Την ανάγκη συντονισμού των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων εξέφρασε ο Διονύσης Τεμπονέρας, μιλώντας στην ΕΡΤ, τονίζοντας ότι, «θα πρέπει να ξεκινήσει ένας διάλογος στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας».
«Μην γυρίζουμε γύρω από τον εαυτό μας. Στον διάλογο χωράνε όλοι όσοι αυτοπροσδιορίζονται στον προοδευτικό χώρο, αλλά δεν έχει σημασία πώς αυτοπροσδιορίζεσαι. Σημασία έχει πώς τοποθετείσαι πάνω στα μεγάλα ζητήματα», επισήμανε.
Συγκεκριμένα τόνισε, «Υπάρχει μια λανθασμένη ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος των ευρωεκλογών. Για να ξεπεράσουμε αυτή την κρίση στην οποία βρίσκεται και ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θεωρώ εν μέρει και τα υπόλοιπα κόμματα του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, πρέπει να κάνουμε μια παραδοχή: Κανένα κόμμα του αριστερού και προοδευτικού χώρου μόνο του σήμερα δεν μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση.
«Αν δεν ξεκινήσουμε από αυτό το δεδομένο, τότε φοβάμαι ότι θα μικρομεγαλίζουμε και θα πηγαίνουμε σε ηγεμονισμούς. Ποια είναι η λύση; Την καταθέσαμε μαζί με αρκετούς συντρόφους μου την επαύριο των ευρωεκλογών. Είπαμε ότι θα πρέπει να υπάρξει ένας συντονισμός των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων, να ξεκινήσει ένας διάλογος στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας», ανέφερε.
«Ο διάλογος πρέπει να ξεκινήσει τώρα»
«Ακρίβεια, κόκκινα δάνεια, κρίση στέγης, κοινωνικό κράτος, μισθοί, συντάξεις, κλιματική κρίση, μεταναστευτικό. Αν υπάρξει λοιπόν μια προγραμματική συμφωνία (…) τότε μπορεί να υπάρξει μια εναλλακτική πρόταση, η οποία πράγματι μπορεί να πείσει τους πολίτες. Αυτός ο διάλογος πρέπει να ξεκινήσει τώρα», υπογράμμισε.
«Για παράδειγμα, αναγνωρίζουμε όλοι αυτή τη στιγμή ότι πρέπει να υπάρξουν αυξήσεις μισθών, συλλογικές διαπραγματεύσεις, περιορισμός της μερικής απασχόλησης, ισχυρό σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Πρέπει να υπάρξει απόλυτη προστασία της πρώτης κατοικίας για όλους τους ευάλωτους πολίτες», συνέχισε.
«Λέμε όλοι ότι πρέπει αυτή τη στιγμή να ενισχυθούν τα νοσοκομεία, να ενισχυθούν τα σχολεία μας και η δημόσια εκπαίδευση (…) Αν καταφέρουμε και συνεννοηθούμε, έχω την αίσθηση ότι μπορεί να καταλήξουμε όχι μόνο στις πολιτικές, αλλά βεβαίως και στα πρόσωπα τα οποία μπορούν να υπηρετήσουν τις πολιτικές αυτές», κατέληξε.