Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ξεκάθαρες είναι οι ενδείξεις ύφεσης στο α'' τρίμηνο του 2017 και αν δεν ξεκινήσει άμεσα η προσπάθεια αντιστροφής του κλίματος τότε η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να παραμείνει στάσιμη για τρίτο διαδοχικό χρόνο, αυξάνοντας τις απαιτήσεις των δανειστών για νέα μέτρα.
Η επιδείνωση των συνθηκών ξεκίνησε στο δ'' τρίμηνο του 2016 όταν το ελληνικό ΑΕΠ επέστρεψε σε αρνητικό έδαφος και η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 με οικονομία σε ύφεση. Με την ολοκλήρωση του α'' τριμήνου του έτους, οι μετρήσεις δείχνουν ότι η αποταμίευση θεωρείται απίθανη, η κατανάλωση καταρρέει, η δευτερογενής παραγωγή παραλύει, τα ληξιπρόθεσμα αυξάνονται και η αγορά μένει «παγωμένη».
Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το liberal.gr, τράπεζες και φορείς της αγοράς προσπαθούν να εκτιμήσουν τον αντίκτυπο των καθυστερήσεων στην πραγματική οικονομία και να καταγράψουν τα βήματα που πρέπει να γίνουν με το που κλείσει η αξιολόγηση για να επιταχυνθεί η ανάκαμψη στο δεύτερο μισό του έτους. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή, με ότι συνέβη πέρσι.
Μπορεί ο προϋπολογισμός του 2017, η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΔΝΤ και η Κομισιόν να προέβλεπαν αρχικά ανάπτυξη της τάξης του 2,7% και με αυτή την παραδοχή να αποφασίστηκαν τα μέτρα του προγράμματος, όμως σήμερα η εικόνα είναι τελείως διαφορετική.
Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους:
-Σύμφωνα με την Markit, ο μεταποιητικός δείκτης PMI διαμορφώθηκε κάτω από τις 50 μονάδες τον Μάρτιο, που υποδηλώνει ύφεση, λόγω της έντονης υποχώρησης των νέων παραγγελιών, η οποία συνέβαλε στη μείωση της παραγωγής.
-Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» διαμορφώνεται στο 63% τον Μάρτιο, , από 61% τον Φεβρουάριο.
--Η πρόθεση για αποταμίευση υποχώρησε τον Μάρτιο σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (στις -86,1 μονάδες), όχι γιατί τα χρήματα που περισσεύουν θα επενδυθούν ή θα κατευθυνθούν στην κατανάλωση, αλλά γιατί δεν περισσεύουν. Το 93% των νοικοκυριών θεωρεί λίγο έως καθόλου πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο. Και πως να υπάρχει πρόθεση για αποταμίευση όταν σε ποσοστό 76% οι καταναλωτές περιμένουν επιδείνωση των συνθηκών το 2017 και μόλις το 2% βελτίωση;
--Η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε τον Μάρτιο, για τρίτο διαδοχικό μήνα, στις -74,4 μονάδες που είναι χαμηλό 3,5 ετών (χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2013). Η φθίνουσα τάση της καταναλωτικής εµπιστοσύνης αντανακλά λογικά τις αυξανόµενες πιέσεις στο φορολογικό, ασφαλιστικό και εργασιακό πεδίο.
--Η Ελλάδα διατηρεί την πρωτιά της στην Ε.Ε. σε όρους απαισιοδοξίας των νοικοκυριών. Ακολουθούν η Βουλγαρία (-25,3 μονάδες), η Κροατία (-14,7 μονάδες), η Λετονία (-14 μονάδες) και η Ιταλία (-13,6 μονάδες).
--Οι προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους, τους προσεχείς 12 μήνες επιδεινώθηκαν περαιτέρω τον Μάρτιο, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -69,1 μονάδες
-Οι προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας τους προσεχείς 12 μήνες χειροτέρευσαν τον Μάρτιο, με το σχετικό δείκτη στις -80,1 μονάδες, όταν στην Ευρωζώνη ο αντίστοιχος δείκτης διαμορφώνεται στις -7,0 μονάδες.
Η οριακή ανάκαμψη των επιχειρηματικών προσδοκιών επισκιάζεται από την ύφεση στη μεταποίηση και το χαμηλό 3,5 ετών στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο δείκτης των εκτιμήσεων για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων παραμένει αρνητικός. Ακόμη και η αισιοδοξία των επιχειρήσεων για αύξηση της παραγωγής μέσα στο επόμενο 12μηνο, βασίζεται στην παραδοχή ότι θα κλείσει γρήγορα η αξιολόγηση με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η ζήτηση από τους πελάτες.
Στο μέτωπο των capital controls, όλες οι αισιόδοξες εκτιμήσεις που έβλεπαν την άρση τους «σε λίγους μήνες» διαψεύστηκαν, ενώ οι εκροές στο πρώτο τρίμηνο ακύρωσαν ουσιαστικά το μέτρο της απελευθέρωσης του «φρέσκου» χρήματος. Σήμερα, η... μόνη ελπίδα για σημαντική και ταχεία χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων είναι η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, η οποία προϋποθέτει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.
Η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί το 2017 με ρυθμό που στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν θα ξεπερνά το 1,8%, ενώ ανάλογα με τις εξελίξεις των επόμενων μηνών θα μπορούσε να περιοριστεί ακόμη και στο 0,5%. Στο κακό σενάριο, η οικονομία θα εκτροχιαστεί και στη συνέχεια θα πρέπει να γίνει πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος. Αυτή είναι η εικόνα των αναλυτών μετά το τέλος ενός ιδιαίτερα αρνητικού α' τριμήνου που είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των συνθηκών μετά την αντιστροφή του κλίματος στους τελευταίους μήνες του 2016.
Η αβεβαιότητα από την παρατεταμένη διαδικασία αξιολόγησης του προγράμματος και κυρίως η επερχόμενη οριστικοποίηση των νέων δημοσιονομικών μέτρων, τα οποία συνεπάγονται μελλοντικά πρόσθετες περικοπές και φορολογικές επιβαρύνσεις για τα νοικοκυριά, επιδείνωσαν τις προβλέψεις τους για την οικονομική κατάστασή τους και για την οικονομική κατάσταση της χώρας, αναφέρει ο ΙΟΒΕ. Οι αναµενόµενες πιέσεις από τα νέα µέτρα στο εισόδηµα αντικατοπτρίζονται και στην υποχώρηση της πρόθεσης για αποταµίευση σε νέο ιστορικά ελάχιστο επίπεδο.