Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Αποτελεί “απλή” σύμπτωση ή μήπως όχι; Το γεγονός ότι τόσο η πετυχημένη έξοδος στις αγορές για το δεκαετές ομόλογο όσο και ο δανεισμός για τα γραμμάτια τρίμηνης διάρκειας με αρνητικό επιτόκιο πραγματοποιήθηκαν σχεδόν δύο εβδομάδες μετά από την επιστροφή του πρωθυπουργού από τις ΗΠΑ για κάποιους λέει πολλά και για κάποιους άλλους όχι. Σε κάθε περίπτωση είναι μία πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί να διαφύγει της προσοχής.
Σε ολόκληρη την περίοδο παραμονής του Κυριάκου Μητσοτάκη πολλοί ήταν εκείνοι που αναζητούσαν την λίστα των στελεχών αλλά και των οικονομικών παραγόντων με τους οποίους συναντιόταν ο Ελληνας πρωθυπουργός. Παρόλη την επίμονη προσπάθεια ουδείς κατάφερε να αποκτήσει πλήρη εικόνα των επαφών Μητσοτάκη, ο οποίος σε συνομιλητές, φερόταν να επισημαίνει ότι τα αποτελέσματα των τετ α τετ θα μιλούσαν από μόνα τους. Δεκαπέντε μέρες μετά από το ταξίδι στις ΗΠΑ ίσως να πρέπει να προσεγγίσουμε τις δύο κινήσεις που έχουν να κάνουν με τον δανεισμό της χώρας και υπό αυτό το πρίσμα.
Σε κάθε περίπτωση η σταθερή μείωση του κόστους δανεισμού δεν μπορεί παρά να αντανακλά την εμπιστοσύνη που κερδίζει πλέον η χώρα σε διεθνές επίπεδο.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της η χώρας μας δανείστηκε με αρνητικό επιτόκιο. «Μας πληρώνουν για να μας δανείζουν», όπως είπε χαρακτηριστικά στη Βουλή ο Πρωθυπουργός.
Προχθές η Ελλάδα δανείστηκε με επιτόκιο μόλις 1,5% μέσω της επανέκδοσης 10ετούς ομολόγου, την στιγμή που τον Μάρτιο η προηγούμενη Κυβέρνηση απέσπασε από τον ίδιο τίτλο με επιτόκιο 3,9%.
Οπως αναφέρει καλά πληροφορημένη πηγή στο liberal.gr η επιτυχία του νέου ανοίγματος του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου δεν αντανακλάται μόνο στην ισχυρή ζήτηση -προσφορές άνω των 7,6 δισεκ. ευρώ- και το επιτόκιο που ήταν ιστορικό χαμηλό για την εποχή του ευρώ. Αντανακλάται και στην σύνθεση των επενδυτών που συμμετείχαν στη διαδικασία, καθώς οι λεγόμενοι real money επενδυτές με μακροπρόθεσμη στρατηγική καλύπτουν τη συντριπτική πλειονότητα των αγοραστών, ενώ το ποσοστό των hedge funds, που θεωρούνται κερδοσκοπικές δυνάμεις στην αγορά, διαμορφώθηκε στο 12,8%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο ΟΔΔΗΧ, στην επανέκδοση του ομολόγου στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 250 επενδυτές, το 63,4% των αγοραστών ήταν διαχειριστές κεφαλαίων, ενώ το ποσοστό των τραπεζών ήταν στο 10,9% και των ασφαλιστικών εταιρειών/ συνταξιοδοτικών ταμείων στο 8,6%.
Οποια πάντως και αν είναι το σκεπτικό με το οποίο προσεγγίζουμε το ζήτημα του ελληνικού δανεισμού θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα κινείται μεθοδικά και με σταθερή πορεία μέσα σε ένα μονοπάτι με μάλλον πολλές κακοτοπιές, αν κρίνουμε και από τις σχετικές αναλύσεις που θέλουν την Ευρώπη να εισέρχεται σε περίοδο ύφεσης.