Των Γιάννη Μαστρογεωργίου και Γιώργου Παπούλια*
Η χώρα θα μπορούσε να είχε ολοκληρώσει την τελευταία αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος στα τέλη του 2014 ή στο πρώτο τρίμηνο του 2015, κάνοντας ένα τεράστιο βήμα για την οριστική έξοδο από τα μνημόνια. Αντί για αυτό η Κυβέρνηση προχώρησε στη σύναψη ενός τρίτου μνημονίου, με επιπλέον μέτρα λιτότητας σε σύγκριση με όσα αποτελούσαν την «ουρά» του 2ου μνημονίου – «μέιλ Χαρδούβελη». Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε με ρυθμό 0,3% παρά το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, π.χ. αποδυνάμωση του ευρώ, πτώση των τιμών του πετρελαίου, σε αντίθεση με τις προβλέψεις για ρυθμό ανάπτυξης 2% με 3%. Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι το 2016 θα είναι μια ακόμη χρονιά ύφεσης και πιθανόν βαθύτερης σε σχέση με το 2015.
Η θετική επίδραση της μειωμένης τιμής του πετρελαίου πλέον εξανεμίζεται. Ο τουρισμός θα δώσει την καθιερωμένη ανάσα, αλλά τα έσοδα, παρά τον αυξημένο αριθμό τουριστών, θα είναι μειωμένα! Η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων χρεών του δημοσίου προς ιδιώτες, που αποτελεί την πιο κρίσιμη παράμετρο της ρευστότητας, μετατίθεται χρονικά στο μέλλον. Η ύφεση παραμένει ανθεκτική και αν συνεχίσει έτσι μάλλον θα ξεπεράσει πιθανόν το 1% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο.[1] Παρ'' όλα αυτά ο χαμηλός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ μοιάζει να είναι σχετικά εύκολα επιτεύξιμος φέτος. Όμως, δεν ισχύει το ίδιο για το 2017, που ο στόχος ανεβαίνει στο 1,75% του ΑΕΠ[2] Θα χρειαστεί σχετικά έντονος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης για να επιτευχθεί, επενδυτικός ούριος άνεμος, ουσιαστική διάθεση μεταρρυθμίσεων και ουσιαστική εναλλακτική πρόταση το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Αν όμως η οικονομία δεν μπει σε φάση ανάτασης, τότε και η πολιτική αβεβαιότητα θα επανέλθει και το ενδεχόμενο του «κόφτη» θα γίνει ορατό.
Είναι πιθανό οι εκλογές στη Γερμανία και τη Γαλλία να οδηγήσουν σε μια αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος, αλλά αυτό είναι πολύ αμφίβολο για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους σε κάθε χώρα και σίγουρα δεν θα αφορά το 2017. Έτσι, λοιπόν, φτάσαμε πάλι να απέχουμε από το να φαίνεται το ποτήρι μισογεμάτο: η υπερφορολόγηση απομυζά και τα τελευταία ψήγματα της ρευστότητας από ιδιώτες και επιχειρήσεις και ο κυβερνητικός βηματισμός συνεχίζει να είναι ασταθής σε πολλά θέματα, ενώ και το διεθνές περιβάλλον (Brexit, Τουρκία - προσφυγικό) δείχνει απειλητικό. Η Κυβέρνηση έπρεπε να εκμεταλλευθεί προς όφελος της χώρας τις μεγάλες κρίσεις που ενέσκηψαν, όπως του Brexit και της αστάθειας στην Τουρκία και με τη δέουσα διπλωματική στρατηγική να κερδίσει χρόνο και περαιτέρω στήριξη από τους εταίρους της. Μία συγκροτημένη κυβερνητική στρατηγική θα μπορούσε να διεκδικήσει αναπτυξιακές εξαιρέσεις σε συγκεκριμένους τομείς αιχμής για τη χώρα, ειδικά φορολογικά κίνητρα για νέες επενδύσεις, υποστήριξη από την ΕτΕπενδύσεων σε επιχειρήσεις καινοτομικής δράσης, ενώ θα μπορούσε να ζητηθεί η εξαίρεση των επενδύσεων στην Παιδεία, όπως είχε προτείνει το ΔΙΚΤΥΟ (οργανώνοντας Πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΣΕΕ το 2013).
Είναι προφανές ότι το Brexit ρίχνει βαριά τη σκιά του και επηρεάζει τις αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων σε θέματα όπως η τήρηση των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων στην ευρωζώνη. Η απόφαση της Κομισιόν να μην εισηγηθεί την επιβολή προστίμων στην Ισπανία και την Πορτογαλία για την κατ'' εξακολούθηση μη συμμόρφωσή τους με τις κοινοτικές υποδείξεις είναι απτή απόδειξη. Είναι σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επιθυμεί να φθάσει στα άκρα, σε μια περίοδο που τα τρομοκρατικά χτυπήματα ρίχνουν περισσότερο νερό στον μύλο των λαϊκίστικων, ευρωσκεπτικών κομμάτων, οι σχέσεις με την Τουρκία δοκιμάζονται, οι εκλογές σε Γερμανία – Γαλλία επίκεινται. Αυτός ο συνδυασμός νέων δεδομένων στην ευρωπαϊκή εικόνα, αποτελεί πεδίο διπλωματικών διεκδικήσεων εκ μέρους της Ελλάδας τουλάχιστον εν όψει της Β' αξιολόγησης.
Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως μετά το 2012, το 2017 είναι άλλη μια κρίσιμη χρονιά για τη χώρα.
Πυκνός Σεπτέμβρης
Η Κυβέρνηση θα πρέπει έως το τέλος Σεπτεμβρίου να έχει υλοποιήσει μία σειρά δύσκολων προαπαιτούμενων, ώστε να λάβει τη δόση των 2.8 δις ευρώ. Έως τις 15 Σεπτεμβρίου θα αρχίσει η δύσκολη συζήτηση για τα εργασιακά, ενώ τον ίδιο μήνα θα φανεί κατά πόσο η άποψη του Αμερικανού ΥΠΟΙΚ, Τζ. Λιού, ότι έως το τέλος του χρόνου θα πρέπει να έχει δρομολογηθεί το θέμα του χρέους. Ο Σεπτέμβριος θα είναι και ο προσυνεδριακός μήνας για το ΣΥΡΙΖΑ εν όψει του Συνεδρίου του Οκτωβρίου, που θα αποτελέσει εν πολλοίς την προσπάθεια προγραμματικής – ιδεολογικής ανασύνταξης του κόμματος στο δρόμο για τη δεύτερη αξιολόγηση και απέναντι στην αναπόφευκτή κυβερνητική φθορά. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η συζήτηση για τη Β' αξιολόγηση, θα ξεκινήσει μετά το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Μία ακόμα προσπάθεια χτισίματος παράλληλης πολιτικής πραγματικότητας, με ενδεχόμενες σημαντικές προεκτάσεις για την Ελλάδα και την ΕΕ, είναι η Σύνοδος του Νότου που προγραμματίζεται για τις 9 Σεπτεμβρίου, μετά όμως τη συνάντηση Μέρκελ-Ολάντ-Ρεντσι και τις όποιες αποφάσεις ληφθούν σε αυτήν. Στις εργασίες της Συνόδου διαφαίνεται προσπάθεια να υπογραμμιστεί το κλίμα εν δυνάμει ρήξης Βορρά – Νότου, καθώς πρόθεση του Πρωθυπουργού είναι να διακηρύξει την αρχή της ευελιξίας εντός ευρώ. Με άλλα λόγια οι στόχοι του κοινού νομίσματος θα πρέπει να ακολουθούν την εξέλιξη της πορείας της οικονομίας των χωρών. Έχει ιδιαίτερη βέβαια σημασία η ατζέντα της Συνόδου. Αν θα περιοριστεί, δηλαδή, στα θέματα του Νότου ή αν θα δώσει ένα εναλλακτικό πανευρωπαϊκό όραμα που θα βρει πολιτικό ακροατήριο εκτός του Νότου.
Η Σύνοδος αυτή, όπως και οι Σύνοδοι της ομάδας Βίσεγνκραντ για το προσφυγικό, αποτελούν τα δείγματα μίας νέας Ευρώπης επιμέρους Ζωνών, καθώς αδυνατίζει το φεντεραλιστικό όραμα. Δεν είναι σίγουρο ότι αυτή η πορεία θα οδηγήσει σε μία Ευρώπη των Εθνικών Κρατών, ξηλώνοντας το ενωσιακό πλέγμα, αλλά βρισκόμαστε προ σημαντικών εξελίξεων στην ΕΕ, με τη Γαλλία να καλείται να διαδραματίσει τον πιο σημαντικό ρόλο, καθώς από τη δική της στάση θα εξαρτηθεί κατά πόσο θα συμπορευθεί με την χαλάρωση των δεσμών, όπως επέλεξε η Βρετανία ή με την εμβάθυνση, όσων επιθυμούν και μπορούν, όπως επιθυμεί διαχρονικά η Γερμανία.
Quo Vadis Ευρώπη
Η Σύνοδος του Νότου δεν συνιστά τη μείζονα εξέλιξη προφανώς στις επικείμενες μεταμορφώσεις που θα βιώσει η ΕΕ τα επόμενα χρόνια. Μπορεί μέχρι τις Γερμανικές εκλογές η πορεία της ΕΕ να θυμίζει…σαλιγκάρι, αλλά είναι σίγουρο ότι το αποτέλεσμα του Βρετανικού δημοψηφίσματος, ακόμα και αν αργήσει να φανεί, δεν μπορεί να ανασταλεί.
Η περαιτέρω, όμως, μεταρρυθμιστική ορμή στην Ευρώπη απειλείται από τρεις παράγοντες. Ο πρώτος είναι η πολιτική αδυναμία έκφρασης της νέας εποχής όπου στην παραδοσιακή Παγκοσμιοποίηση προστίθεται η 4η Βιομηχανική επανάστασή (ρομποτική, διασύνδεση και διάδραση ανθρώπου και δικτύων), ο δεύτερος είναι η επεκτατική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ο τρίτος είναι η αυξανόμενη σημασία και προσοχή στα θέματα ασφάλειας.
Το φτηνό χρήμα που προέρχεται από την ΕΚΤ καθιστά πιο εύκολο για τις κυβερνήσεις να δανείζονται και να παράγουν δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα κύματα μετανάστευσης του 2014 και του 2015, και οι φόβοι για την ασφάλεια έχουν μετατοπίσει το κέντρο βάρους από τις μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την παραγωγικότητα. Ιστορικά επιβεβαιώνεται ότι η ισχυρότερη μεταρρυθμιστική ορμή συμπίπτει με περιόδους οικονομικής κρίσης. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πρώτη μεγάλη μεταρρύθμιση έλαβε χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1970, κατά την περίοδο μετά την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods και τις ανακατατάξεις των τιμών του πετρελαίου. Το δεύτερο μεταρρυθμιστικό ξέσπασμα συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά τις τραπεζικές κρίσεις στις σκανδιναβικές χώρες και την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Οι προσπάθειες μεταρρύθμισης ξεκίνησαν πάλι στις αρχές του 2010, στην απαρχή της κρίσης της ευρωζώνης αλλά περιορίστηκαν στη νομισματική πολιτική και σε κάποια βήματα στην εσωτερική ασφάλεια .
Μεταξύ 2010 και 2012, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, στις χώρες της ΕΕ καταγράφονται 124 μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Από αυτές, 61 ήταν στις χώρες της ευρωζώνης. Εδώ αποτυπώνεται η έλλειψη πολιτικού βάθους των Ευρωπαϊκών πολιτικών, τόσο εξαιτίας αδυναμιών της συνθήκης για την κάλυψη των οποίων σπαταλήθηκε χρόνος, άλλα και εξαιτίας των ελλείψεων των μηχανισμών εφαρμογής. Ενώ, λοιπόν, τεχνικά οι χώρες βελτιώνονταν, στην πραγματικότητα μόνο κάποιες εξελίσσονταν. Άλλες καθυστερούσαν και λίγες ξεχώριζαν. Το ευρωπαϊκό σχέδιο ποτέ δεν έγινε κοινό κτήμα.
Η Ένωση εισέρχεται σε φάση περισυλλογής. Το 2017 θα είναι μία εξαιρετικά σημαντική χρονιά. Το μέλλον της Ευρώπης θα κριθεί από τους πολίτες που θέλουν απτά δείγματα βελτίωσης της ζωής τους και από τους ηγέτες που έχουν έναν χρόνο για να αποδείξουν ότι μπορούν να συνδυάσουν εθνικές προτεραιότητες με τις ανάγκες της μεγάλης οικογένειας. Γιατί μετά το Brexit είναι εμφανές ακόμα και σε παραδοσιακά και καθ έξιν υπερήφανους Βρετανούς, ότι μόνος του δεν είναι πλέον κανένας αυτός που νομίζει ότι κάποτε ήταν. Και σίγουρα μόνος του δύσκολα θα μπορέσει να ξαναγίνει εκείνος που ήταν.
Το Επενδυτικό μειδίαμα και ο αραμπάς της (μη) εφαρμογής
Η ανάκαμψη της οικονομίας στην Ελλάδα περνά μέσα από τη μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας και το ΑΕΠ. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με προσέλκυση επενδύσεων με νέο σχέδιο Ανάπτυξης. Η Κυβέρνηση επιλέγει να προκρίνει το θέμα του Χρέους. Το ζήτημα της διευθέτησης του χρέους είναι εξίσου σημαντικό, αλλά πρωτεύον είναι η απόφαση και η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Ανάμεσα στα κριτήρια για την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας και άρα τη δυνατότητα της να προσελκύει επενδύσεις δεν αναφέρεται ο ρόλος του δημόσιου χρέους ως μείζων. Οι πιο προβληματικοί παράγοντες για την εφαρμογή ενός επενδυτικού σχεδίου στην Ελλάδα, όπως τους παρουσιάζει το report του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την περίοδο 2015-2016, είναι κατά σειρά σημασίας: η «πρόσβαση σε χρηματοδότηση» (21.1), η «αναποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία» (17.7), η «πολιτική αστάθεια» (16.4), η «πολυπλοκότητα των φορολογικών κανόνων», οι «φορολογικοί συντελεστές» (8.3), η «διαφθορά» (5.4), οι «περιοριστικοί εργατικοί κανόνες» (5.4), η «κυβερνητική αστάθεια/πραξικοπήματα» (5.0), η «ανεπαρκής παροχή υποδομών» (3.9), η «ανεπαρκής δυνατότητα καινοτομίας» (2.2) η «φτωχή εργασιακή ηθική στο εργατικό δυναμικό» (1.5), η «φτωχή δημόσια υγεία» (0.9) και η «ανεπαρκής εκπαίδευση εργατικού δυναμικού» (0.8).
Το υψηλό country risk της Ελλάδας, που έφτανε στο παρελθόν και την πιθανότητα της εξόδου από το ευρώ, είναι βέβαιο ότι επιβαρύνει το κόστος χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος επιπροσθέτως δεν μπορεί να απευθυνθεί για δανεισμό στο εξωτερικό. Το ρίσκο της χώρας, όμως, δεν είναι τόσο συνάρτηση του σημερινού ποσοστού δημόσιου χρέους όσο της αδυναμίας της ελληνικής διοίκησης να υλοποιήσει τη συμφωνία με τους εταίρους της -γεγονός που εκπέμπει το μήνυμα της αβεβαιότητας σε κάθε αξιολόγηση- και σε κάθε περίπτωση να εφαρμόσει η ίδια αυτονόητες μεταρρυθμίσεις μετασχηματισμού της, ώστε να επιστρέψει σε ανάπτυξη με διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα.
Τις τελευταίες ημέρες καλλιεργείται ένας ακόμα μύθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοτεχνεί το δικό του success story, μιλώντας για επικείμενη έξοδο στις αγορές...
Πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι και προσγειωμένοι. Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία καθυστερεί να επιστρέψει στις αγορές οφείλεται στις επιπλοκές ως προς την εφαρμογή του προγράμματος, τα μεταρρυθμιστικά /ήξεις αφίξεις/ Υπουργών, που έχουν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποτελεί τη μοναδική χώρα που παραμένει σε καθεστώς Μνημονίου από το 2010. Η αδύναμη ανάκαμψη που δειλά φάνηκε το 2014, που σύμφωνα με τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών θα προσέγγιζε το 2,5-3% το 2015, ματαιώθηκε εν μέσω των καταστροφικών χειρισμών στην 7μηνη διαπραγμάτευση. Οι εξελίξεις αυτές, συν τοις άλλοις, έχουν στερήσει από την Ελλάδα τη δυνατότητα συμμετοχής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που θα διευκόλυνε την αποκατάσταση της επαφής με τις αγορές.
Ως εκ τούτου ας είναι προσεκτικοί όσοι χτίζουν στην άμμο παλάτια.
Η πολύφερνη νύφη του Κέντρου
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι υποψήφιοι γαμπροί είναι τα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Το καθένα θέλει για δικούς του λόγους, να οργανωθεί και να ανασυσταθεί ο χώρος ανάμεσα τους. Όμως, η δυστοκία προέρχεται από τους ίδιους τους εν δυνάμει συμμάχους του Κέντρου. Το άνευρο πολιτικά πόρισμα της Επιτροπής για τις Προοδευτικές Μεταρρυθμίσεις, αποτελεί ένα πρώτο δειλό βήμα. Ο χώρος όμως, όπως έχουμε γράψει επανειλημμένως, χρειάζεται ένα τολμηρό άλμα.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ επιθυμούν τη δημιουργία ενός στοιχειωδώς υπαρκτού ενδιάμεσου κόμματος γιατί προσδοκούν ότι θα λειτουργήσει ως ανάχωμα προκειμένου να μην επιλέξουν οι ψηφοφόροι τον μεγάλο αντίπαλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι χωρίς ένα ισχυρό κόμμα στα κεντροδεξιά του, αρκετοί θα προτιμήσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η δε ΝΔ επιθυμεί την ανάδειξη ενός κόμματος στα κεντροαριστερά της, ώστε να μην επιλέξουν οι πιο αριστεροί του σχήματος στο εκλογικό δίλημμα το ΣΥΡΙΖΑ από εκείνη. Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι ένα κόμμα στο χώρο του κέντρου ανάλογα φυσικά με την μεταρρυθμιστική ατζέντα θα αποτελεί εν δυνάμει σύμμαχο ενός εκ των δύο διεκδικητών. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στην Ελλάδα της κρίσης το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θυμίζει σε τίποτε το the winner takes it all (ο νικητής τα παίρνει όλα). Πρωτεύον είναι ποιος θα είναι ο νικητής, αλλά εξίσου σημαντικό είναι ποια κόμματα θα αποτελούν την Αντιπολίτευση του νικητή στην περίπτωση που κατορθώσει να δημιουργήσει Κυβέρνηση. Η εξίσωση αυτή είναι σαφώς πιο δύσκολή για τη ΝΔ, καθώς σε περίπτωση νίκης της, έτσι όπως έχει αναδιαταχθεί ο κομματικός χάρτης, την αντιπολίτευση θα την αποτελούν κόμματα από το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ μέχρι την Πλεύση Ελευθερίας της κας. Κωνσταντοπούλου τη ΛΑΕ του Π. Λαφαζάνη. Ως εκ τούτου οι συγκυβερνητικές επιλογές της ΝΔ περιορίζονται σε κόμματα – ή κόμμα - που θα διαχωρίζουν τη θέση τους από τον ακραίο αριστερό και δεξιό λαϊκισμό που έχει κυριεύσει μεγάλο τμήμα του πολιτικού συστήματος.
Ο Στ. Θεοδωράκης βρίσκεται στην πιο πιεστική θέση, καθώς αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι το ΠΟΤΑΜΙ, έχει σοβαρές δυσκολίες να ξαναμπεί στη Βουλή. Είναι επίσης, δεδομένο ότι από τη στιγμή που ένα μικρότερο κόμμα μπαίνει σε μία διαδικασία πολιτικής – οργανωτικής συζήτησης με ένα μεγαλύτερο και πιο έμπειρο, πρέπει να έχει ορίσει εξαρχής τα όρια και τις προϋποθέσεις. Το γεγονός ότι ακόμα σέρνεται ένας διάλογος απεσταλμένων των 2 αρχηγών, δεν συνιστά πολιτική ουσία.
Είναι προφανές ότι η συμμετοχή του ΠΟΤΑΜΙΟΥ στην Επιτροπή για τις Προοδευτικές Μεταρρυθμίσεις γέρνει την πλάστιγγα προς τη μεριά της συμπόρευσης με το ΠΑΣΟΚ. Η τελευταία όμως συνεδρίαση της ΜΕΣΥΑ (Μεγάλης Συνάντησης των Αντιπροσώπων) όπως φάνηκε μέσα από αρκετές τοποθετήσεις στελεχών δεν προκρίνει με ιδιαίτερη ζέση τη συμπόρευση με το ΠΑΣΟΚ…
Η υπόθεση Γεωργίου και η παθογένεια
Η υπόθεση αυτή καθεαυτή δεν χωρά πολλή συζήτηση. Η χώρα το 2009 βρέθηκε στο χείλος της κατάρρευσης και χρεοκόπησε. Και για αυτό δεν χρειαζόταν η «λογιστική μηχανική». Έφτανε και περίσσευε η πολιτική αποκοτιά δεκαετιών. Η υπόθεση αυτή είναι όμως, ιδιαιτέρως παιδευτική για την κοινωνία μας, καθώς συμπυκνώνει όλη την κακοδαιμονία και την παθογένεια της τρέχουσας ελληνικής πολλαπλής κρίσης. Καταδεικνύει τον παραλογισμό, την κοινωνική άρνηση αποδοχής του προβλήματος, την έλξη της λαϊκιστικής θωπείας και την έφεση στη συνωμοσία.
Η Κυβέρνηση ρίχνει νερό στο μύλο της υπόθεσης όχι γιατί ενδιαφέρεται για την αποτύπωση της πραγματικότητας, αλλά από υστεροβουλία απέναντι στους πρώην ψηφοφόρους και στελέχη του ΠΑΣΟΚ που μετοίκησαν στο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια προσπάθεια να κρατήσει «ζωντανό» το μύθο του αντιμνημονίου στο εναπομείναν εκλογικό της κοινό. Υπογραμμίζει τις ευθύνες της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου για να διευκολύνει την εσωτερική τους ανάγκη να δικαιολογήσουν τα δικά τους αδικαιολόγητα πλέον στο ΣΥΡΙΖΑ. Ρίχνει το ανάθεμα στο 2010 και χαρακτηρίζει την αναθεώρηση του ελλείμματος ως το προπατορικό αμάρτημα, χωρίς το οποίο η χώρα δεν θα υπέφερε ποτέ.
Στο ίδιο βολικό μοτίβο της απώθησης της πραγματικότητας είναι και θύλακες του λεγόμενου «Καραμανλισμού», υποκινούμενοι από την φαντασίωση του απυρόβλητου που κάποιοι θέλουν να δημιουργήσουν για τον πρώην Πρωθυπουργό, στην ουσία δημιουργούν συνθήκες πρόκλησης της κοινής γνώμης παρά φιλοτεχνούν την εικόνα της ποθητής τους «εθνικής εφεδρείας».
Και αυτό γιατί το ζήτημα αυτό έχει πολλαπλά και σε διάφορες διαστάσεις ξεκαθαρίσει, μέσα από την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την είσοδο της Ελλάδας στα προγράμματα στήριξης καθώς και μέσα από τις διαδοχικές αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων και τους Προϋπολογισμούς (ψηφισμένους καθολικά και μαζικά τόσο από τον πρώην Πρωθυπουργό κ. Καραμανλή και πρώην υπουργούς του όσο και από τον ίδιο τον… ΣΥΡΙΖΑ πλέον), όπου το πραγματικό ύψος του ελλείμματος του 2009 καθώς και οι ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας αναφέρονται αναλυτικά και αναμφισβήτητα.
Η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να κλείσει οριστικά και αμετάκλητα, ακόμα και μέσα από ένα πεδίο ουσιαστικής πολιτικής κάθαρσης και κοινωνικής ανάτασης στη χώρα, το οποίο θα μπορούσε να προκληθεί αν όλα τα κόμματα αποφάσιζαν να ορίσουν μία ανεξάρτητη επιτροπή – όχι Εξεταστική της Βουλής – με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων κοινής αποδοχής (όπως έκανε η Ισλανδία) που θα έψαχνε ενδελεχώς χωρίς πάθη τις ρίζες της κρίσης και σε βάθος χρόνου.
[1] http://www.statistics.gr/
[2] http://ec.europa.eu/economy_finance/assistance_eu_ms/greek_loan_facility/index_en.htm
* Ο κ. Γιάννης Μαστρογεωργίου είναι Διευθυντής του Δικτύου. Ο κ. Γιώργος Παπούλιας είναι Πολιτικός Επιστήμονας, συνεργάτης του Δικτύου.