Πέρα από την προφανή εικόνα του πολιτικού σκηνικού, που αποτυπώνει τη συγκράτηση των δυνάμεων για την κυβέρνηση και τις ανακατατάξεις στον χώρο της αντιπολίτευσης - με το ΠΑΣΟΚ να περνά πλέον στη δεύτερη θέση και τον ΣΥΡΙΖΑ να κατρακυλάει στην τρίτη - οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων καταδεικνύουν και μια βαθιά αντίφαση, που φαίνεται ότι βιώνουν οι πολίτες και αντανακλά στις απαντήσεις, που δίνουν.
Τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας, στο σύνολο των δημοσκοπήσεων, κινούνται μεταξύ 36% και 38%, επί της ουσίας, πρόκειται σχεδόν για τα εκλογικά ποσοστά του Ιουνίου. Ταυτόχρονα, ωστόσο, «χτυπούν» και τα πρώτα «καμπανάκια» για την ικανοποίηση των πολιτών από το κυβερνητικό έργο και συγκεκριμένα για τον τρόπο αντιμετώπισης των μεγάλων προβλημάτων της καθημερινότητας. Σύμφωνα με την Opinion Poll, το 40,2% των ερωτηθέντων δηλώνει «καθόλου ικανοποιημένο» από την κυβέρνηση, το 29,8% «λίγο», το 23,2% «αρκετά» και μόλις το 5,1% «πολύ».
Στην ίδια έρευνα, η ακρίβεια αναδεικνύεται στο μείζον πρόβλημα, που απασχολεί τους πολίτες, με ποσοστό 61,1%. Στην αντίστοιχη έρευνα της GPO, σχεδόν 6 στους δέκα, ποσοστό 58,8% κρίνουν ότι τα μέτρα, που λαμβάνονται για την καταπολέμηση της ακρίβειας είναι προς τη λάθος κατεύθυνση. Κατά την Alco, ένα ποσοστό της τάξεως του 67% δηλώνει ότι ανησυχεί πολύ ή αρκετά για τον χειμώνα και τη θέρμανση, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία δηλώνει ότι δεν πιστεύει τις δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών ότι επέρχεται αποκλιμάκωση των τιμών το επόμενο διάστημα.
Πιο εμφατικό στοιχείο, που προκύπτει από όλες τις δημοσκοπήσεις, ότι περισσότεροι από 7 στους 10 πολίτες, απαντούν ότι έχουν περιορίσει τις αγορές αγαθών ή έχουν αλλάξει τρόπο ζωής, εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων.
Οι πολίτες αντιμετωπίζουν, από τη μία πλευρά, αυτή την κατάσταση, που προφανώς, σε ένα μεγάλο μέρος, δεν τους ικανοποιεί. Από την άλλη, οι ίδιοι πολίτες κρίνουν με ένα συντριπτικό ποσοστό ως αρνητική την παρουσία του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που βλέπει να κατακρημνίζονται τα ποσοστά του. Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ, περνά μεν στη δεύτερη θέση, καταγράφοντας κέρδη, αλλά και πάλι χωρίς να δείχνει έως τώρα τη δυναμική, που ενδεχομένως θα ανέμεναν στη Χαριλάου Τρικούπη, όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης δηλώνει ότι δε θέλει να περάσει το κόμμα του τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να βρεθεί απέναντι στη Νέα Δημοκρατία.
Το ερώτημα, που προκύπτει είναι γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μπορούν να καρπωθούν τη δυσαρέσκεια, μικρή ή μεγάλη, μερίδας πολιτών απέναντι στους κυβερνητικούς χειρισμούς. Η απάντηση για τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, που κινείται στη σκιά των αποχωρήσεων και των εσωκομματικών αναταράξεων, είναι προφανής.
Για το ΠΑΣΟΚ μάλλον πρέπει να αναζητηθεί. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται σαφές ότι αυτή την ώρα για την πλειοψηφία των πολιτών, η αντιπολίτευση δε μπορεί να αναδειχθεί σε εναλλακτική λύση απέναντι στην κυβέρνηση, δεν καταθέτει πειστική αντιπρόταση, δεν παρουσιάζει ένα πρόγραμμα που πείθει ότι μπορεί να διαχειριστεί με καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο τα προβλήματα ή ότι διαθέτει ένα συνολικό πρόγραμμα διακυβέρνησης.
Πολύ απλά, διαπιστώνεται έλλειψη κυβερνησιμότητας, που οδηγεί τους ψηφοφόρους να εμμένουν στην επιλογή, που έκαναν τον Ιούνιο και να δίνουν πίστωση χρόνου στην κυβέρνηση. Αυτό, άλλωστε, αντανακλά και στα ποσοστά που καταγράφονται στο χαρακτηριστικό ερώτημα «ποιον εμπιστεύεστε περισσότερο για πρωθυπουργό». Το 37% των ερωτηθέντων απαντά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το 30% «κανέναν», ενώ μόλις το 8% τον Στέφανο Κασσελάκη και το 7% τον Νίκο Ανδρουλάκη. Σε απόσταση αναπνοής, μάλιστα, βρίσκονται με 6% ο Δημήτρης Κουτσούμπας και ο Κυριάκος Βελόπουλος.
Αυτή η εικόνα της κοινής γνώμης αναγκάζει το κυβερνητικό επιτελείο να βάλει σε πρώτο πλάνο τα ζητήματα της καθημερινότητας, παρά το γεγονός ότι έως τώρα η Νέα Δημοκρατία βγαίνει σχεδόν αλώβητη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προωθεί τις παρεμβάσεις, που γίνονται για τη μείωση της τιμής των προϊόντων, ενώ επιχειρεί να στείλει και τη θετική όψη του κυβερνητικού έργου για μεταρρυθμίσεις, που διευκολύνουν τη ζωή των πολιτών, όπως η λειτουργία του gov.gr.
Ο πολιτικός χρόνος, που πάντα αναδεικνύεται εξαιρετικά πυκνός και απρόβλεπτος, είναι πολύς έως ότου οι πολίτες εκφραστούν στις κάλπες των ευρωεκλογών, τον Ιούνιο. Τότε, ουσιαστικά, θα μετρηθούν κέρδη και ζημίες για τις πολιτικές δυνάμεις, τόσο για την κυβέρνηση, όσο και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, κυρίως για όσα επιδιώκουν να βρεθούν στη διακυβέρνηση της χώρας. Το μη χείρον βέλτιστον, δεν αποτελεί, άλλωστε, μακροπρόθεσμη επιλογή για κανέναν.