοβαρής ανησυχίας τους για την υγεία του τραπεζικού συστήματος. Αυτό στο οποίο συμφωνούσαν σχεδόν όλοι όσοι εξέφραζαν την άποψή τους ήταν πως μία αύξηση κατά 0,50% θα αποτελούσε εξαιρετικά επικίνδυνη κίνηση αυτή την στιγμή και πως ακόμα και αν γινόταν αύξηση κατά 0,25%, αυτή θα έπρεπε να συνοδευτεί από ένα ξεκάθαρο μήνυμα από τον διοικητή Πάουελ πως η Fed θα είναι πολύ προσεκτική στην συνέχεια και δεν θα βιαστεί να ανεβάσει και άλλο τα επιτόκια.
Μία ενδιαφέρουσα άποψη ήταν αυτή του Bill Dudley, πρώην ανώτατου αξιωματούχου της Fed, ο οποίος δήλωσε πως ανεξάρτητα από το αν η Κεντρική Τράπεζα θα αύξανε τα επιτόκια κατά 0,25% ή θα τα κρατούσε σταθερά, θα έπρεπε να στείλει στις αγορές το μήνυμα της συνέχισης των αυξήσεων των επιτοκίων τους επόμενους μήνες. Κατά τον Dudley, η μάχη κατά του πληθωρισμού δεν έχει κερδηθεί ακόμα και το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι 15 χρόνια κατά την διάρκεια της κρίσης του 2008, άρα η σωστή κίνηση είναι η συνέχιση της ανοδικής πορείας των επιτοκίων αναφοράς με την προϋπόθεση της λήψης των αναγκαίων μέτρων για την ενίσχυση της ρευστότητας των (λίγων κατά τις εκτιμήσεις του) τραπεζών που θα αντιμετωπίσουν προβλήματα.
Τελικά η Fed και ο διοικητής Πάουελ διάλεξαν τον πιο ασφαλή δρόμο και απέφυγαν τις εκπλήξεις. Ανέβασαν το επιτόκιο αναφοράς κατά 0,25%, όπως ακριβώς περίμενε η συντριπτική πλειοψηφία των επενδυτών. Συμφώνησαν με την εκτίμηση πως τα προβλήματα στον τραπεζικό κλάδο θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην δανειοδότηση της οικονομίας και ο διοικητής παραδέχθηκε πως αυτό θα έχει επίδραση παρόμοια με αυτήν μίας αύξησης των επιτοκίων. Αφαίρεσαν από το ανακοινωθέν την, μόνιμα επαναλαμβανόμενη τους τελευταίους μήνες, αναφορά σε αναμενόμενες συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων και την αντικατέστησαν με μία αναφορά σε πιθανή αύξηση επιτοκίων αν αυτό απαιτηθεί.
Ο διοικητής επανέλαβε την πεποίθηση της Fed πως το τραπεζικό σύστημα είναι υγιές και ισχυρό και τόνισε πως η κατάρρευση της Silicon Valley Bank αποτελεί μία εξαίρεση. Σχετικά με τον πληθωρισμό, ο διοικητής υποστήριξε πως υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως έχει αρχίσει η διαδικασία υποχώρησής του αλλά τόνισε πως υπάρχει ακόμα πολλή δουλειά.
Από την αντίδραση των αγορών στο ανακοινωθέν και την συνέντευξη Τύπου του διοικητή είναι σαφές πως οι επενδυτές θεωρούν πως έχουμε φτάσει στο τέλος της διαδικασίας αύξησης των επιτοκίων, πράγμα που φαίνεται καθαρά από την πτώση του δολαρίου απέναντι σε άλλα νομίσματα και την σημαντική υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων και των εντόκων γραμματίων του αμερικανικού δημοσίου και την ξεκάθαρη άνοδο του χρυσού και του ασημιού. Για λίγη ώρα είδαμε και τις αγορές μετοχών να αντιδρούν θετικά και τον δείκτη S&P 500 να σημειώνει άνοδο της τάξης του 1%.
Λίγο πριν την λήξη της συνεδρίασης όμως, η κατάσταση άλλαξε και ο S&P 500 έκλεισε τελικά με πτώση 1,65%. Αφορμή για την αλλαγή κατεύθυνσης αποτέλεσαν οι δηλώσεις που έκαναν ο διοικητής και η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γιέλεν σχετικά με τα προβλήματα του τραπεζικού κλάδου. Με τις δηλώσεις αυτές, οι δύο αξιωματούχοι φάνηκε πως δεν είναι έτοιμοι να προσφέρουν μία καθολική εγγύηση για όλες τις τραπεζικές καταθέσεις.
Επιβεβαιώνοντας πως οι αγορές δεν νοιώθουν και πολύ άνετα με τα προβλήματα των τραπεζών, οι μετοχές των περιφερειακών τραπεζών γύρισαν αμέσως σε έντονα πτωτική πορεία και ο δείκτης τους έπεσε κατά περισσότερο από 5%, παρασύροντας τελικά και τις υπόλοιπες μετοχές. Από αυτή την αντίδραση φαίνεται καθαρά πως οι επενδυτές δεν είναι ακόμα έτοιμοι να ξεχάσουν ό,τι έγινε τις προηγούμενες δύο εβδομάδες και διατηρούν σοβαρές αμφιβολίες για την υγεία των περιφερειακών τραπεζών. Όσο συνεχίζουν να νοιώθουν έτσι, το τοπίο στις αγορές θα παραμένει θολό και η επενδυτική ψυχολογία αρκετά ευαίσθητη.
Μάλλον ο διοικητής και η υπουργός θα αναγκαστούν να δώσουν κάτι παραπάνω στους επενδυτές.