Των Γιάννη Μαστρογεωργίου και Γιώργου Παπούλια*
Ακόμα δεν στέγνωσε το μελάνι της συμφωνίας για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ξεκίνησε η επικοινωνιακή συζήτηση για την επόμενη. Κόκκινες – εκ νέου – γραμμές, σκληρές έξωθεν απαιτήσεις, σκληρότερες έσωθεν αντιστάσεις.
Ένα από τα θέματα είναι τα λεγόμενα «εργασιακά». Δηλαδή, ο 13ος μισθός και η απελευθέρωση των απολύσεων.
Θεωρούμε υποχρέωση μας, να ξεδιαλύνουμε από νωρίς τους επικοινωνιακούς μύθους και να προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, καθώς και πιο ώριμη η κοινωνία είναι για να δει την πραγματικότητα και η αγορά έτοιμη για να ορίσει τις προτεραιότητες της, αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις γνωρίζουν πλέον τα όρια της ανέφικτης υποσχεσιολογίας. Κυρίως, όμως, πρέπει να εξετάσουμε τι έχει ανάγκη η χώρα για να πάρει μπροστά η παραγωγική μηχανή.
Ας δούμε τα δύο ζητήματα του εργασιακού περιβάλλοντος. Το 13ο μισθό και τις ομαδικές απολύσεις και η σχέση τους με την ανταγωνιστικότητα.
Παρά τις επιμέρους καθυστερήσεις και αστοχίες, τα προγράμματα προσαρμογής, κατάφεραν να περιορίσουν δραστικά τις μεγάλες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες. Η βελτίωση, όμως, της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που επιτεύχθηκε με σημαντικό κοινωνικό κόστος, φαίνεται ότι δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς. Παρά την ανάκτηση της απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, κυρίως σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, οι εξαγωγές δεν επέδειξαν την αναμενόμενη δυναμική. Αυτό εξηγείται εν μέρει από την έλλειψη χρηματοδότησης και το συγκριτικά υψηλότερο κόστος μακροχρόνιου δανεισμού, καθώς και από την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης που ανακόπτει την πορεία ανάκτησης της συνολικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Επιπρόσθετα, όμως, οφείλεται και σε μια σειρά εγγενών διαρθρωτικών αδυναμιών, που περιορίζουν την ευκολία διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και σχετίζονται με την ποιότητα του προϊόντος, τις γραφειοκρατικές δυσχέρειες κλπ.
Το ΔΝΤ παραδέχτηκε προ 3 ετών, ότι «η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα δύσκολο εγχείρημα με πολύ λίγες επιτυχίες». Ειδικότερα για την Ελλάδα, σημείωσε ότι «οι αρχικές συνθήκες της χώρας ήταν δυσμενείς σε σύγκριση με τη διεθνή εμπειρία», όπως και ότι «οι τιμές μειώθηκαν – ουσιαστικά μόνο- από τη μείωση των μισθών, αντανακλώντας τις συνεχιζόμενες ακαμψίες στις αγορές προϊόντων», ενώ οι τιμές αποδείχτηκαν ότι «δεν ήταν τόσο ευέλικτες όσο οι μισθοί».
Αυτή η παρατήρηση μας φέρνει στα θέματα της αγοράς εργασίας. Όπως, επίσης, παρατηρεί το ΔΝΤ, «ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσει η Ελλάδα θα ήταν μια διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για τη μείωση των μισθών και των τιμών και η αποφυγή μιας μακράς και επίπονης διαδικασία προσαρμογής». Όλοι γνωρίζουμε πλέον την κατάσταση των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα. Στην ουσία, δεν υπάρχει πια σύστημα εργασιακών σχέσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται προβλήματα τα οποία οφείλουν να διορθωθούν (όπως θα έπρεπε να έχει γίνει). Όπως, συμπεραίνει το ΔΝΤ, το τελικό αποτέλεσμα ήταν το εξής: «Υπήρξαν περιορισμένα κέρδη στην παραγωγικότητα» και «οι μειώσεις στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος οδηγήθηκαν από τους μισθούς με λίγες ενδείξεις αύξησης της παραγωγικότητας». Αυτό παρέτεινε την ύφεση συμβάλλοντας στη συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης, που αποτελεί έναν παράγοντα (μαζί με τις εξαγωγές) για την ανάπτυξη και την έξοδο από την ύφεση.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, η Ελλάδα βρισκόταν στις 30 πρώτες χώρες στον κόσμο, όσον αφορά στο κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά ήταν μόνο 96η όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα. Η Ελλάδα παραμένει στις δέκα τελευταίες χώρες που υστερούν στον Δείκτη της Παγκοσμιοποίησης -και σε αυτές τις χώρες περιλαμβάνονται το Ιράν, η Ουρουγουάη, η Αργεντινή, και το Ουζμπεκιστάν.
Σε σύγκριση με τη μέση ευρωπαϊκή χώρα, η Ελλάδα έχει έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό υποχρεωτικών διαδικασιών στον ιδιωτικό τομέα, όπου εμπλέκεται το κράτος. Το μεγάλο πρόβλημα είναι οι πολυάριθμες ομάδες συμφερόντων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά. Το γεγονός ότι μειώθηκαν οι μισθοί με την εσωτερική υποτίμηση, αλλά όχι και οι τιμές σε ανάλογο βαθμό συνεπάγεται ότι το «κράτος δικαίου» και ο ανταγωνισμός (κλειστά επαγγέλματα) δεν λειτουργεί. Το άνισο παιχνίδι εμποδίζει την ανταγωνιστική λειτουργία των ιδιωτικών αγορών και προστίθεται στον μεγάλο διοικητικό φόρτο. Παράλληλα, ένα αναποτελεσματικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης θέτει σημαντικά εμπόδια στις επενδύσεις.
Οι δαπάνες που σχετίζονται με αυτές τις διαδικασίες έχουν εκτιμηθεί ως πολύ υψηλές. Και επηρεάζουν πολύ περισσότερο από το κόστος του 13ου μισθού. Για παράδειγμα, το κόστος εκκίνησης μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα ήταν 15.500 δολάρια σε σύγκριση με 7.800 δολάρια στην Ευρώπη στην αρχή της δεκαετίας του 2000, ενώ οι υποχρεωτικές διαδικασίες για την καταχώρηση μιας ανώνυμης εταιρείας ήταν στην Ελλάδα 37 ημέρες, έναντι μόλις 3 στη Δανία, 6 στο Ηνωμένο Βασίλειο και 10 στη Γερμανία. Το εκτιμώμενο συνολικό διοικητικό βάρος υπολογίζεται μεταξύ 5,4% και 6,8% του ΑΕΠ το 2003, που αντιστοιχεί στη συνέχεια μεταξύ 8,3 και 10,6 δις δολάρια.
Μισθοί και ανταγωνιστικότητα
Στο παρελθόν, η ανταγωνιστικότητα μπορούσε να ανακτηθεί με την υποτίμηση του νομίσματος, η οποία μείωνε μισθούς και τιμές σε σχέση με το εξωτερικό. Με το Ευρώ όμως, η ανταγωνιστικότητα έπρεπε να ανακτηθεί μέσω της μείωσης των μισθών και των τιμών και μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας, αυτού δηλαδή, που ονομάζεται «εσωτερική υποτίμηση». Αυτή η διαδικασία είναι αργή και μπορεί να είναι ιδιαίτερα επώδυνη για τις χώρες των οποίων οι οικονομίες χαρακτηρίζονται από εκτεταμένες δυσκαμψίες, όπως η Ελλάδα
Εκ πρώτης όψεως οι οριζόντιες μειώσεις μισθών φαίνεται να προωθούν την ανταγωνιστικότητα μέσω μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και να μειώνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα μέσω μείωσης δαπανών του Δημοσίου. Με μια δεύτερη ματιά, όμως, οι οριζόντιες μειώσεις μισθών έχουν προχωρήσει στην Ελλάδα πολύ περισσότερο απ'' όσο χρειαζόταν υποσκάπτοντας την ανταγωνιστικότητα και τη δυνατότητα μείωσης του χρέους μέσω βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας η Ελλάδα ήταν στα μέσα του 2012 μία από τρεις μόνο χώρες της ευρωζώνης που αύξησαν την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με το 1999 και υπολειπόταν μόνο της Γερμανίας σε μέγεθος αύξησης. Μάλιστα, στα τέλη του 2011 ήταν ήδη στο μέσο της ευρωζώνης, χωρίς τις μειώσεις μισθών του 2012.
Σε ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες μια ύφεση συχνά οδηγεί σε «δημιουργική καταστροφή», δηλαδή στην εξάλειψη λιγότερο παραγωγικών μονάδων και αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας. Η μείωση μισθών, όμως, στην Ελλάδα ήταν τόσο μεγάλη ώστε έπληξαν την παραγωγικότητα και τις δυνατότητες δημιουργίας ευρείας και δυναμικής βάσης παραγωγής με καινοτομία και εξαγωγική προοπτική. Οι οριζόντιες μειώσεις μισθών οδηγούν σε μείωση της αναμενόμενης παραγωγικότητας καθώς αποχωρούν οι καλύτεροι, αποθαρρύνεται η παραγωγική εργασία των υπολοίπων και δυσχεραίνεται η προσέλκυση αξιόλογων νέων. Η μαζική μετανάστευση νέων και ικανών επαγγελματιών της Ελλάδας στο εξωτερικό είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της ανεργίας αλλά και του επιπέδου των αμοιβών και θα συνεχίζεται όσο οι οικονομικές προοπτικές είναι περιορισμένες. Η καινοτομία, η εφευρετικότητα, η πρωτότυπη σκέψη και η ποιοτική εργασία συνιστούν σημαντικό διαβατήριο σε μια ολοένα πιο διεθνοποιημένη αγορά εργασίας.
Το ερώτημα που τίθεται άρα είναι. Μήπως η μείωση μισθών θα φέρει ξένες εταιρείες ή θα προσελκύσει πάλι τις ελληνικές που έφυγαν; Αν ναι, τότε γιατί δεν ήρθαν ήδη; Πέραν του μισθού, σημαντικοί παράγοντες είναι η ευκολία ίδρυσης και λειτουργίας επιχειρήσεων, η προστασία των επενδυτών, η διαφθορά και οι εργασιακές σχέσεις, τομείς στους οποίους η Ελλάδα έχει χαμηλές αποδόσεις. Χωρίς ευρύτατες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, τα εργασιακά και τη δικαιοσύνη, οι επενδυτές, απλώς, δεν θα έρθουν.
Η αύξηση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας απαιτεί προσέλκυση επιχειρήσεων . Η σύνδεση μισθών με παραγωγικότητα, η καλύτερη εκπαίδευση, πανεπιστημιακή και τεχνική, η ουσιαστική προώθηση της επιχειρηματικότητας και η ενθάρρυνση έρευνας και καινοτομίας πρέπει να υποκαταστήσουν τις συνεχείς μειώσεις μισθών ως μέσο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Για παράδειγμα, οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη ήταν γύρω στο 0,5% του ΑΕΠ πριν από την κρίση. Ο μέσος όρος στην ΕΕ των «27» το 2009 ήταν 2% και περίπου τα 2/3 του προέρχονταν από τον ιδιωτικό τομέα!
Με έναν αναιμικό δημόσιο τομέα που δεν μπορεί να συμβάλλει δυναμικά στην ανάπτυξη εξαιτίας της δημοσιονομικής προσαρμογής και με μία υποτονική εγχώρια αγορά, θα πρέπει να γίνει μεγάλη προσπάθεια για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και των ιδιωτικοποιήσεων.
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα σύγχρονο σύστημα εργασιακών σχέσεων, αντίστοιχο πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Η Γερμανία πέτυχε να μην έχει κρίση τη δεκαετία του 2000 ύστερα από ένα κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο ενέκριναν όλοι και που προέβλεπε να μην αυξηθούν - όχι να μειωθούν- οι μισθοί μέχρι να ανακάμψει η οικονομία, σε συνδυασμό με ένα καλό σύστημα κοινωνικών παροχών.
Στο ίδιο πλαίσιο και με την ίδια οπτική εντάσσεται και το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων. Επί της ουσίας πρόκειται για θέμα «περί όνου σκιάς». Ουδείς θέτει μετ' επιτάσεως θέμα ομαδικών απολύσεων. Ούτε μεγάλες επιχειρήσεις πλέον έχουμε, ούτε ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι αυτή είναι η μείζονα προτεραιότητα στα εργασιακά. Η πρόσφατη εισήγηση που κατέθεσε ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με αφορμή την υπόθεση των εργαζόμενων της ΑΓΕΤ Ηρακλής, αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση και μόνο το σημείο της διοικητικής έγκρισης που πρέπει να λαμβάνουν οι επιχειρήσεις προτού προβούν σε ομαδικές απολύσεις. Μάλιστα, η έγκριση εξαρτάται από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Αυτό όμως, είναι θέμα που έχει ήδη λυθεί με τη σύσταση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Μάλιστα το καλοκαίρι του 2014, με ψήφους 4 υπέρ και 3 κατά, το Συμβούλιο ενέκρινε τις 45 απολύσεις εργαζόμενων στην Χαλυβουργία Ελλάδος από το σύνολο των 74.
Ήταν η πρώτη απόφαση ομαδικών απολύσεων μετά την μεταβίβαση της σχετικής αρμοδιότητας από τον υπουργό Εργασίας, στον γενικό γραμματέα του Υπουργείου, και στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας. Μέχρι τότε παρά το ότι προβλεπόταν η διαδικασία κανένας υπουργός Εργασίας δεν είχε εγκρίνει αιτήματα ομαδικών απολύσεων πέρα από το όριο που θέτει ο νόμος. Και εδώ λοιπόν, ας αφήσουμε την επικοινωνία κατά μέρος.
Ο καταλύτης ΣΥΡΙΖΑ
Πολίτες και οικονομία αναζητούν σταθερότητα μέσα στο κλίμα απαξίωσης που εκφράζουν για τη διακυβέρνηση. Η δυσπιστία απέναντι στα κόμματα και στις δυνατότητες τους να βοηθήσουν τη χώρα να υπερβεί την κρίση, οδηγούν τους πολίτες σε μετατόπιση των προτιμήσεων τους στο πεδίο της «σταθερότητας». Αυτό συνιστά πλεονέκτημα για το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με πολλά υποθετικά «αν» στην εξίσωση.
Εκείνο που ενδιαφέρει τους πολίτες είναι αν θα τολμήσουν οι κυβερνώντες να δράσουν χωρίς τα κριτήρια του παρελθόντος. Αν δεν το κάνουν τότε οι εξελίξεις θα δρομολογηθούν ταχέως.
Με αυτό ως εισαγωγικό σχόλιο η εκτίμηση μας είναι ότι το νέο πολιτικό τοπίο εστιάζεται σε 3 βασικούς άξονες.
Ο πρώτος άξονας σχετίζεται με την πολιτική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα και το κατά πόσο αυτό μπορεί να αναστραφεί.
Ο δεύτερος άξονας έχει να κάνει με την ανανέωση της ΝΔ.
Ο τρίτος άξονας σχετίζεται με τους δύο προηγούμενους και με την πιθανότητα σχηματισμού ενός νέου κόμματος πέρα από το ισχνό ακροατήριο των ΠΑΣΟΚ – ΠΟΤΑΜΙΟΥ.
Οι πολιτικές εξελίξεις δεν φαίνονται στον ορίζοντα έως το καλοκαίρι του 2017. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της δεύτερης αξιολόγησης όπως έκανε και με την πρώτη. Δεν έχει κανένα λόγο να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές παρά μόνο αν η φθορά του υπερβεί την αντίσταση του στα καθοδικά του δημοσκοπικά ποσοστά, κάτω από το όριο του 20%. Τότε ίσως επιλεγεί η συντεταγμένη ήττα.
Η Κυβέρνηση επίσης, χρειάζεται χρόνο καθώς εκτιμά ότι η ανάγκη των πολιτών για στοιχειώδη σταθερότητα θα επουλώσει τις πληγές της «εξαπάτησης».
Η άλλη πλευρά όμως, του νομίσματος είναι πιο σκληρή για την Κυβέρνηση.
Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτύχουν να ανακτήσουν το χαμένος έδαφος για 5 λόγους
1) Το ηθικό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ έχει τρωθεί, όπως και η αξιοπιστία του.
2) Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα με τα εργασιακά να ραγίσει το γυαλί μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και κοινωνικών ομάδων πχ δημοσίων υπαλλήλων που είναι σημαντική ομάδα στήριξης της Κυβέρνησης.
3) Η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι αργή και τα οφέλη ελάχιστα. Η υπερφορολόγηση έχει ήδη διευρύνει τη φοροδιαφυγή ανοίγοντας νέα τρύπα στα έσοδα.
4) Η σύγκριση με το παρελθόν θα αρχίσει να γίνεται δύσκολη για την Κυβέρνηση προϊόντος του χρόνου. Μπορεί η οργή για τα παλιά κόμματα να είναι έντονη, αλλά οι πολίτες δεν βλέπουν φως ούτε τώρα, ζυγίζοντας το βιοτικό τους επίπεδο με το πρόσφατο παρελθόν.
5) Η μεσαία τάξη έχει υποστεί συντριπτική οικονομική ζημιά. Οι κοινωνικές τάξεις έχουν αναδιαταχθεί. Η μεσαία τάξη φτωχοποιήθηκε βάναυσα. Η κατώτερη καταδικάστηκε σε καθήλωση και η ελάχιστη ανώτερη σε διαρκή φόβο. Η ανικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει έστω και πενιχρά ψήγματα ελπίδας θα φουσκώσει το κύμα απαισιοδοξίας που όποτε θέριεψε κινήθηκε εναντίον της εκάστοτε εξουσίας.
Το Σύνταγμα ως φάρμακο ή …φαρμάκι
Διακινείται ως προοπτική διεξόδου για την Κυβέρνηση η αλλαγή του εκλογικού νόμου και του Συντάγματος. Η πρώτη ουσιαστικά η δεύτερη περισσότερο συμβολικά.
Η Κυβέρνηση πρέπει να προσέξει γιατί η πολιτική σταθερότητα που έχει ανάγκη ο τόπος και στην οποία και η ίδια έχει επενδύσει πλέον, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη, θα υπονομευθεί ριζικώς, σε περίπτωση που ένας νέος εκλογικός νόμος δεν διασφαλίσει τη διακυβέρνηση του τόπου. Οι τακτικισμοί και οι σκοπιμότητες, αν επικρατήσουν, όχι μόνο δεν θα προσφέρουν τίποτε στην Κυβέρνηση, αλλά θα εξελιχθούν σε μπούμεραγκ, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη ΝΔ, καθώς οι πολίτες θα αντιληφθούν την κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ ως εσκεμμένη.
Η δεύτερη απόπειρα επανασύνδεσης του ΣΥΡΙΖΑ με την «τρωθείσα συνείδηση» του, είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος. Είναι πολύ πιθανό και αυτή η συζήτηση να εξελιχθεί σε μία υπερφίαλη αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου των δεκάδων συνταγματολόγων. Τα βασικά προβλήματα των θεσμών στη χώρα δεν είναι προβλήματα του Συντάγματος μας. Ναι, η άποψη μας είναι ότι χρειάζεται βελτίωση των θεσμών. Ναι, χρειάζεται ριζική αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Αυτό όμως, που προέχει είναι η συζήτηση, η αναζήτηση και η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων για την προσέλκυση επενδύσεων και την εκκίνηση της οικονομίας. Αλλιώς, είναι πιθανό να εγκλωβιστεί ο πολιτικός διάλογος σε μία συζήτηση που δεν είναι η μείζονα προτεραιότητα της χώρας.
Μόνη απτή σανίδα σωτηρίας για το ΣΥΡΙΖΑ - στην παρούσα φάση - είναι ένα αμετακίνητα συμπαγές τμήμα του πληθυσμού που προσάπτει σε όλους τους προηγούμενους συλλήβδην, την ευθύνη για όσα συνέβησαν στη χώρα.
ΝΔ: σπεύδει… βραδέως
Προβλήματα αντιμετωπίζει και η ΝΔ. Μπορεί το κόμμα και ο κ. Μητσοτάκης να είναι πρώτοι στις δημοσκοπήσεις όπως και στην παράσταση νίκης, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στην φθορά του Πρωθυπουργού και του ΣΥΡΙΖΑ παρά στην άνοδο ή καλύτερα στην αναπτέρωση της ΝΔ.
Αυτό συμβαίνει κατά την άποψη μας στους εξής λόγους:
1) Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ένα σύγχρονο προφίλ και ικανότητες, αλλά το τελευταίο διάστημα έχει σιγήσει. Στο προηγούμενο Δελτίο μας υπογραμμίσαμε ότι η δύναμη του Προέδρου της ΝΔ είναι η έκφραση της γνώμης του και η υπεράσπιση των απόψεων του ακόμα και απέναντι στο κόμμα του. Μένει να συνεχιστεί…
2) Ένα ιδιότυπο «ήξεις αφίξεις» συνεχίζεται ως προς την ανάγκη, τη δυνατότητα, την επιθυμία κλπ του κόμματος να ανοιχτεί σε ευρύτερο ακροατήριο και να αποκτήσει μεγαλύτερο εύρος πολιτικής αναφοράς. Κάθε Κυριακή ο Τύπος βρίθει θέσεων ένθεν κακείθεν περί προσώπων και πιθανοτήτων. Ο αντίκτυπος είναι σχετικά ανύπαρκτος σε επίπεδο κοινής γνώμης (οι πολίτες θέλουν λύσεις και προτάσεις), επώδυνος όμως στην εσωτερική λειτουργία του κόμματος. Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια που παράγει το θολό τοπίο, διαπερνούν κάθετα στελέχη διαφορετικών γενεών και πτερύγων του κόμματος. Η εικόνα αυτή θυμίζει παζάρι αθλητικής μεταγραφικής περιόδου.
Συνήθως, στην Ελλάδα με την εξαίρεση ελάχιστων περιπτώσεων, οι πολίτες καταψηφίζουν και δεν υπερψηφίζουν. Η ΝΔ είναι πολύ πιθανό να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Εκείνο, όμως, που ενδιαφέρει τους πολίτες, σε μια εποχή κατάρρευσης των μύθων, είναι η ικανότητα της να κυβερνήσει. Και αυτό προϋποθέτει ένα συγκροτημένο πλαίσιο πολιτικών προτεραιοτήτων που ξεπερνά το πλαίσιο μίας τυπικής αντιπολίτευσης. Είναι πιο δύσκολο αλλά σε πάει πιο μακριά να επιθυμείς την υπερψήφιση από την καταψήφιση του άλλου.
Οι χώρες παίζουν μπάλα, αλλά και την… τύχη τους
Καμία άλλη φορά στο πρόσφατο ευρωπαϊκό παρελθόν δεν συνέπεσε σημαντικό αθλητικό γεγονός με τόσο έντονο κλίμα πόλωσης και εσωστρέφειας στην Ευρώπη.
Brexit, ισλαμική τρομοκρατία, οπαδική βία.
Ο χώρος του ποδοσφαίρου στον ευρωπαϊκό πολιτισμό δεν ήταν πάντα τόσο κεντρικός. Πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε κάποιο στοιχειώδες διεθνές ποδόσφαιρο στην Ευρώπη, ιδίως μεταξύ των γειτονικών χωρών, αλλά σε μια ήπειρο που σπαράσσονταν από τον πόλεμο και τους αγώνες της δημοκρατίας κατά του φασισμού, υπήρξε μικρή όρεξη για μία πανευρωπαϊκή οργάνωση ποδόσφαιρο ή τουρνουά οποιουδήποτε είδους.
Αρκετοί ήταν εκείνοι που τις προηγούμενες εβδομάδες υπερθεμάτισαν της ευρωπαϊκής συγκολλητικής ουσίας που θα μπορούσε να αποτελέσει το Euro 2016.
Δυστυχώς, αυτό έως τώρα έχει παταγωδώς και τραγικώς διαψευστεί.
Το ποδόσφαιρο στα πρώιμα του χρόνια είχε έχει συσχετισθεί με τη βία από το 13ο κιόλας αιώνα στην Αγγλία. Σε Μεσαιωνικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες συμμετείχαν εκατοντάδες παίκτες, και ήταν ουσιαστικά μάχες μεταξύ των νεαρών ανδρών αντιπάλων χωριών και πόλεων, που συχνά χρησιμοποιούνταν ως «ευκαιρίες» για να επανέλθουν παλιά φέουδα και να λυθούν κτηματικές διαφορές.
Η συμπεριφορά που είναι γνωστή σήμερα ως «χουλιγκανισμός» προέρχεται από την Αγγλία των αρχών της δεκαετίας του 1960.
Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες παρόμοια φαινόμενα συμπεριφοράς εμφανίστηκαν περίπου 10 χρόνια αργότερα, στις αρχές του 1970.
Η βία που ενίοτε ακολουθεί το ποδόσφαιρο οφείλεται σε διαφορετικές ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές αιτίες στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η κοινωνική τάξη υπήρξε ένας σημαντικός παράγοντας στην Αγγλία, ο θρησκευτικός σεχταρισμός στη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία, η υπο-εθνικιστική πολιτική στην Ισπανία, ο ιστορικός περιφερειακός ανταγωνισμούς στην Ιταλία, κλπ.
Υπάρχουν, ωστόσο, σημαντικές διακρατικές ομοιότητες στα «στάδια της ανάπτυξης» του προβλήματος. Οι περισσότερες χώρες βιώνουν ένα αρχικό στάδιο της σποραδικής βίας, που απευθύνεται κυρίως σε διαιτητές και παίκτες και που ακολουθείται από ένα δεύτερο στάδιο που περιλαμβάνει τη βία μεταξύ των αντιπάλων οπαδών και ενάντια στην αστυνομία μέσα στο γήπεδο και ένα τρίτο στάδιο περιλαμβάνει την αύξηση των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ αυτών ομάδων έξω από το γήπεδο.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, το ποδόσφαιρο και η βία είναι σήμερα ένα κυρίως εσωτερικό πρόβλημα, με την πλειονότητα των περιστατικών να συμβαίνουν σε αγώνες πρωταθλήματος, ενώ οι υποστηρικτές της εθνικής ομάδας στο εξωτερικό έχουν γενικώς καλύτερη συμπεριφορά. Οι Άγγλοι οπαδοί είναι μια προφανής εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, καθώς συχνές είναι εξτρεμιστικές τους ενέργειες εκτός συνόρων.
Εκτός από την Αγγλία όμως, και άλλα Κράτη βιώνουν σήμερα σημαντικά προβλήματα της ποδοσφαιρικής βίας: Ιταλία, Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι τα επίπεδα της ποδοσφαιρικής βίας σε αυτές τις χώρες είναι περίπου τα ίδια με τα περιστατικά που συμβαίνουν να κυμαίνονται γύρω στο 10% των αγώνων.
Η Αυστρία, η Σουηδία και η Δανία αντιμετωπίζουν επίσης κάποια προβλήματα με το ποδόσφαιρο και τη βία, αν και αυτά φαίνεται να είναι σε μικρότερη κλίμακα.
Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελβετία έχουν επίσης βιώσει επεισόδια βίας - αν και σε καμία περίπτωση ο χουλιγκανισμός στο ποδόσφαιρο δεν μπορεί να λεχθεί ότι είναι ένα σημαντικό πρόβλημα σε αυτές τις χώρες.
Όλα αυτά όμως, κλονίστηκαν, ως θεωρίες, ήδη από τις πρώτες ώρες του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος στη Γαλλία. Το εθνικιστικό πνεύμα κατάστρεψε το αθλητικό.
Στη Μασσαλία, πίσω από τις συγκλονιστικές εικόνες της ανελέητης βίας, οι οποίες έκαναν τον γύρο του κόσμου, κρύβονται «πολεμιστές» από τη Ρωσία, με οργάνωση και στρατηγική ταγμάτων εφόδου. Άριστα εκπαιδευμένες διμοιρίες κακοποιών, 20 έως 30 ετών, οι οποίοι έχουν καταταγεί σε λέσχες οπαδών ρωσικών συλλόγων για να καμουφλάρουν τη δράση τους: στους «Butchers» της Λοκομοτίβ Μόσχας, στους «Gladiators Firm '96» της Σπαρτάκ και στους «Fighters» της Τορπίντο.
Αυτοί οι φονιάδες ουσιαστικά χτυπούν αστραπιαία και εξαφανίζονται. Καμία σχέση με τις συνηθισμένες -σε μεγάλες διοργανώσεις- οδομαχίες μεταξύ οπαδών που παρακινούνται από την αντιπαλότητα των ομάδων τους.
Σημείο όμως, χουλιγκανικού εθνικισμού ήταν και η ανάρτηση διάφορων πανό. Οι Αλβανοί έκαναν πολιτική προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας στο παιχνίδι τους με την Ελβετία. Αλλά η Ελλάδα δεν ήταν αντίπαλός τους. Δεν βρίσκεται, καν, στο Euro! Πριν από το ματς της Τουρκίας με την Κροατία, τούρκοι οπαδοί αναρωτήθηκαν ειρωνικά «πού είναι ο Μάρκο;». Ο σέρβος οπαδός του Ερυθρού Αστέρα, Μάρκο Ιβκοβιτς, τον Νοέμβριο του 2014 μαχαιρώθηκε στην καρδιά και έχασε τη ζωή του. Καμία σχέση, δηλαδή, με την Κροατία.
Σε αρκετά ματς της εθνικής ομάδας της Πολωνίας έχουν ακουστεί αντισημιτικά συνθήματα και έχουν σηκωθεί ακροδεξιά σύμβολα. Ανάλογες -εθνικιστικές- παραστάσεις έχουν γίνει σε αγώνες της Κροατίας, της Σλοβακίας, της Ουκρανίας, της Αυστρίας.
Σε μια Ευρώπη βαθιά τραυματισμένη από την οικονομική κρίση, η πρόταξη αιτημάτων εθνικής αναδίπλωσης ως διέξοδο στα φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα κερδίζει συνεχώς έδαφος. Ακροδεξιά ή ξενοφοβικά, υπερσυντηρητικά εθνικιστικά κόμματα βρίσκονται εδώ και χρόνια σε άνοδο, από τα Βαλκάνια μέχρι τον Βορρά κι από τη Βρετανία μέχρι τις ανατολικές χώρες και η τάση μιας ευρύτερης εθνικιστικής έξαρσης είναι εμφανής. Το ποδόσφαιρο είναι απλά η αφορμή.
Η ανεξέλεγκτη βία στη Γαλλία οφείλεται σε μία έξαρση της μισαλλοδοξίας, που μόνο ανησυχία προκαλεί για την πορεία της Ένωσης. Το μίσος πλέον είναι διάχυτο και αν αναλογιστεί κανείς ότι τα δύσκολα είναι μπροστά για την ΕΕ (εκλογές σε Γερμανία και Γαλλία το 2017), τότε η έξαρση του εθνικισμού ίσως αποδειχθεί στο μεγαλύτερο αστάθμητο παράγοντα.
* Ο κ. Γιάννης Μαστρογεωργίου είναι Διευθυντής του Δικτύου. Ο κ. Γιώργος Παπούλιας είναι Πολιτικός Επιστήμονας, συνεργάτης του Δικτύου.