Στην εγχώρια πολιτική σκηνή υπάρχουν σήμερα δυο εντελώς διαφορετικές διαδρομές, πάνω σε δυο παράλληλους άξονες, που όπως θυμόσαστε από την Ευκλείδεια Γεωμετρία δεν τέμνονται πουθενά. Η πρώτη διαδρομή είναι αυτή που ακολουθεί κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και η δεύτερη είναι αυτή που ακολουθούν όλα μαζί τα κόμματα από τις παρυφές του πολιτικού Κέντρου μέχρι τα όρια της περιθωριακής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Η διαδρομή της Νέας Δημοκρατίας αφορά τον πραγματικό κόσμο, την πραγματική κοινωνία και την πραγματική οικονομία. Τη χάραξη ενός ορθολογικού μέλλοντος, στην προσπάθεια της Ελλάδας να καλύψει την απόσταση που τη χωρίζει από τις υπόλοιπες χώρες της Δύσης. Μια απόσταση που έχει να κάνει με τους θεσμούς και τη λειτουργία του κράτους, με το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, με την υγεία, την παιδεία, την επιχειρηματικότητα, τις ευκαιρίες απασχόλησης και την αντιμετώπιση των έκτακτων κινδύνων, οι οποίοι έχουν πάψει να είναι έκτακτοι, αλλά αποτελούν και αυτοί μέρος της καθημερινότητας.
Μέσα από αυτή τη διαδρομή η Eλλάδα αφήνει πλέον πίσω της, τις «ιδιαιτερότητες» της, τα «ειδικά γραφικά χαρακτηριστικά» της και προσπαθεί να γίνει μια «κανονική χώρα». Να προσαρμοστεί στα διεθνή δεδομένα και να κάτσει ανάμεσα στους σοβαρούς παίκτες, διεκδικώντας μια ισχυρότερη θέση με οικονομικούς και πολιτικούς όρους. Είναι όλα τέλεια; Όχι. Γίνονται λάθη; Ασφαλώς και γίνονται. Καθυστερούν οι μεταρρυθμίσεις; Καθυστερούν ως ένα βαθμό, παρά τις επιτυχείς προσπάθειες, αφού το πολιτικό κόστος και οι συγκρούσεις με τα εδραιωμένα στερεότυπα, επιβραδύνουν τους ρυθμούς προσαρμογής της χώρας στα δυτικά δεδομένα.
Όσον αφορά τη διαδρομή που ακολουθούν τα κόμματα που συνωστίζονται στη διεκδίκηση της εκλογικής πίττας της κεντροαριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας, της σοσιαλιστικής αριστεράς, της απολιτικής αριστεράς, της ριζοσπαστικής αριστεράς, της κρατικίστικης αριστεράς, της δραχμολάγνας αριστεράς, της σταλινίζουσας αριστεράς, της φαντασιακής αριστεράς, της οραματικής αριστεράς, της αγωνιστικής αριστεράς, της επαναστατικής αριστεράς και της συγκρουσιακής αριστεράς, η διατύπωση συγκεκριμένων και ρεαλιστικών προτάσεων για το σήμερα και το αύριο της χώρας, αποτελεί μεγάλη πολυτέλεια.
Προς το παρόν, όλοι διεκδικούν το Βασίλειο του Αντιμητσοτακισμού. Ναι, έχουν ξεχάσει τον νεοφιλελευθερισμό, τη χούντα, το καθεστώς, το ξεπούλημα και τα συμφέροντα. Και προσπαθούν να καλύψουν την ένδεια τους και την αφασία μέσα στην οποία στροβιλίζονται, δίνοντας μια μάχη για την αρχηγία ενός χώρου που δεν έχει ούτε ταυτότητα, ούτε σταθερές. Μια αρχηγία που να διαθέτει αντίστοιχα χαρακτηριστικά, με αυτά του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Παρακολουθούμε λοιπόν αφ’ ενός την προσπάθεια του Νίκου Ανδρουλάκη να γίνει αντιμητσοτάκης και αφ’ ετέρου του ΠΑΣΟΚ να γίνει Σύριζα στην θέση του Σύριζα.
Παρακολουθούμε ταυτόχρονα την προσπάθεια του Στέφανου Κασσελάκη να δημιουργήσει μια ευρεία δημοκρατική παράταξη και να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ. Της οποίας να ηγηθεί και να προβάλει ως ο Κυριάκος Μητσοτάκης της Κεντροαριστεράς.
Ρόλο όμως που διεκδικεί και ο δήμαρχος Αθηναίων, Χάρης Δούκας, ο οποίος αγκαλιάζει ιδεολογικά οτιδήποτε κινείται από την κεντροαριστερά μέχρι τη λεγόμενη αντιεξουσιαστική.
Χωρίς ρόλο στις εξελίξεις δεν θέλει να μείνει ούτε η ομάδα της Έφης Αχτσιόγλου, ο Γιάννης Βαρουφάκης, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο «Sugar Daddy» του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας. Όλοι οι προαναφερθέντες διεκδικούν μέρος από τα σκορπισμένα ιμάτια του Σύριζα.
Και πάντα πίσω από τους κουρτίνες, ο Αλέξης Τσίπρας προβαίνει στους δικούς του προσωπικούς σχεδιασμούς, για την επιστροφή του στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι το ποιος θα γίνει αρχηγός. Το ζήτημα είναι το ποιες είναι οι θέσεις αυτού του κατακερματισμένου χώρου. Τι σκέφτονται οι διεκδικητές της αρχηγίας για το σήμερα και το αύριο; Ποιες πολιτικές σχεδιάζουν και επιθυμούν να εφαρμόσουν; Διότι το δείγμα γραφής, μέχρι σήμερα δεν είναι ενθαρρυντικό. Μηδενικές θετικές θέσεις. Μόνο θέσεις στη βάση του «όχι», του «αντί» και του «δεν». Και ένα λαχανιασμένο τρέξιμο πίσω από τις εξελίξεις, τις πρωτοβουλίες και τα γεγονότα. Πίσω από τη θετική ατζέντα, που οδηγεί τη χώρα στο μέλλον.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι το Βασίλειο του Αντιμητσοτακισμού είναι ακέφαλο. Το πρόβλημα είναι ότι το βασίλειο αυτό είναι κενό, δίχως περιεχόμενο και κάνει πολύ φασαρία. Φασαρία όμως κάνουν και οι άδειοι τενεκέδες τον κατήφορο.