Η επικαιρότητα έθεσε στο ειδησεογραφικό περιθώριο την επίσκεψη της Ευρωπαίας Επιτρόπου Ίλβα Γιόχανσον, που ήρθε σε Σάμο και Λέσβο, και επισκέφθηκε τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, στα δυο νησιά που βρίσκονται στο επίκεντρο της προσφυγικής κρίσης.
Στη συνέχεια, με ηχητική υπόκρουση τα παράπονα των κατοίκων γιατί τα νησιά τους γίνονται χοτ σποτ, αναγνώρισε ότι κάποια νησιά έχουν επωμισθεί το βάρος και όπως είπε «αυτό δεν είναι ανεκτό. Υπάρχουν όρια στην υπομονή και αυτά έχουν εξαντληθεί».
Τίνι τρόπω «δεν θα γίνει ανεκτό»; Το σκιαγράφησε η ίδια με τη συνήθη ανώδυνη αυτοκριτική: «Υπάρχει έλλειψη ευρωπαϊκής πολιτικής» (άντε!). Επιδόθηκε δε και στις συνήθεις εξ αντιγραφής ευχολογίες «να δοθεί ευρωπαϊκή διάσταση στο προσφυγικό».
Η Ευρώπη συζητά από το 2016 τη θεσμοθέτηση έμπρακτης αλληλεγγύης στην Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες που δοκιμάζονται από τις μεταναστευτικές ροές, αλλά ακόμη δεν έχει δοθεί ευρωπαϊκή διάσταση στο προσφυγικό. Χρονοδιάγραμμα λήξης των συζητήσεων δεν υπάρχει, και ο χρόνος που έχουν διαρκέσει οι συζητήσεις καταγράφει την αρνητική διάθεση των Ευρωπαίων να επωμισθούν ένα πρόβλημα που δεν έχουν, και που δεν θέλουν να αποκτήσουν.
Φτάνουν εις ώτα μη ακουόντων οι ανήσυχες φωνές των νησιωτών!: «Το νησί να ξαναγίνει δικό μας. Να μη γίνει ένα νησί έξω από τα σύνορα της Ευρώπης». Ο δε περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου Κώστας Μουτζούρης είχε χαρακτηρίσει ως «καθρεφτάκια για ιθαγενείς» τη χρηματοδότηση των 155 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία δομών σε Λέσβο και Χίο (συνολικά 276 εκατ. για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου). Και είχε δίκιο, λέγοντας «Οι Βρυξέλλες, μπορεί και η υπόλοιπη Ελλάδα, θέλουν να περικλείσουν το πρόβλημα στα παραμεθόρια νησιά, ώστε να μην το έχουν στον χώρο τους».
Οι Βρυξέλλες επί της ουσίας αποφάσισαν να εγκαθιστούν χιλιάδες μετανάστες στην Ελλάδα, για να μην τους δεχτούν οι χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι η χώρα που υποδέχεται τις αιτήσεις ασύλου.
Και τι θα είναι αυτές οι δομές; «Ούτε κλειστές ούτε ανοιχτές, αλλά ελεγχόμενες», κατά την Ευρωπαία Επίτροπο. Ξέχασε να προσθέσει και τη λέξη «μόνιμες». Γιατί εξ όσων έρχονται, η μεγάλη πλειοψηφία θα παραμείνει εδώ.
Μετά τη λήξη της πανδημίας το πρόβλημα των παράνομων ροών αναμένεται να αναζωπυρωθεί. Δεν το λέμε εμείς αλλά ο ΟΗΕ, η ΕΕ και διεθνείς φορείς.
Αλλά οι φωνές των κατοίκων που υπομένουν, χάνονται μέσα στους εχθροπαθείς σιχτιρισμούς των ανώριμων ανθρωπιστών από συνοικίες ή επαρχιακές πόλεις που δεν έχουν δεχθεί μετανάστες ώστε να ζουν στο πετσί τους το πρόβλημα, στις φωνές των ανέξοδων αντιεθνικιστών της αριστερής «διανόησης», αλλά και των πολυέξοδων ΜΚΟ, που έχουν κάθε λόγο να εντείνεται το πρόβλημα αφού αυτό δικαιολογεί την ύπαρξή τους και την αθρόα χρηματοδότησή τους.
Τα επιχειρήματα γνωστά, αλλά: Ποιος ηθικός νόμος επιβάλει σε μια μικρή χώρα δέκα εκατομμυρίων να υποστεί τέτοιους αριθμούς; Γιατί το πρόβλημα δεν είναι οι άνθρωποι (ή είναι σε μικρό βαθμό, στο μέτρο που έρχονται και φανατικοί μουσουλμάνοι οι οποίοι θέλουν να επιβάλουν τις δικές τους νόρμες στους νέους τόπους εγκατάστασης). Το πρόβλημα είναι οι μεγάλοι αριθμοί. Η μαζική η είσοδος και εγκατάσταση, και τα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί αυτή στους ντόπιους.
Και αφού οι υπάρχοντες θα παραμείνουν εδώ, με όποια προβλήματα δημιουργήσει η παραμονή τους, η μόνη λύση που απομένει πλέον είναι τουλάχιστον να εμποδιστούν νέες ροές.
Θα υφίσταται η χώρα επιθέσεις όπως και στο παρελθόν, από τους επαγγελματίες ευαίσθητους των διεθνών οργανισμών και τους μακάριους γραφειοκράτες των Βρυξελλών. Η απάντηση είναι μία: Δεχτείτε πρώτα αυτούς που έχουμε και στη συνέχεια μπορούμε να δεχτούμε τους επόμενους.