Ανοιχτό σε χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων του Συμφώνου Σταθερότητας για ευρωπαϊκές χώρες που σηκώνουν το βάρος της προσφυγικής κρίσης εμφανίζεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τονίζοντας όμως ότι οποιαδήποτε χαλάρωση θα πρέπει να είναι «προσωρινή», με αυστηρά κριτήρια και μόνο στο πλαίσιο της «ευελιξίας» που ήδη προβλέπει το Σύμφωνο.
Όπως μεταδίδει το skai.gr, σε έκθεσή του, που παρουσιάστηκε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ από την Κριστίν Λαγκάρντ, το Ταμείο παραδέχεται ότι το μέγεθος της προσφυγικής κρίσης απαιτεί αυξημένες δημόσιες δαπάνες σε ορισμένα μέλη της Ε.Ε. Διευκρινίζει ωστόσο ότι η δημοσιονομική χαλάρωση θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο αφού ταυτοποιηθούν με διαφάνεια τα πραγματικά έξοδα των κρατών-μελών για τις ανάγκες των προσφύγων.
Στην έκθεση δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στους δημοσιονομικούς στόχους της Ελλάδας. Το ΔΝΤ επισημαίνει πάντως ότι στην αξιολόγηση του κάθε κράτους η Κομισιόν θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της ότι η «σύνθεση των δαπανών» μπορεί να είναι πολύ διαφορετική ανάμεσα στις χώρες διέλευσης – όπως η χώρα μας – και σε χώρες εγκατάστασης, όπως η Γερμανία ή η Σουηδία, οι οποίες έχουν στεγάσει περίπου 1,2 εκατ. αφιχθέντες.
Ενδεικτικά, στις πρώτες εκτιμήσεις του, το Ταμείο υπολογίζει ότι το 2015 η δημόσια δαπάνη για τους πρόσφυγες στην Ελλάδα ανήλθε στο 0,17% του ΑΕΠ (δεν υπάρχουν στοιχεία για το 2014 και το 2016), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία ήταν 0,20% του ΑΕΠ το 2015 και θα είναι 0,35% το 2016. Στη Σουηδία, η οποία κατά κεφαλήν έχει δεχτεί τους περισσότερους πρόσφυγες στην Ευρώπη, οι σχετικές δαπάνες υπολογίζονται στο 0,5% του ΑΕΠ για το περσινό έτος, ενώ θα διπλασιαστούν στο 1% φέτος.
Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη διαμηνύσει ότι σκέφτεται την χαλάρωση των δημοσιονομικών όρων για ορισμένες χώρες, λόγω των έκτακτων καταστάσεων που επιβάλει η προσφυγική κρίση, χωρίς όμως να είναι γνωστό αν η χώρα μας θα έχει κάποια ελάφρυνση, με δεδομένο ότι βρίσκεται σε καθεστώς Μνημονίου.
Βασικό αντικείμενο της έρευνας είναι οι οικονομικές επιπτώσεις των αθρόων αφίξεων προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη, με το Ταμείο πάντως να εκτιμά ότι ο όποιος εκτοπισμός του ντόπιου εργατικού δυναμικού από τους αφιχθέντες – που συνιστά πολιτικό ζήτημα για πολλές κυβερνήσεις – θα είναι μικρός έως αμελητέος.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, σε πρώτη φάση όγκος των αφίξεων θα έχει θετική αλλά μικρή επίδραση στο ΑΕΠ των περισσότερων χωρών, καθώς οι αυξημένες κρατικές δαπάνες για την υποδοχή των προσφύγων θα προκαλέσουν αύξηση στη ζήτηση και στην κατανάλωση.
Μεσομακροπρόθεσμα όμως, οι μακροοικονομικές συνέπειες εξαρτώνται σχεδόν εξολοκλήρου από τον βαθμό στον οποίο το κάθε κράτος μέλος θα πετύχει την ενσωμάτωση των προσφύγων στο εργατικό δυναμικό του, καθώς κατ' αυτόν τον τρόπο οι αφιχθέντες θα ενταχθούν στον κοινωνικό και φορολογικό της κάθε χώρας, προσθέτοντας τα προσόντα και το έργο τους στο ΑΕΠ. Κατ' αυτόν τον τρόπο θα αποτραπεί επίσης η περιθωριοποίηση των προσφύγων, η οποία μπορεί να προκαλέσει άλλα κοινωνικά προβλήματα.
Για την καλύτερη δυνατή ενσωμάτωση των νέων πληθυσμών στις ευρωπαϊκές χώρες, το ΔΝΤ επισημαίνει την ανάγκη να δύνεται η δυνατότητα σε πρόσφυγες να αναζητήσουν δουλειά ενώ η αίτησή χορήγησης ασύλου βρίσκεται ακόμα υπό εξέταση. Τονίζεται ακόμα η ανάγκη ταχείας εκπαίδευσης στη γλώσσα της νέας παρτίδας τους ώστε να μην εμποδίζονται από το «τείχος της γλώσσας» – τη στιγμή που δεν έχουν δίκτυα γνωριμιών που θα τους στηρίξουν.
Επιπλέον, κρίσιμος παράγοντας για την γρήγορη ενσωμάτωση των προσφύγων είναι η στοχευμένη άρση περιοριστικών κανόνων ή προστασιών που καθιστούν δύσκολη την είσοδο στην αγορά εργασίας .
Μεταξύ άλλων, το ΔΝΤ προτείνει την προσωρινή κατάργηση βασικών ή υψηλών πρώτων μισθών, μόνο για τις περιπτώσεις προσφύγων, καθώς μπορεί να εμποδίσουν την πρόσληψή τους λόγω μισθολογικού κόστους. Συστήνεται ακόμα η προσφορά κρατικών επιχορηγήσεων για την προσφορά θέσεων σε πρόσφυγες.