Από την αρχή της κυβερνητικής θητείας μας, επιλογή της Νέας Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν η Πράσινη Μετάβαση. Ο Πρωθυπουργός όπως τόνισε εμφατικά στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης, μεταξύ άλλων: «…Η ανάπτυξη στην πατρίδα μας ή θα σεβαστεί το περιβάλλον ή απλά δεν θα είναι βιώσιμη. Και η βιωσιμότητα, ως οριζόντια έννοια, πρέπει να διατρέχει το σύνολο της πολιτικής μας. Το δικό μας ειδικό πρόγραμμα δεν περιορίζεται στην ανάπτυξη των ήπιων μορφών ανανεώσιμης ενέργειας. Ούτε μόνο στην επιβεβλημένη διαχείριση και αξιοποίηση απορριμμάτων με τις σύγχρονες τεχνολογίες κυκλικής οικονομίας που πρέπει, επιτέλους, να γίνει πράξη και στη χώρα μας. Εκτείνεται και σε μια σειρά από άλλες πρωτοβουλίες…».
Πράγματι, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη την τελευταία τετραετία έχει κάνει άλματα προς την Πράσινη Μετάβαση. Ειδικότερα στον τομέα της ενέργειας και του περιβάλλοντος, η υιοθέτηση αυτής της στρατηγικής είναι ο μόνος δρόμος για τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης, την επίτευξη προσιτών τιμών ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καθώς και το κλειδί για την ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία.
Υλοποιώντας αυτή μας την πολιτική επιλογή, καταφέραμε να κάνουμε την Ελλάδα διεθνή πρωτοπόρο στο ρυθμό εισαγωγής ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μας μείγμα. Η Ελλάδα κατατάσσεται 2η στον κόσμο, εάν λάβουμε υπόψη το ΑΕΠ της, ως προς την ελκυστικότητα των επενδύσεων στις ΑΠΕ, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της Ernst&Young.
Η δυναμικότητα της χώρας σε ΑΠΕ, που σήμερα ανέρχεται σε 10 GW, θα τριπλασιαστεί σχεδόν μέχρι το 2030. Η Ελλάδα είναι σήμερα η 8η χώρα στον κόσμο όσον αφορά στη συμβολή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μας μείγμα. Κατευθύνουμε 10 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση των δικτύων και την επέκταση των διασυνδέσεων στα ελληνικά νησιά.
Διαθέτουμε 4 δισ. ευρώ για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, την ηλεκτροκίνηση, τα συστήματα αποθήκευσης, το πράσινο υδρογόνο και τα ανανεώσιμα αέρια. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε κόμβο πράσινης ενέργειας, κάτι που θα διασφαλίσει όχι μόνο την ενεργειακή μας επάρκεια, αλλά θα μας επιτρέψει να αναπτύξουμε και εξαγωγική δραστηριότητα.
Οι έκτακτες ανάγκες που δημιούργησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο ενεργειακός πόλεμος που ξέσπασε στην Ευρώπη μετά από αυτή την εισβολή, μας υποχρέωσαν σε μικρή αναβολή της απολιγνιτοποίησης. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν αναστέλλει την Πράσινη Μετάβαση.
Η «Πτολεμαΐδα 5» είναι μονάδα πολύ πιο εξελιγμένη σε σχέση με τις παλαιότερες λιγνιτικές μονάδες της χώρας, καθώς για να παράγει μια λιγνιτική μεγαβατώρα χρησιμοποιεί ενάμιση τόνο λιγνίτη χαμηλής θερμικής αξίας, έναντι 2,2 τόνων λιγνίτη που χρησιμοποιούν οι υφιστάμενες μονάδες. Έχει κόστος λιγνίτη 30 ευρώ/MWh, έναντι 45 ευρώ που έχει μια υφιστάμενη μονάδα και παράγει έναν τόνο διοξείδιο του άνθρακα, σε σχέση με 1,4 τόνους που παράγεται τώρα.
Οι παλιές μονάδες έχουν κόστος άνθρακα 120 ευρώ και αυτή 90. Η νέα μονάδα που ήδη λειτουργεί, μπορεί να ανταγωνιστεί υφιστάμενες μονάδες φυσικού αερίου και άρα μπορεί να λειτουργήσει και όταν οι τιμές του φυσικού αερίου είναι σε χαμηλότερα επίπεδα από τα σημερινά. Άρα μας δίνει χρόνο για τη δίκαιη μετάβαση και φυσικά θωρακίζει και την ενεργειακή μας επάρκεια, καθώς θα παραμείνει ως «στρατηγική εφεδρεία» μετά το 2028.
Τέλος, σε εφαρμογή αυτής της κεντρικής πολιτικής μας επιλογής, με βασικό στόχο την απεξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων και κριτήριο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών, η Κυβέρνηση παρουσίασε την πρότασή της για το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, η οποία ήδη έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση.
Σε αυτή την πρόταση, αναπτύσσεται η Μακροχρόνια Στρατηγική Πράσινης Μετάβασης έως το 2050 που αποτελεί έναν φιλόδοξο οδικό χάρτη για τα θέματα του Κλίματος και της Ενέργειας, στο πλαίσιο της συμμετοχής της χώρας στο συλλογικό ευρωπαϊκό στόχο της επιτυχούς και βιώσιμης μετάβασης σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας.
Αντιλαμβάνεται, συνεπώς, κανείς ότι η Πράσινη Μετάβαση αποτελεί στρατηγικό μας στόχο στον οποίο συντείνουν διαφορετικές πολιτικές από πολλούς τομείς της κυβερνητικής δράσης. Θα συνεχίσουμε αταλάντευτα αυτή μας την πολιτική και στην επόμενη τετραετία, καθώς είμαι βέβαιος ότι οι Έλληνες πολίτες θα ανανεώσουν την εμπιστοσύνη τους στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία για ακόμα τέσσερα χρόνια δημιουργίας, ανάπτυξης και προκοπής.