Eurokinissi
«Αλέξη, δεν αρέσουμε πια!»
Eurokinissi

«Αλέξη, δεν αρέσουμε πια!»

Το 1989, μετά την εκλογική ήττα του ΠΑΣΟΚ, σε μια συνεδρίαση της Κ.Ε. του Κινήματος και ενώ γινόταν αναλύσεις για τα αίτια της ήττας, η Μελίνα Μερκούρη με τον αφοπλιστικό τρόπο της είπε στον Ανδρέα Παπανδρέου: «Ανδρέα, δεν αρέσουμε πια». Η Μελίνα έφυγε, αλλά αυτό που είπε, έμεινε, έχοντας διαχρονική ισχύ.

Σε δημοσκόπηση της εταιρείας Pro-rata υπήρχε μια ερώτηση αρκετά πρωτότυπη, αλλά αποκαλυπτική των προθέσεων των ερωτηθέντων. «Ποιο κόμμα δε θέλετε να κυβερνήσει ξανά;». Το 48% απάντησε ο ΣΥΡΙΖΑ και το 43% η Νέα Δημοκρατία. Την αξιοπιστία της εταιρείας ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, τη δε δημοσκόπηση παρήγγειλε η «Εφημερίδα των Συντακτών».

Συνεπώς, κάποιο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να πει, παραφράζοντας τη Μελίνα «Αλέξη, δεν αρέσουμε πια!».

Το ερώτημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι γιατί ένα κόμμα δεν αρέσει. Και κυρίως γιατί δεν αρέσει ενώ βρίσκεται στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το κυβερνών κόμμα έχει κληθεί να διαχειριστεί μόνον δύσκολες καταστάσεις που, χωρίς αμφιβολία, από μόνες τους προκαλούν φθορά.

Είναι δυνατόν μετά από τρία χρόνια κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας οι πολίτες να θυμούνται ακόμα τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ; Δε θα ήταν φυσιολογικό τα πεπραγμένα της Νέας Δημοκρατίας να έχουν επικαλύψει τα όσα έγιναν τους 54 μήνες ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ;

Αυτό θα μπορούσε όντως να είχε συμβεί αν ο ίδιος ο Α. Τσίπρας και τα πρωτοκλασάτα στελέχη του, όντας στην αντιπολίτευση, δεν έκαναν το παν, με αυτά που λένε, να μας θυμίζουν την περίοδο που κυβερνούσαν. Καμιά αυτοκριτική, καμιά αλλαγή στο ύφος εκφοράς του λόγου τους. Ύφος επιθετικό, διχαστικό, που απωθεί.

Μια αντιπολίτευση που αρχίζει και τελειώνει στο «όχι σε όλα» μπορεί να συσπειρώνει τον σκληρό πυρήνα του κόμματος, όμως το βεληνεκές της φτάνει μέχρις εκεί. Το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον αν θα χάσει από το ΠΑΣΟΚ τη δεύτερη θέση. Αυτή την έχει δεδομένη, καθώς ο Ν. Ανδρουλάκης έχασε την αρχική δυναμική του. Το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κόσμο που τον ακολουθεί είναι πως δύσκολα θα ξανακυβερνήσει. Και ένα κόμμα εξουσίας όταν παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός εξουσίας παύει να θεωρείται κόμμα εξουσίας. Παραμένει απλώς ένα συμπλήρωμα της πολιτικής σκηνής. Βασικό μεν, συμπλήρωμα δε.

Αυτά δεν τα γνωρίζει ο ίδιος ο Α. Τσίπρας και οι συνεργάτες του; νομίζω πως όχι, γιατί προσεγγίζουν την πραγματικότητα με τη δική τους ματιά. Δεν εμπιστεύονται τις δημοσκοπήσεις εν έτει 2022, θυμίζοντας αυτούς που υποστηρίζουν πως η γη είναι επίπεδη. Αν καταλάβαιναν γιατί δεν αρέσουν, θα έκαναν κάτι για να αρέσουν.

Όταν επαναλαμβάνουν αυτά εξαιτίας των οποίων δεν αρέσουν, ουδεμία τύχη έχουν. Και αυτό είναι κακό όχι μόνον για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ -αυτό ποσώς με ενδιαφέρει- αλλά κυρίως για τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος. Μια κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται ότι παίζει χωρίς αντίπαλο, είναι πρόσφορη σε λάθη, σε καθυστερήσεις, σε ανάρμοστη άσκηση της εξουσίας. Αρκείται σε «επαγγελματικές» νίκες, όπως λέμε στο ποδόσφαιρο. Νίκες με μικρή προσπάθεια.