Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ πριν 20 χρόνια, την 1η Μαΐου 2004 αποτέλεσε μια από τις λίγες αλλά σημαδιακές επιτυχίες του Ελληνισμού τις τελευταίες δεκαετίες. Μια επιτυχία που τηρουμένων των αναλογιών υπήρξε και το μεγάλο στρατηγικό ισοδύναμο απέναντι στα τετελεσμένα που έχει επιβάλει η Τουρκία από το 1974 με τη στρατιωτική εισβολή και συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου. Που πλέον αποτελεί κατοχή τμήματος ευρωπαϊκού εδάφους.
Η πορεία για την ένταξη της Κύπρου δεν ήταν ευθύγραμμη ούτε χωρίς κινδύνους. Ξεκίνησε ως εγχείρημα από τον οραματιστή Γιάννο Κρανιδιώτη, τον Θ. Πάγκαλο και τους ανθρώπους, διπλωμάτες και πολιτικούς που στοιχήθηκαν γύρω τους, με ηγεσίες στην Αθήνα που θέλησαν να «συγχρονίσουν» την ένταξη της Κύπρου με την ανταμοιβή της Τουρκίας και με το πολιτικό προσωπικό της Κύπρου που έστω και με αμηχανία ακολούθησε και εργάσθηκε για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Η προοπτική ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ αντιμετωπίσθηκε από τον διεθνή παράγοντα ως μια διαδικασία η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κίνητρο για την επίλυση του Κυπριακού και ως το αντάλλαγμα για την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Ουδείς βεβαίως μπορεί να παραβλέψει ότι η Τουρκία από την πρώτη στιγμή εναντιώθηκε σε αυτή τη διαδικασία. Οι απειλές ότι θα υπάρξει «αντίδραση άνευ ορίων» στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ με άλυτο το πολιτικό πρόβλημα επαναλαμβάνονταν μέχρι την τελευταία στιγμή. Απλώς η Τουρκία έβλεπε από ένα σημείο και μετά την πορεία ένταξης της Κύπρου ως μέσο για την ένταξη και ενός κατά το ήμισυ τουρκικού κράτους στο οποίο η ίδια θα είχε επιρροή, στην ΕΕ.
Η στρατηγική που διαμορφώθηκε στην Αθήνα προέβλεπε μια βήμα προς βήμα πορεία, δύσκολη καθώς έκτος των τουρκικών αντιδράσεων θα έπρεπε να ξεπερασθεί και η αρνητική στάση σημαντικών εταίρων οι οποίοι έδιναν προβάδισμα στην προνομιακή σχέση με την Τουρκία. Και κυρίως δεν ήθελαν να εισάγουν στην ΕΕ ένα μακροχρόνιο διεθνές πρόβλημα όπως το Κυπριακό.
Όμως, η κυβέρνηση Σημίτη ακολούθησε τη στρατηγική που είχαν χαράξει ο Γ. Κρανιδιώτης και ο Θ. Πάγκαλος και έτσι συνδέθηκε η ένταξη της Κύπρου με τις άλλες εννέα υποψήφιες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, που η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση τους αποτελούσε στρατηγικό διακύβευμα για την Ευρώπη αλλά και για τις ΗΠΑ.
Έτσι πλέον η πορεία της Κύπρου, μετά και την υπογραφή στη Στοά Αττάλου την 16η Απριλίου 2003 της Συνθήκης Προσχώρησης των δέκα νέων μελών ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία και των άλλων υποψηφίων χωρών δίνοντας έτσι ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στα χέρια της Αθήνας και της Λευκωσίας.
Η υποψηφιότητα της Κύπρου συνδέθηκε αρχικά και με την επιδίωξη μιας συνολικής αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι το 1999 το οποίο προέβλεπε ένα χρονοδιάγραμμα για την επίλυση των «συνοριακών» διαφορών διαφορετικά επανεξέτασης της προοπτικής παραπομπής τους στη Χάγη.
Σύμμαχοι και εταίροι παραβλέποντας τις πραγματικές επιδιώξεις της Τουρκίας θεώρησαν ότι η ευρωπαϊκή προοπτική για την Τουρκία θα ήταν το αναγκαίο αντάλλαγμα προκειμένου να πεισθεί να συναινέσει με την Ελλάδα για την παραπομπή στη Χάγη των προβλημάτων στις διμερείς σχέσεις. Προσφέροντας της μάλιστα την αναφορά σε «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές» που παρέπεμπαν ουσιαστικά στην τουρκική θέση για «πακέτο διαφορών» που αφορούσε ακόμη και την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο (ήταν μόλις πρόσφατη η ανακίνηση της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» το 1996) και όχι απλώς για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Το άλλο εμπόδιο ήταν φυσικά το Κυπριακό. Είχε ξεκινήσει με εντατικό και πιεστικό ρυθμό η πρωτοβουλία που διαμόρφωσε το Σχέδιο Ανάν, με τη φιλοδοξία πριν φθάσει η στιγμή ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ να έχει επιτευχθεί η επίλυση του Κυπριακού και συγχρόνως να έχει δρομολογηθεί η παραπομπή των «εκκρεμών συνοριακών διαφορών» Ελλάδας - Τουρκίας στη Χάγη.
Η μεγάλη κατάκτηση από τη διαδικασία του Σχεδίου Ανάν ήταν η πρόβλεψη της έγκρισης της Συμφωνίας μέσω δημοψηφίσματος, ώστε να υπάρχει δημοκρατική νομιμοποίηση μια νέας κατάστασης πραγμάτων που θα επικρατούσε σε μια χώρα που θα γινόταν μέλος της ΕΕ.
Δεν αποτέλεσε έκπληξη βεβαίως ότι η πρώτη εκδοχή του Σχεδίου Ανάν επιχειρούσε να παγιδεύσει την πορεία της Κύπρου προς την ΕΕ.
Διότι στο πολυσέλιδο κείμενο του Σχεδίου Ανάν περιλαμβανόταν και το ερώτημα του δημοψηφίσματος, το οποίο χωρίς περιστροφές συνέδεε την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν με την αποδοχή της ένταξης της χώρας στην ΕΕ. Έτσι ώστε εάν οι Κύπριοι πολίτες ψήφιζαν εναντίον του Σχεδίου Ανάν να απορρίπτουν συγχρόνως την ένταξη της χώρας στην ΕΕ.
Ήταν και αυτό μέρος του Σχεδίου ώστε να αποσπασθεί εκβιαστικά από τον κυπριακό ελληνισμό η έγκριση του Σχεδίου Ανάν, και αυτό αποτελούσε δυστυχώς μέρος της συνεννόησης της τότε ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης με τους διαπραγματευτές της ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Η κυβερνητική αλλαγή στην Κύπρο και η ανάδειξη του Τ. Παπαδόπουλου στην Προεδρία ανέτρεψε τα δεδομένα ενώ και η ανάληψη καθηκόντων από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή στην Αθήνα δημιουργούσε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο.
Η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή αμήχανη αρχικά κράτησε «ουδέτερη» στάση επιμένοντας όμως όπως και η κυβέρνηση Σημίτη πριν ότι δεν θα δεχθεί να αλλάξει το πλάνο για έγκριση της ταυτόχρονης ένταξης των νέων δέκα μελών στην ΕΕ μεταξύ αυτών και της Κύπρου. Όμως σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση του Σχεδίου Ανάν, μάλλον κρατήθηκε μακριά αφήνοντας την «καυτή πατάτα» στη Λευκωσία.
Έτσι μετά τη διαπραγμάτευση και το παζάρι του Μπούργκενστοκ τον Μάρτιο του 2004 που οδήγησε στην επιδιαιτησία των Ηνωμένων Εθνών και τη διαμόρφωση ενός σχεδίου λύσης το οποίο δεν είχε την έγκριση της ελληνοκυπριακής πλευράς η πορεία ήταν προδιαγραμμένη.
Το Διάγγελμα του Τ. Παπαδόπουλου, με την ιστορική αναφορά «...παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο δεν θα παραδώσω κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα...» είχε εκφράσει τα συναισθήματα αλλά και το φρόνημα του κυπριακού ελληνισμού. Στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004, το οποίο προφανώς για λόγους εκβιασμού του Κυπριακού Ελληνισμού είχε ορισθεί μια εβδομάδα πριν από την ημέρα επίσημης προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ, οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν. Και η Κύπρος, με τη στήριξη της Αθήνας πέτυχε σε αντίθεση με τις επιδιώξεις του διεθνούς παράγοντα αλλά και της Τουρκίας να ενταχθεί στην ΕΕ έστω και με άλυτο το Κυπριακό πρόβλημα και πάντως χωρίς μια λύση, η οποία θα εξασφάλιζε κυρίως τα στρατηγικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις της Τουρκίας.
Η Κύπρος άντεξε όλα αυτά τα χρόνια, μια δύσκολη πορεία. Από την οποία προφανώς είναι ωφελημένη και ενισχυμένη. Ισότιμο μέλος της ΕΕ, με ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί έναντι της κατοχικής δύναμης, με το ευρωπαϊκό κεκτημένο υποχρεωτικό πλαίσιο για μια λύση του Κυπριακού. Και ήδη επιτυγχάνει να αξιοποιήσει και στο εσωτερικό της ΕΕ τη γεωστρατηγική θέση της και προς όφελος της ίδιας της ΕΕ.
Είκοσι χρόνια μετά ίσως πρέπει να αναστοχαστούμε το μέγεθος εκείνης της εθνικής επιτυχίας. Που ήρθε μετά από έμπνευση, όραμα και σκληρή δουλειά σε όλα τα μέτωπα και με μια στρατηγική η οποία δεν μπόρεσε να ανατραπεί και από όσους στη διάρκεια της πορείας αυτής κουράστηκαν ή κιότεψαν μπροστά στον φόβο των αντιδράσεων της Τουρκίας και των Συμμάχων.