Η εσωτερική σκηνή ασχολείται με τα σοβαρά, όπως με την ενεργειακή έλλειψη που εξαπλώνεται σαν απειλητικό σύννεφο πάνω από την Ευρώπη. Δεν μπορεί όμως να αποφύγει και τη μικροπολιτική, που θάλλει στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας.
Η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν σοβαρό θέμα και ελπίζεται δια της εξεταστικής επιτροπής να ψηλαφιστούν κάποιες αιτίες του γεγονότος που διαδραματίστηκε στους εκ φύσεως σκοτεινούς χώρους των μυστικών υπηρεσιών.
Πλήρης διαύγεια είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Όπως φυσικά και κάποιων δυσωδών παρακολουθήσεων επί ΣΥΡΙΖΑ (ήδη πέραν των γνωστών καταγγελιών, βγήκε και παράνομη παρακολούθηση δικών του στελεχών (αλλά διώκεται ο δημοσιογράφος Κουσουλός που την αποκάλυψε, γιατί το έγγραφο ήταν λέει απόρρητο)!
Το γεγονός της παρακολούθησης τροφοδότησε μελλοντικά σενάρια κομματικών συνεργασιών, ερήμην του βασικού πρωταγωνιστή. Ο ΣΥΡΙΖΑ άδραξε την ευκαιρία να προσελκύσει το ΠΑΣΟΚ στο «αντιδεξιό μέτωπο», το οποίο δεν υφίσταται εν τοις πράγμασι αλλά η προπαγανδιστική ανάγκη το φαντάζεται.
Ο Τσίπρας ζήτησε τη συζήτηση αρχηγών στη Βουλή εκμεταλλευόμενος την απουσία από τη συζήτηση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, ώστε να προμοτάρει εαυτόν ως… ηγέτη της όλης κεντροαριστεράς.
Αδιέξοδη η προσπάθεια όταν το 65% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ απεχθάνεται τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο γιατί η μνήμη της αντιμνημονιακής συμπεριφοράς του είναι ενεργή, αλλά και γιατί ο ίδιος δεν τους έχει πείσει ότι αποτελεί εχέγγυο αντιπροσωπευτικό παράγοντα της κεντροαριστεράς σε πολιτικό και – κυρίως- σε αξιακό επίπεδο.
Η αντίπερα όχθη, η ΝΔ με αφορμή τις αντιδράσεις Ανδρουλάκη στο θέμα της παρακολούθησης, αγχωμένη εμπρός στο ενδεχόμενο ενός πολιτικού μέλλοντος που προβάλει μοναχικό (δεδομένου ότι θεώρησε ότι κόβονται οι γέφυρες με έναν εν δυνάμει κυβερνητικό σύμμαχο), έσπευσε να τον αποδώσει στον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι έτσι θα δημιουργήσει εσωτερικά προβλήματα στο ΠΑΣΟΚ, μεταξύ των λίγων που βλέπουν με συμπάθεια την αξιωματική αντιπολίτευση και των πολλών που την εχθρεύονται.
Θεωρούμε ότι βιάστηκαν και οι δύο. Ο Νίκος Ανδρουλάκης ασχέτως την υποκειμενική εκτίμηση του καθενός για τις ηγετικές του ικανότητες (στην προσλαμβάνουσα εικόνα αναφερόμαστε), συγκεντρώνει τρία στοιχεία τα οποία δεν τον καθιστούν εύκολη λεία:
Το αντικειμενικό στοιχείο είναι πως ως νέος αρχηγός, νιώθει χρέος (και από ανάγκη αυτοσυντήρησης), να ανατάξει το κόμμα του. Και θα το παλέψει. Θα είναι παράξενο, έως αφύσικο, να το προσφέρει εύκολα ως… χρυσόμαλλον δέρας στις ηγεμονικές ανάγκες των δύο κομμάτων.
Το δεύτερο στοιχείο είναι υποκειμενικό. Η ηγετική εικόνα δεν τον ευνοεί, αλλά ως αντιστάθμισμα είναι αρκούντως οργανωτικός και «σκληρό καρύδι». Κάποτε ανάγκασε τον Σκουρλέτη να αποχωρήσει από τηλεοπτικό στούντιο με όσα του «έσουρε». Και δεν έτυχε και υπερίσχυσε «βαριών» ονομάτων στον διαγκωνισμό για την προεδρία.
Τρίτο στοιχείο είναι αυτό που λέγεται «ταυτότητα ΠΑΣΟΚ», που εξακολουθεί να διατηρεί χαρακτηριστικά «φυλής». Το πρώην μεγάλο κόμμα ήταν «εργαστήριο» παραγωγής πολιτικών στελεχών. Δεν είναι τυχαίο που όσα στελέχη του διέρρευσαν (αποσκίρτησαν) προς τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν χάθηκαν στη μάζα αλλά αποτελούν διακριτή παρουσία σε υψηλές θέσεις στο νέο κόμμα τους.
Αλλά όσοι άντεξαν και έμειναν, υφιστάμενοι τις λοιδορίες, τις επιθέσεις, την απαξίωση, την καταγγελία (κυρίως εκ μέρους του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ και των ορκ του διαδικτύου), έχουν αρκετά συγκροτημένη πολιτική άποψη, ιδεολογική ταυτότητα, καθώς και μνήμη κυβερνησιμότητας, ώστε να μην έχουν παράσχει λευκή επιταγή στον Ανδρουλάκη, να τους μεταφέρει ως προίκα σε ένα από τα δύο κόμματα, ερήμην τους.
Εν κατακλείδι θεωρούμε ότι και τα δυο μεγάλα κόμματα βιάστηκαν να κατατάξουν ή να καταγγείλουν το ΠΑΣΟΚ για απόκλιση. Με τόσα χρόνια ανυδρίας καθηλωμένο στο 7%, έδειξε ότι είναι αυτόνομη περίπτωση και δεν αφομοιώνεται εύκολα.
Άλλωστε, αν ο ευρωπαϊκός χειμώνας είναι τόσο σκληρός και επιβεβαιωθούν οι δηλώσεις των Ευρωπαίων ηγετών (πέραν Μακρόν και Σoλτς, ο πρωθυπουργός του Βελγίου Αλεξάντερ Ντε Κρο, προειδοποίησε δυσοίωνα ότι «οι επόμενοι 5 με 10 χειμώνες θα είναι δύσκολοι»), ουδείς ξέρει από τώρα αν την Άνοιξη θα μεστώσουν «σταφύλια της οργής» και ποιος θα τα δρέψει.
Θέλουμε να πούμε ότι οι τότε καταστάσεις και οι επιλογές του λαού, τα ποσοστά που θα δώσει σε κάθε κόμμα, καθώς και η αναγκαιότητα διακυβέρνησης της χώρας, ίσως αναγκάσουν τις πολιτικές δυνάμεις να συμβάλουν σε λύσεις που τώρα μοιάζουν απευκταίες ή αδύνατες.