Του Γιάννη Σιδέρη
Ας μην διακηρύσσουν υπερηφάνως οι σύντροφοι ότι δεν θα γίνουν ποτέ ΠΑΣΟΚ. Όχι μόνο έγιναν αλλά και το ξεπέρασαν. Από τη δήθεν σύγκρουση με την Eκκλησία υποχώρησαν και αποχώρησαν, κάτωχροι και ηττημένοι.
Δεν επέδειξαν στοιχειώδη αριστερή συνέπεια, ήθος και αξιοπρέπεια, να επιμείνουν στο πάγιο αίτημα της αριστεράς (και όχι μόνο) για διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας. Τους νίκησε ο φόβος του άμβωνα επειδή στο μεσαιωνικό τμήμα της Ελλάδας όντως παίζει τον ρόλο του προεκλογικού μπαλκονιού. Η Εκκλησία μαζί με τις ευχές κατά περίσταση μοιράζει και ψήφους. Μαζί με τα Κύριε ελέησον προτρέπει και τα σταύρωσον αυτόν. Οι Συριζαίοι αριστεροί είναι, δεν είναι κορόιδα.
Ο λαϊκιστής Αντρέας (στον οποίο θέλει να μοιάσει ο Αλέξης) συγκρούστηκε με την Eκκλησία για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου, μια πράξη αυτονόητη για την προηγμένη Εσπερία, αλλά ακατανόητη για την θρησκόληπτη Ελλάδα. Παράλληλα το 1987 δημιουργήθηκε ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα με την Εκκλησία για το θέμα της μοναστηριακής περιουσίας. Τις διαπραγματεύσεις για το νόμο του Απόστολου Κακλαμάνη (1985) είχε αναλάβει ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης. Οι συνομιλίες (1987) υπήρξαν αδιέξοδες, αλλά παρόλα αυτά ο Τρίτσης προχώρησε κατάθεση νέου νομοσχεδίου στο οποίο προβλεπόταν και η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στις εσωτερικές διαδικασίες της εκκλησίας.
Η ιεραρχία αντέδρασε, απείχε από τις εορταστικές εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου και σε λίγες ημέρες διοργάνωσε ογκώδες συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση στάθηκε ανυποχώρητη και την επομένη του συλλαλητηρίου το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε… Στην συνέχεια βέβαια, επειδή στην Ελλάδα είμαστε, ατόνησε.
Επίσης ο χαρακτηριζόμενος από τους… ριζοσπάστες ως «δεξιός» Σημίτης, επέδειξε απαράμιλλο πολιτικό θάρρος στην σύγκρουσή του με τον εξουσιομανή Χριστόδουλο. Αυτόν με τα αντισυνταγματικά του «δημοψηφίσματα», και τη ανίερη χρήση των ιερών λάβαρων της Αγίας Λάβρας, που τα ταπείνωσε ανεμίζοντάς τα στο Σύνταγμα εν είδει κομματικής σημαίας. Παρόλα αυτά ούτε το ΠΑΣΟΚ στα ορμητικά του χρόνια δεν καθιέρωσε τον διαχωρισμό.
Η νυν κυβέρνηση των αριστερών ποιες μάχες έδωσε με την εκκλησία, έστω και για την τιμή των όπλων; Ξεκίνησε με το διαχωρισμό κράτους εκκλησίας και κατέληξε σε άτακτο υποχώρηση.
Κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος δεν είναι πρόβλημα η μισθοδοσία των ιερωμένων από το κράτος και όχι από την ίδια την εκκλησία και τους πιστούς της, όπως γίνεται σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Διαφορετικά ήταν τα ιστορικά μονοπάτια της Δυτικής Εκκλησίας. Εδώ η Εκκλησία έδωσε το μεγαλύτερο τμήμα της περιουσίας της, άλλοτε οικειοθελώς άλλοτε αναγκαστικώς, για να απαγκιάσουν οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Το καινοφανές και δήθεν λαϊκό «που τη βρήκε η Εκκλησία την περιουσία και από που κι ως που είναι δικιά της και όχι του λαού;», είναι αφέλεια εν ιστορικώ κενώ, καθώς η ιστορία, και δη αυτή τεσσάρων αιώνων τουρκοκρατίας, επέβαλε τη δική της πραγματικότητα.
Οι ιερωμένοι δεν είναι πρόβλημα να είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Στις εφτακόσιες χιλιάδες δεν έχουν σημασία άλλες δέκα. Απλούστατα με την ρύθμιση αδειάζουν θέσεις στο δημόσιο που θα αξιοποιηθούν ψηφοθηρικά. Πώς το είπε η Τασία; «Οι δημόσιοι υπάλληλοι και όσοι θέλουν να γίνουν θα στείλουν τη ΝΔ στην αντιπολίτευση». Τη συναινέσει του Αρχιεπισκόπου η Τασία τώρα δικαιώνεται. Δεν είναι μόνο οι δέκα χιλιάδες που ευελπιστούν και θα παραχωρήσουν την ψήφο τους επί μελλοντική πλήρωση θέσης. Είναι και οι γονείς, τα αδέλφια, οι ευρύτεροι συγγενείς.
Πάντως και επί της παρούσης συμφωνίας εγείρει προβληματισμό το ότι οι προβλέψεις οχυρώνονται με τρόπο που δεν επιτρέπει στο μέλλον τη μονομερή ανατροπή τους από την Πολιτεία. Αλλάζει δηλαδή επί ΣΥΡΙΖΑ η παραδοσιακή σχέση υποταγής της εκκλησίας στο κράτος!
Ωστόσο το μεγάλο ζητούμενο του διαχωρισμού κράτους εκκλησίας παραμένει. Η θέση του πλήρους διαχωρισμού έγινε τώρα «εξορθολογισμός σχέσεων» και «διακριτοί ρόλοι». Ως εκ τούτου δεν θα δούμε να απαλειφθούν η αναγνώριση της «επικρατούσας θρησκείας» από το σύνταγμα, η απαλλαγή των μοναχών από την στράτευση, το τυπικό των χριστιανικών εορτών που δεν πρέπει να αποτελούν δημόσιες αργίες (δεν θα το θέλουν αυτό και πολλοί ανεξίθρησκοι, άθεοι ή αγνωστικιστές…).
Δεν θα δούμε να απαλειφθούν οι δοξολογίες και προσευχές σε στρατιωτικές μονάδες και σε σχολεία, να μην έχει καμία δουλειά κανένας ιεράρχης να κάνει αγιασμό στη Βουλή, να ορκίζει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, βουλευτές ή υπουργούς, και φυσικά να μην έχει καμία δυνατότητα η εκκλησία να έχει άποψη επί του μαθήματος των θρησκευτικών (ζήσαμε τη γελοιότητα να λογοκρίνεται η «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου γιατί είχε τον στίχο «και τριγύρνα με όσους θέλεις κάθε βράδυ», που θεωρήθηκε ως προτροπή εις αλλότρια ακολασία!).
Η απάλειψη αυτών δεν θα μείωνε καθόλου τη θέση της Ορθοδοξίας ως δεσπόζουσα θρησκεία στην ελληνική κοινωνία. Στην κοινωνία όμως, όχι στο κράτος.