Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να επαναφέρει τις ελληνικές τράπεζες στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν… ξεφύγει η χώρα από το πρόγραμμα, καθώς εκπληρώθηκε η συνθήκη της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης.
Για να συνεχίσει, ωστόσο, την κατ' εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών τίτλων (που δεν είναι επιλέξιμοι λόγω της χαμηλής διαβάθμισης από τους οίκους αξιολόγησης) η ΕΚΤ ξεκαθαρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να επιδείξει συνεχή συμμόρφωση με τους όρους του προγράμματος.
Όμως το πρόγραμμα από μόνο του δημιουργεί τριγμούς στις τάξεις των δανειστών, καθώς το ΔΝΤ διαφωνεί τόσο με τους στόχους που έχουν τεθεί για το πρωτογενές πλεόνασμα, όσο και για τη «βιωσιμότητα» του χρέους, περιπλέκοντας την κατάσταση.
Με την επαναφορά του waiver, η ΕΚΤ δίνει στις ελληνικές τράπεζες τη δυνατότητα να δανείζονται με μηδενικό επιτόκιο, όπως και οι υπόλοιπες τράπεζες της Ευρωζώνης, μέσω των πράξεων χρηματοδότησης του ευρωσυστήματος.
Η αγορά ανέμενε με αγωνία τη συγκεκριμένη εξέλιξη για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί είναι το πρώτο βήμα για την επιστροφή στην κανονικότητα. Οι τράπεζες θα έχουν από τις 29 Ιουνίου τη δυνατότητα να αντικαταστήσουν μέρος των κεφαλαίων που δανείζονται από τον έκτακτο μηχανισμό της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA) που χρεώνει επιτόκιο 1,55%, με τον δανεισμό από την ΕΚΤ που φέρει επιτόκιο 0,05%. Θα μπορέσουν, επίσης, να συμμετέχουν στους επόμενους γύρους των πράξεων πιο μακροπρόθεσμου δανεισμού των TLTRO.
Το όφελος είναι δεδομένο όμως δεν είναι αυτό που αλλάζει την εικόνα των τραπεζών, αφού τα διαθέσιμα ενέχυρα δεν είναι πολλά. Υπολογίζεται ότι το όφελος θα διαμορφωθεί περί τα 100-150 εκατ. ευρώ, ανάλογα με το κούρεμα που θα αποφασίσει η ΕΚΤ. Πληροφορίες του liberal.gr αναφέρουν ότι η ΕΚΤ θα δέχεται ως ενέχυρα τους ελληνικούς τίτλους με haircut ανάλογο με αυτό που ίσχυε την περίοδο 2012-2014, δηλαδή μεταξύ 0,20%-0,25%.
Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται είτε από τον ELA, είτε από την ΕΚΤ για να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό που άφησαν οι εκροές καταθέσεων. Άρα η κατάσταση θα εξομαλυνθεί πλήρως όταν αρχίζουν να επιστρέφουν οι καταθέσεις, εξέλιξη που θα εξαρτηθεί από την πορεία της οικονομίας και από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Σε δεύτερο χρόνο, η ΕΚΤ θα εξετάσει την συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Για να γίνει αυτό, ο Mario Draghi έχει ξεκαθαρίσει ότι θα πρέπει να προηγηθεί η ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Τη σχετική έκθεση θα εκπονήσει η ίδια η ΕΚΤ πριν την προγραμματισμένη ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Το συνολικό όφελος από την επαναφορά του waiver και την ένταξη στο QE εκτιμάται από την ΤτΕ στα 400-500 εκατ. ευρώ.
Ούτε αυτό, όμως, είναι από μόνο του αρκετό για να αντιστραφεί το κλίμα και να εισέλθουμε σε βιώσιμη ανάκαμψη. Ο καταλυτικός παράγοντας για την επόμενη ημέρα είναι, σύμφωνα με αναλυτές, η ελάφρυνση του χρέους. Διότι μόνο με μία σαφή αναδιάρθρωση που θα θεωρείται από το σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων «βιώσιμη» θα υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για τη μελλοντική πορεία της χώρας.
Ορισμένοι, μάλιστα, όπως ο παγκοσμίου φήμης οικονομολόγος Mohamed El-Erian, εκτιμούν ότι μόνο αν υπάρξει κούρεμα της ονομαστικής αξίας του χρέους η Ελλάδα μπορεί να ορθοποδήσει. Σε συνέντευξή του στο Liberal, ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz και πρώην CEO της Pimco, του μεγαλύτερου διαχειριστή κρατικών ομολόγων στον κόσμο, υποστήριξε ότι η ελάφρυνση του χρέους αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την οικονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας. Επίσης, ο ίδιος σημείωσε πως για να είναι αποτελεσματική σε ότι αφορά τη βελτίωση της ευημερίας των Ελλήνων πολιτών, η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να συνοδεύεται από αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, προστασία των κοινωνικών τομέων και ελάφρυνση του χρέους.,
Άρα, το πόσο γρήγορα η χώρα θα βρει τον βηματισμό της, εξαρτάται, εκτός από την επιτυχία του προγράμματος – η οποία ήδη αμφισβητείται έντονα - και από την έκβαση της διαφωνίας μεταξύ ΔΝΤ-Ευρωπαίων για την αντιμετώπιση του χρέους και την επίτευξη των στόχων. Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση της εκπροσώπου του ΔΝΤ, Delia Velculescu, από το βήμα του συνεδρίου του Economist, σύμφωνα με την οποία το ελληνικό χρέος χρειάζεται βαθιά ελάφρυνση και οι στόχοι για πλεόνασμα 3,5% είναι υπερβολικά αισιόδοξοι.