Η αξιολόγηση σε μοτίβο«extend και pretend» του Βαρουφάκη, το άστρο του Μάρτιν Σούλτς και οι εξελίξεις της κεντροαριστεράς είναι τα βασικά θέματα του νέου δελτίου πολιτικής ανάλυσης του ΔΙΚΤΥΟΥ.
Των Γιάννη Μαστρογεωργίου και Γιώργου Παπούλια*
Αξιολόγηση καρμπόν 2015. Inception στον εφιάλτη;
Η β' αξιολόγηση για να ολοκληρωθεί πρέπει να γίνουν δύο αμοιβαίες υποχωρήσεις και να καλυφθεί μία ανάγκη. Αφενός η Ελλάδα να βρει τρόπο, ώστε να ολοκληρωθεί αυτή η αξιολόγηση χωρίς να περιμένει σανίδα πολιτικής σωτηρίας και διαπραγμάτευσης στο διηνεκές και αφετέρου η Γερμανία να συναινέσει στην προώθηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, έστω και με αστερίσκο. Το ΔΝΤ σε αυτή τη φάση είναι ο χρήσιμος μπαλαντέρ και για τους δύο και η στάση του θα χρησιμοποιηθεί από την κάθε χώρα ξεχωριστά, αλλά αν δεν γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις η κατάσταση θα περιπλέξει. Η ανάγκη είναι το σωστό πολιτικό αφήγημα που θα πρέπει να περιφέρει σαν λάβαρο η Κυβέρνηση. Ακόμα δεν έχει βρεθεί.
Αλλιώς, θα συνεχίζουμε την περίφημη τακτική Βαρουφάκη, περί «extend and pretend», βάσει της οποίας παρέχεται χρηματοδότηση, ώστε να μετατεθεί η κρίση για το μέλλον και να αποσοβηθούν τα όποια προβλήματα του σήμερα.
Η Κυβέρνηση έκανε δύο λάθη τακτικής. Αφενός, έπαιξε με τις καθυστερήσεις πάλι, αλλά έχασε. Μπορεί σωστά να ζητά μέτρα για το χρέος κλπ, αλλά η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης την φέρνει αντιμέτωπη με την αδυσώπητη πολιτική σκοπιμότητα των εκλογών στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Αφετέρου, στη δύσκολη εξίσωση της διαπραγμάτευσης, η Κυβέρνηση πρόσθεσε και τη συστηματική απουσία βούλησης να προωθήσει σειρά μεταρρυθμίσεων για τις οποίες έχει δεσμευτεί, αλλά και να αναλάβει την λεγομένη «ιδιοκτησία» του «προγράμματος».
Έως τώρα, δε, αυτήν τη αλήθεια την διετύπωνε ξεκάθαρα μόνον το ΔΝΤ, ασκώντας έτσι πίεση προς το Βερολίνο να συμφωνήσει στη σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Στον βαθμό που η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα επιδείξει πνεύμα ευελιξίας (με τεράστιο βέβαια κόστος) και κατορθώσει να οδηγήσει σε ολοκλήρωση της β' αξιολόγησης μέχρι το τέλος Μαρτίου, αφού το ορόσημο της 20ης Φεβρουαρίου μάλλον χάνεται, το όφελος δεν θα αφορά μόνον την άρση της παρούσης αβεβαιότητος για την ελληνική οικονομία ή την -εξορισμού περιορισμένη- συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το όφελος θα αφορά συνολικότερα τις πιθανότητες σωτηρίας του Ευρώ και βελτίωσης της ΟΝΕ.
Η αξιολόγηση καθυστερεί γιατί δεν έχουν υλοποιηθεί τα 2/3. Και κανείς, όμως, δεν ρωτά – ούτε από την Αντιπολίτευση – σε τι συνίστανται αυτά τα 2/3…
Αν η Κυβέρνηση δεν ολοκληρώσει την αξιολόγηση και προβεί σε τυφλή σύγκρουση με την ΕΕ, θα λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός δυνάμεων και κέντρων που υποσκάπτουν τη νομισματική ένωση. Μεγάλο ρίσκο, μικρό όφελος.
Η «ήπια επέλαση» του κ. Μάρτιν Σούλτς
Εκτός από τη συρρίκνωση της διαφοράς SPD – CDU ή και το προβάδισμα που δίνουν ορισμένες μετρήσεις στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι τόσο οι Πράσινοι και η Αριστερά έχουν χάσει από δύο μονάδες το καθένα. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερο από το ήμισυ της αύξησης του SPD αντισταθμίζεται από την απώλεια των εν λόγω μικρότερων κομμάτων. Τα κέρδη του SPD έτσι δεν κάνουν το λεγόμενο κόκκινο-κόκκινο-πράσινο συνασπισμό πιθανό. Το συνδυασμένο δημοσκοπικό ποσοστό των τριών κομμάτων είναι 45%, ενώ τα άλλα τρία κόμματα είναι στο 50%.
Όμως, η δημοσκοπική άνοδος του SPD δίνει στο κόμμα κάποιες εναλλακτικές επιλογές. Αν ο Schulz κατάφερει να κλείσει το χάσμα με το CDU / CSU, θα μπορούσε να εισέλθει σε έναν νέο μεγάλο συνασπισμό ως ισότιμος εταίρος, ενδεχομένως με μία απαίτηση ακόμα και για την καγκελαρία, ή τουλάχιστον να μοιράζονται τα δύο κόμματα την καγκελαρία για μια περίοδο τεσσάρων ετών. Δεν πιστεύουμε ότι με υψηλά ποσοστά του SPD , o Schulz θα αφήσει την Μέρκελ, ή άλλο πολιτικό του CDU, να παραμείνει επικεφαλής της χώρας για τέσσερα χρόνια.
Η άνοδος στις δημοσκοπήσεις του SPD οφείλεται επίσης, εν μέρει, και στις διαιρέσεις μεταξύ CDU και CSU. Σύμφωνα με την Die Welt, μεταξύ 20-30% των ψηφοφόρων του CSU απορρίπτει την απόφαση του Horst Seehofer, προέδρου του κόμματος, για τη στήριξη του στη Μέρκελ, κυρίως εξαιτίας της πολιτικής της Καγκελαρίου στο θέμα των προσφύγων, που είναι το κύριο σημείο διαφωνίας μεταξύ των δύο συμμάχων.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο Schulz έχει μια σειρά από ιδιότητες που ο Sigmar Gabriel στερείται και πολύ περισσότερο στερούνταν ο προηγούμενος υποψήφιος Καγκελάριος της συντηρητικής πτέρυγας του SPD Πέερ Στάινμπρουκ. Ο Σούλτς μπορεί να διευρύνει το SPD πέρα από τον εκλογικό του πυρήνα. Η εκτός των Γερμανικών συνόρων δράση και φήμη του ως προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου - ο οποίος μάλιστα ταυτίστηκε με σκληρές μάχες με την ακροδεξιά μέσα στο σώμα- και υποψηφίου προέδρου της Κομισιόν, η «ταπεινή» καταγωγή και το λαϊκό προφίλ του καθώς και το γεγονός πως δεν έχει θητεύσει σε κυβέρνηση συνασπισμού με τους Χριστιανοδημοκράτες, υπό την Καγκελαρία Μέρκελ, του προσθέτουν ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά έναντι της Καγκελαρίου. Το πρόβλημα είναι ότι ο Schulz δεν έχει δοκιμαστεί ακόμη στο εσωτερικό της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Από τις επιδόσεις του κατά της έκβαση της μακράς και σύνθετης προεκλογικής περιόδου, θα φανεί αν μπορεί να ανακάμψει στα καθιερωμένα χαρακτηριστικά του, ο ιστορικός, ισχυρός, γερμανικός δικομματισμός.
Γερμανικές εκλογές και Τράμπ
Οι γερμανικές εκλογές όμως, δεν έχουν σημασία μόνο για την πορεία της χώρας και της ΕΕ. Αφορούν μετά την εκλογή Τράμπ και τις διατλαντικές σχέσεις. Η εκλογή του Donald Trump αποτελεί ένα διπλό ασύμμετρο σοκ στη Γερμανία. Η Γερμανία ήταν στο παρελθόν ένας free rider δύο σημαντικών παγκόσμιων αγαθών που παρέχονται από τις ΗΠΑ και που τη βοήθησαν να αναδειχθεί σε αυτό που αποκαλείται «γεω-οικονομική» δύναμη.[1] Το πρώτο είναι η άμυνα. Η ασπίδα των ΗΠΑ επέτρεψε στη Γερμανία να μειώσει τις αμυντικές δαπάνες της σε επίπεδα τόσο χαμηλά όσο το 1,2% του ΑΕΠ ( 2014). Και επίσης, οι ΗΠΑ ενήργησαν ως καταναλωτής έσχατης ανάγκης, επιτρέποντας έτσι τη Γερμανία ιδίως να αποκτήσει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα.
Και οι δύο αυτές «βοήθειες» είναι τώρα υπό σοβαρή απειλή από τον Trump. Η νέα αμερικανική διοίκηση έχει διαμηνύσει ρητώς ότι οι εταίροι του ΝΑΤΟ πρέπει να αυξήσουν τις δαπάνες τους, ενώ και στο θέμα της εμπορικής πολιτικής της Γερμανίας οι ΗΠΑ έχουν στείλει τα αιχμηρά τους μηνύματα.
Για την ώρα οι αψιμαχίες είναι λεκτικές πάντως.
Σε κάθε περίπτωση οι προεκτάσεις της εκλογής Τράμπ, οδηγούν τη Γερμανία στην ευρωπαϊκή της αναδίπλωση. Δηλαδή, στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας στα θέματα ασφαλείας, αλλά και της ζήτησης στην οικονομία. Εξ αυτού προκύπτουν και τα εκ νέου εκφραζόμενα από την Καγκελάριο περί δύο ταχυτήτων στην Ένωση κλπ.
Η Κεντροαριστερά αθροίζεται, αλλά δεν πολλαπλασιάζεται, παρά την φθορά του ΣΥΡΙΖΑ
Εδώ και ένα μήνα περίπου ο προοδευτικός χώρος βρίσκεται σε διαδικασία ουσιαστικής -και όχι μόνο ρητορικής- ανασύνταξης. Η επιστροφή του Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ, η «Ώρα Αποφάσεων» και η κυοφορούμενη πολιτική σύμπλευση με το ΠΟΤΑΜΙ, είναι νέα δεδομένα. Όμως, τις εξελίξεις αυτές πρέπει να τις δούμε μέσα στο πρίσμα δύο ακόμα παραγόντων. Ο ένας είναι η διαφαινόμενη αυτοδυναμία της ΝΔ και ο άλλος το εύρος του χώρου.
Τον τελευταίο μήνα σε όλες τις δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας η ΝΔ φαίνεται να κατακτά ή να είναι κοντά στην κατάκτηση της αυτοδυναμίας.
Η τάση αυτή αποσυμπιέζει την πίεση προς τα κόμματα του Κέντρου. Το δίλημμα των επόμενων εκλογών όποτε και αν γίνουν, καλώς ή κακώς, θα είναι απολύτως διχαστικό: Ή μένει η Κυβέρνηση Τσίπρα ή φεύγει. Στο βαθμό λοιπόν, που τώρα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν θεωρητική κατάκτηση της αυτοδυναμίας από τη ΝΔ, οι ψηφοφόροι που θα την προτιμούσαν όχι ιδεολογικά, αλλά συγκυριακά προκειμένου να αποχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, επιστρέφουν στις παλιές επιλογές τους είτε αυτή είναι το ΠΑΣΟΚ είτε το ΠΟΤΑΜΙ, καθώς και τα δύο κόμματα και κυρίως το ΠΑΣΟΚ είναι δημοσκοπικά ελαφρώς ανεβασμένα. Σε καμία περίπτωση οι εισροές του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ δεν υπερβαίνουν εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ και ως εκ τούτου δεν μπορούμε ακόμα να μιλάμε για επαναπατρισμό ψηφοφόρων. Στην πρόσφατη δημοσκόπηση της RASS, αποτυπώνεται σαφώς ότι από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ 13,7% πορεύεται προς τη ΝΔ, έναντι μόνο 3% προς το ΠΑΣΟΚ.
Ο αντίλαλος του κ. Φίλη και η μονόπλευρη… περίφραξη του ΠΑΣΟΚ
Η πρόσφατη αποστροφή του πρώην υπουργού Παιδείας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ Νίκου Φίλη στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος χαρακτήρισε ως «πιο κοντινό σύμμαχο κι ας βρωμάει» το ΠΑΣΟΚ, πέρα από την απαράδεκτη αλλά αντιπροσωπευτική του πολιτικού ήθους του κόμματος του περί διαχωρισμών «καθαρών και βρώμικων» στην πολιτική, δεν ήταν ούτε πρωτοφανής ούτε αυθόρμητη.
Ο κ. Φίλης έπιασε το νήμα που ξεδιπλώνει την πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ από εκεί που το είχε αφήσει ο Πρωθυπουργός στο 2ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ τον Οκτώβριο 2016, λειτουργώντας έτσι ως «αντίλαλος» στον προβληματισμό που προκαλούν εδώ και καιρό στον ΣΥΡΙΖΑ η κυβερνητική φθορά και οι μεγάλες απώλειες που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις. Όπως είχαμε επισημάνει χαρακτηριστικά στο Δελτίο αρ. 32: Η αναφορά του κ. Τσίπρα από το βήμα του Συνεδρίου ότι : «Οφείλουμε με το πολιτικό και θεωρητικό οπλοστάσιο της Αριστεράς να επιδιώξουμε προσεγγίσεις και συγκλήσεις και με την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία αλλά και με τους Πράσινους…» και η μη συμμετοχή πασοκογενών στη νέα Κυβέρνηση και η υπερψήφιση της τροπολογίας Παππά, είναι τρία γεγονότα που από μόνα τους δεν συνιστούν συμμαχία, αλλά αποτελούν ενδείξεις προσέγγισης.
Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, το βάρος μέχρι σήμερα (όπως είχε επισημανθεί στο ίδιο Δελτίο 32) είχε δοθεί ολοκληρωτικά στην χάραξη διαχωριστικής γραμμής με την ΝΔ, ειδικά μετά την εκλογή του Κυριακού Μητσοτάκη στην ηγεσία της. Το ΠΑΣΟΚ, στην προσπάθεια του να επαναπροσδιοριστεί στον πολιτικό χάρτη και να απεμπολήσει κατά το δυνατόν, την ταύτιση με την ΝΔ που είχε προκαλέσει η ευρεία συμμετοχή της σημερινής ηγεσίας και πολλών κορυφαίων στελεχών του στην κυβέρνηση Σαμαρά, ακολούθησε την πολιτική της «αβύσσου» έναντι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το κόμμα όχι μόνο παρασύρθηκε έτσι σε μια σειρά από ταυτίσεις και συμπορεύσεις στο κοινοβούλιο με την συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αλλά άφησε και ημιτελή την …περίφραξη του εδάφους προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την άνευ ελάχιστης διαμαρτυρίας από πλευράς ΠΑΣΟΚ, ενσωμάτωσης του Αλ. Τσίπρα –έστω και ως παρατηρητή- στις συνεδριάσεις των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, όσο και στο εγχώριο επίπεδο, σε μια εν εξελίξει ευδιάκριτη ώσμωση, τα αποτελέσματα της οποίας θα φανούν ανάλογα με την έκβαση των διεργασιών και συζητήσεων στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς.
Ωστόσο, το πρόβλημα για τους υπάρχοντες σχηματισμούς της κεντροαριστεράς παραμένει οξύ. Οι δυνάμεις τους αθροίζονται, αλλά δεν πολλαπλασιάζονται. Το μόνο που αλλάζει είναι το κόμμα που έχει το μεγαλύτερο ποσοστό στο άθροισμα τα τελευταία 3 χρόνια, όπως φαίνεται στον Πίνακα.
Αυτό περίπου είναι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις του τελευταίου μήνα το ποσοστό του χώρου αν αθροιστεί. Είναι, άρα, σαφές ότι με τα υπάρχοντα σχήματα, όσο και να φυλλοροεί ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα ο χώρος θα ξεπεράσει κατά πολύ το ποσοστό των Ευρωεκλογών του 2014. Η μόνη υπαρκτή και κοινωνικά απαιτητή λύση είναι η υπέρβαση από όλους με τη δημιουργία ενός νέου σχήματος.
[1] “Germany as a geo-economic power,” Washington Quarterly, Summer 2011, pp. 34:3 pp. 31-45.
* Ο κ. Γιάννης Μαστρογεωργίου είναι Διευθυντής του Δικτύου. Ο κ. Γιώργος Παπούλιας είναι Πολιτικός Επιστήμονας, συνεργάτης του Δικτύου.