Δ. Παπαδημούλης: H κυβέρνηση κατάφερε να «περάσει» πάγιες θέσεις της σε ευαίσθητα ζητήματα

Δ. Παπαδημούλης: H κυβέρνηση κατάφερε να «περάσει» πάγιες θέσεις της σε ευαίσθητα ζητήματα

Την ανάγκη να επιταχυνθεί το κυβερνητικό έργο μετά τη συμφωνία στο τελευταίο Eurogroup στη Μάλτα, ώστε να λήξει η πολύχρονη περίοδος της επιτροπείας, επισημαίνει ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης, σε άρθρο του για το Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο.

Παράλληλα, ο κ. Παπαδημούλης εκτιμά ότι η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να «περάσει» στη συμφωνία πάγιες θέσεις της σε ευαίσθητα ζητήματα, όπως η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων, ενώ μέσω των θετικών αντίμετρων για τη διετία 2019-2020, πέρασε επιπλέον την ενίσχυση στοχευμένων κοινωνικών μέτρων.

Ολόκληρο το άρθρο του Δ. Παπαδημούλη

«Το τελευταίο Eurogroup στη Μάλτα άνοιξε το δρόμο για την επίτευξη συμφωνίας και την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος. Ο συμβιβασμός που προέκυψε έχει αρνητικά και θετικά σημεία, είναι δημοσιονομικά ουδέτερος και απαιτεί την τήρηση των δεσμεύσεων από όλες τις πλευρές, χωρίς νέες καθυστερήσεις.

Το συνολικό πακέτο συμφωνίας, θα ολοκληρωθεί με τη συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων για μετά το 2018 και πρέπει να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν. Είναι εκείνο που θα δώσει το «πράσινο φως» για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την εκταμίευση της δόσης. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει στους θεσμούς πως τα μέτρα θα εφαρμοστούν, ως μέρος μια συνολικής δέσμης μέτρων που θα περιλαμβάνει την αντίστοιχη συμφωνία για το χρέος και τα ρεαλιστικά πλεονάσματα, γεγονός που ισορροπεί το τελικό αποτέλεσμα και δημιουργεί θετικές προοπτικές για τη βιώσιμη και ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.

Η απόφαση του Eurogroup στη Μάλτα, είναι αποτέλεσμα αμοιβαίων υποχωρήσεων τόσο της ελληνικής πλευράς, όσο και των θεσμών. Η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να «περάσει» στη συμφωνία πάγιες θέσεις της σε ευαίσθητα ζητήματα, όπως η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων. Επιπλέον, πέρασε μέσω των θετικών αντίμετρων για τη διετία 2019-2020, την ενίσχυση στοχευμένων κοινωνικών μέτρων, όπως η αξιοποίηση πόρων για την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας, μέτρα στήριξης της απασχόλησης των νέων, ένα συνολικό επενδυτικό-αναπτυξιακό πακέτο για την τόνωση της παραγωγής και της αγοράς, καθώς και φοροελαφρύνσεις μισθωτών και επιχειρήσεων που θα προκύψουν από την επίτευξη του στόχου των συμφωνημένων πρωτογενών πλεονασμάτων για τα έτη 2017 και 2018. Η δημοσιονομική υπεραπόδοση του 2016 θα φέρει πρωτογενές πλεόνασμα όχι 0,5% αλλά ίσως και εξαπλάσιο. Σε λίγες μέρες θα ανακοινωθεί επισήμως και από τη Eurostat. Και αυτό αποτελεί ασφαλώς ένα αισιόδοξο στοιχείο για τη συνέχεια, που βελτιώνει τη διεθνή εικόνα και τη διαπραγματευτική θέση της χώρας. Δείχνει επίσης ότι οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018, είναι απολύτως εφικτοί.

Σε συνδυασμό με την ήδη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί από το καλοκαίρι του 2015 έως σήμερα στα δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία, τη σταδιακή μείωση της ανεργίας και τις μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς της δημόσιας πολιτικής, τίθενται οι βάσεις για την έξοδο της χώρας από την επιτροπεία, τον Αύγουστο του 2018. Μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και με μια σταθερή προσπάθεια επαναφοράς της κανονικότητας στην αγορά εργασίας και την οικονομία, ώστε να καταφέρει η χώρα να βγει στις αγορές και να ξεκινήσει να στηρίζεται επιτέλους στα πόδια της, μακριά από την «εντατική» και τη «μηχανική υποστήριξη» των μνημονίων και της αιώνιας λιτότητας.

Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, είναι πολύ σημαντικό η κυβέρνηση να αυξήσει την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητά της. Να «τρέξουν» ζητήματα που έχουν «βαλτώσει», να γίνει καλύτερη διαχείριση και αντιμετώπιση στα καθημερινά προβλήματα των πολιτών. Η εντολή που λάβαμε τον Σεπτέμβριο του 2015 είναι ξεκάθαρη: Να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση, να πετύχουμε ανάπτυξη αντί για ύφεση, να μειώσουμε την ανεργία και να βελτιώσουμε την καθημερινότητα των πολιτών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούμαστε και πρέπει να συνεχίσουμε να κινούμαστε με μεγαλύτερη συνέπεια και προσπάθεια, ώστε να αξιολογήσει ο ελληνικός λαός, το 2019, εάν και πόσο τα καταφέραμε.

Εξίσου σημαντικό προς αυτή την κατεύθυνση είναι να συνεχίσουμε τις πρωτοβουλίες μας για την ενίσχυση των συμμαχιών με προοδευτικές δυνάμεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και πρωτοβουλίες που εντάσσονται στην προσπάθεια αλλαγής της πολιτικής ατζέντας και των στόχων της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Μια τέτοια προσπάθεια είναι και η Σύνοδος του ευρωπαϊκού Νότου που ξεκίνησε στην Αθήνα το φθινόπωρο του 2016 και συνεχίστηκε στη Λισαβόνα και πρόσφατα στη Μαδρίτη, με στόχο τον τερματισμό της λιτότητας, την προώθηση πολιτικών ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, ενίσχυσης της κοινωνικής δικαιοσύνης και δημιουργίας εκείνων των συνθηκών που συσχετισμών που θα επαναφέρουν τους πολίτες της ΕΕ στο επίκεντρο της πολιτικής και θα ενδυναμώσουν το κοινωνικό κράτος.

Μία από τις μεγαλύτερες απειλές για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα συνολικά, αλλά και για τη χώρα μας ως αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτού του οικοδομήματος, είναι ο κίνδυνος διάσπασης και πολυκερματισμού της ΕΕ που θα ενισχύσει τις κεντρόφυγες, λαϊκιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις. Το είδαμε στην Ολλανδία, το βλέπουμε στη Γαλλία, στην Ουγγαρία και την Πολωνία, το βλέπουμε στη Γερμανία με το άκρως συντηρητικό κόμμα-σύμμαχο της Μέρκελ, τους Χριστιανοκοινωνιστές, αλλά και με το ακροδεξιό AfD, το βλέπουμε στην Ιταλία με τη Λέγκα του Βορρά. Τα παραδείγματα είναι πολλά και σε πολλές χώρες, και δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί μόνο η πιθανή εκλογική νίκη τέτοιων πολιτικών σχηματισμών, αλλά και η γενικότερη εκλογική τους επιρροή και απήχηση.

Το επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικό για την Ελλάδα και την ΕΕ και καλούμαστε να συμβάλλουμε τόσο στην οριστική έξοδο της χώρας μας από την επιτροπεία, όσο και στην αλλαγή πορείας της ΕΕ με την ενίσχυση πολιτικών ανάπτυξης και συνοχής.»

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

(φωτογραφία: SOOC)