Οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος.
Παράλληλα, καλεί τις τράπεζες να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και την περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους.
Επιπροσθέτως, για την αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ, θετικά εκτιμάται ότι θα συμβάλουν ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η σταδιακή ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή/και μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε ότι αφορά τις πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, η ΤτΕ εκτιμά ότι ακόμη και στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγελλμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%.
«Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα ΜΕΑ, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα εάν αυτή καταστεί αναγκαία. Στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα ΜΕΑ, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης».
Συμπερασματικά, κατανοούμε ότι η υφιστάμενη κεφαλαιακή βάση του πιστωτικού συστήματος δεν αποτελεί τροχοπέδη στη διαδικασία επιτάχυνσης της πώλησης ΜΕΑ. Οι πωλήσεις ΜΕΑ εξαρτώνται από την ακολουθούμενη στρατηγική των πιστωτικών ιδρυμάτων και από την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτιστοποίηση του τρόπου λειτουργίας της διαμορφούμενης δευτερογενούς αγοράς. Συνεπώς, η στόχευση για επιτάχυνση των διαδικασιών επίλυσης των εκκρεμών υποθέσεων των ανοιγμάτων σε καθεστώς νομικής προστασίας, αλλά κυρίως για επίσπευση των διαδικασιών δικαστικής εκκαθάρισης, ώστε να μειωθεί δραστικά ο χρόνος αναμονής επίλυσης των υποθέσεων, αποτελεί επιτακτική ανάγκη και προτεραιότητα.