Το αντίβαρο της οικονομίας και η μεσαία τάξη στο προσκήνιο
Eurokinissi
Eurokinissi

Το αντίβαρο της οικονομίας και η μεσαία τάξη στο προσκήνιο

Οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας το προηγούμενο σαββατοκύριακο, που οδήγησαν εκτός Κοινοβουλευτικής Ομάδας και κόμματος τον Αντώνη Σαμαρά, μπορεί να έριξαν για κάποια 24ωρα τη σκιά της εσωστρέφειας, δεν αποκλείεται, όμως, να λειτουργήσουν και «απελευθερωτικά» για την κυβέρνηση, που πλέον κινείται έχοντας ξεπεράσει ένα εσωτερικό κύμα ενστάσεων και δυσφορίας, που από το καλοκαίρι είχε αρχίσει να διογκώνεται, βάζοντας «αστερίσκους» στη συνοχή και την εσωκομματική αποδοχή της εφαρμοζόμενης πολιτικής της.

Το Μέγαρο Μαξίμου κινείται πλέον στον σχεδιασμό των επόμενων κινήσεών του, με πρώτο στόχο την επαναφορά της ατζέντας στα πεπραγμένα του. Το μπαράζ των καθημερινών δημόσιων παρεμβάσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη συνεχίζεται, επιχειρώντας να υπενθυμίσει ότι η κυβέρνηση έχει παράξει έργο και διατηρεί μείζονες παρεμβάσεις, όπως οι μεταρρυθμίσεις, οι επενδύσεις και τα στοχευμένα έργα, στη στρατηγική της. 

Η κατάθεση του προϋπολογισμού, η συζήτηση και ψήφισή του στα μέσα Δεκεμβρίου, μετατρέπεται, παράλληλα, σε ευκαιρία για να επανέλθει η δημόσια συζήτηση στην οικονομία, όχι μόνο ως προς τα μακροοικονομικά μεγέθη και τις προοπτικές της, αλλά και προς τον αντίκτυπο του θετικού πρόσημου στα νοικοκυριά και τα οικονομικά του κάθε πολίτη. Με ένα πακέτο μέτρων, ύψους 1,1 δισ., που περιλαμβάνει μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και αυξήσεις μισθών και συντάξεων και την ανάπτυξη στο 2,3%, στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι η οικονομία θα αποτελέσει τον δείκτη εκείνο, που θα καθορίσει την πορεία της κυβέρνησης και την κρίση - άρα και την ψήφο - των πολιτών στις επόμενες εθνικές εκλογές. 

Το Μέγαρο Μαξίμου τοποθετεί τις εθνικές κάλπες το 2027, «κλείνοντας» οποιοδήποτε άλλο σενάριο, μιλώντας για την καθιέρωση ενός σταθερού εκλογικού κύκλου, που έχει ήδη καθιερώσει από την προηγούμενη τετραετία, την αποσόβηση κάθε πολιτικού κινδύνου στη χώρα και την πολιτική σταθερότητα, ως βασικό όρο και προϋπόθεση για τη συνέχιση της θετικής πορείας της οικονομίας. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επαναφέρει τους τελευταίους μήνες στις αναφορές του, τη μεσαία τάξη. Μπορεί να έχουν περάσει πλέον αρκετά χρόνια και δύο εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις από την εποχή που η υπερφορολόγησή της, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είχε αποτελέσει το μέγιστο διακύβευμα, αναδεικνύοντας σε πρώτιστη προτεραιότητα για τον σημερινό πρωθυπουργό τη μείωση της φορολογίας, ωστόσο, το οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται, διατηρεί την ανάγκη περαιτέρω παρεμβάσεων καθοριστική. Η χώρα μετρά ήδη δύο και πλέον χρόνια πληθωριστικών πιέσεων, με τις δημοσκοπήσεις να καταγράφουν στην πρώτη θέση των προβλημάτων των πολιτών την ακρίβεια και τις τιμές της ενέργειας, «εξανεμίζοντας» εν πολλοίς τις κινήσεις, που γίνονται για ενίσχυση των εισοδημάτων. Οι δύο τελευταίοι προϋπολογισμοί του 2026 και 2027 για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, πριν τεθεί εκ νέου στην κρίση των πολιτών, θα είναι κομβικοί για το κατά πόσο η πρόθεση της κυβέρνησης μπορεί να υλοποιηθεί.

Ο πρωθυπουργός έχει ήδη δηλώσει ότι κάθε περιθώριο που θα δημιουργείται, θα οδηγεί σε περαιτέρω μειώσεις φόρων, προσανατολισμένες, κυρίως, στην ελάφρυνση της μεσαίας τάξης. Η στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης να απευθυνθεί στη μεσαία τάξη πήρε από χθες άλλη διάσταση, καθώς η εξαγγελθείσα επιχείρηση «Σοκ και ΔΕΟΣ» κατά της φοροδιαφυγής συνδέθηκε ευθέως με τη μείωση άμεσων φόρων προσανατολισμένη στα μεσαία εισοδήματα.

Παρά το πολιτικό κόστος, που έχει ήδη καταγραφεί, με την εφαρμογή του νέου τρόπου φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, στο Μέγαρο Μαξίμου παραμένουν προσανατολισμένοι στη δημιουργία ενός όσο το δυνατόν πιο «διασυνδεδεμένου» συστήματος, που θα κλείνει «παραθυράκια» απόκρυψης εισοδημάτων, κατευθύνοντας τα έσοδα στην κάλυψη αναγκών και μείωση φορολογικών συντελεστών. Η έρευνα της Pulse, που παρουσιάστηκε χθες, έδειξε σαφώς ότι η πρόθεση της κυβέρνησης περί «φορολογικής δικαιοσύνης» μπορεί να συναντά αντιδράσεις στους κόλπους εκείνων που πλήττονται, δηλαδή καλούνται να φορολογηθούν για τα εισοδήματά τους, ωστόσο ένα μεγάλο μέρος των πολιτών υποστηρίζει τις κινήσεις, που οδηγούν στο…αυτονόητο.

Στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι η οικονομία είναι το κρίσιμο μέγεθος κάθε τετραετίας, άρα και εκλογικής αναμέτρησης. Η στόχευση της φορολογικής ελάφρυνσης και εισοδηματικής ενίσχυσης της μεσαίας τάξης, βρίσκεται στην κορυφή της κυβερνητικής ατζέντας, όσο προχωρά παράλληλα η σταθερή αύξηση του κατώτατου μισθού, με στόχο να φθάσει τα 950 ευρώ το 2027 και του μέσου μισθού τα 1500 ευρώ, το 2027, δημιουργώντας ένα ισχυρό αφήγημα περί συμμετοχής των πολιτών στην οικονομική ανάπτυξη και προσέγγισης της ευρωπαϊκής πραγματικότητας και κανονικότητας.

Αν αυτός ο σχεδιασμός προχωρήσει, παράλληλα με τις προτεραιότητες για τη βελτίωση της καθημερινότητας, σε τομείς όπως λ.χ οι μεταφορές και για την ορατή αναβάθμιση κρίσιμων τομέων, όπως η υγεία ή ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους, τότε, εκτιμούν στο Μέγαρο Μαξίμου, η κυβέρνηση θα είναι σε θέση να επαναφέρει τόσο το διακύβευμα της πολιτικής σταθερότητας, όσο και το δίλημμα της κάλπης, ζητώντας να κριθεί για την υλοποίηση των δεσμεύσεών της, στο τέλος της τετραετίας, ξεπερνώντας την «κόπωση» των οκτώ ετών στη διακυβέρνηση της χώρας.

Η παραγωγή έργου, άλλωστε και η στόχευση συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών, εκτιμάται ότι θα μπορεί να αποτελέσει και την πιο συγκροτημένη απάντηση απέναντι σε εξαγγελίες της αντιπολίτευσης, που θα λαμβάνουν μεγαλύτερη διάσταση, όσο πλησιάζει η ώρα της εκλογικής αναμέτρησης.