Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρότεινε να ανοίξουν ή να κλείσουν τα σχολεία. Είπε μόνο «όχι έτσι» όπως έχει κάνει μέχρι σήμερα βάζοντας… πλάτη στην αντιμετώπιση της πανδημίας καταγγέλλοντας, κατηγορώντας αλλά και υβρίζοντας, περνώντας από την κατακριτέα φράση του Παναγιώτη Κουρουμπλή, που είδε την έξοδο, στα περί «εγκλήματος κατά της κοινωνίας» και στις «εγκληματικές ενέργειες». Μοναδικός γνώμονας η πρόκληση αγανάκτησης και η δημιουργία συνθηκών 2014, δηλαδή της δημιουργίας συνθηκών μιας «αρνητικής ψήφου».
Σε κάθε φάση και κύματος της πανδημίας ο ΣΥΡΙΖΑ ολοένα και περισσότερο επιβεβαιώνει πως έχει επενδύσει όλα τα λεφτά στις επιπτώσεις και φυσικά στις αντιδράσεις που προκαλούν όλα τα μέτρα που λαμβάνονται και όλες οι αποφάσεις σε διάφορες κατηγορίες πολιτών, ηλικιακές και εργασιακές. Δείχνει να επιδιώκει ένα κακοφτιαγμένο σίκουελ της… ταινίας που γύρισε μέχρι το 2014 και τον οδήγησε στην εξουσία.
Αδυνατώντας να ασκήσει μια προγραμματική αντιπολίτευση, παραγνωρίζει το ρόλο που του ανέθεσαν οι πολίτες στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 και προβαίνει σε μια σειρά παρεμβάσεων, κινηματικής λογικής. Δεν είναι τυχαίο ούτε οφείλεται σε εγγενής και μόνο αδυναμίας ενός συστήματος που βρέθηκε ξαφνικά στην εξουσία και επιδιώκει την με πάση θυσία επιστροφή του σε αυτή. Επενδύοντας μέχρι και στους νεκρούς μιας πανδημικής, άρα παγκόσμιας, κρίσης και στις επιπτώσεις της στον κοινωνικό ιστό, είτε αφορά την οικονομία και κατ επέκταση την τσέπη των πολιτών είτε την κοινωνική συνοχή.
Η περίπτωση με τα σχολεία ενδεικτική, όχι και η μοναδική. Μιλώντας για «έγκλημα κατά της κοινωνίας» αναφορικά με το άνοιγμα στόχο έχει τους γονείς των παιδιών με την ελπίδα τα κρούσματα να οδηγήσουν σε ένα νέο κλείσιμο των σχολείων που επίσης θα καταγγελθεί ως αχρείαστο.
Τι πρεσβεύει στην παρούσα φάση ο ΣΥΡΙΖΑ; Προσλήψεις εκπαιδευτικών, μείωση των παιδιών στην τάξη έως και λειτουργία των σχολείων σε βάρδιες, πρωί – απόγευμα. Υιοθετεί τα αιτήματα των συνδικαλιστών εκπροσώπων τους με τον ίδιο τρόπο που υιοθετούσε και όσα έλεγαν για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, την τηλεκπαίδευση.
Το ίδιο πράττει και με την οικονομία. Ζητά αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, στη ΔΕΘ του 2014 υποσχόταν αύξηση στα 750 ευρώ, δεσμεύεται για διαγραφή μέρους των χρεών που δημιουργήθηκαν την περίοδο της πανδημίας, το 2014 τόνιζε πως ο πρώτος νόμος θα αφορούσε το σχίσιμο των μνημονίων και τη διαγραφή χρεών συνεπικουρούμενης από μια σεισάχθεια που θα επέτρεπε στους δανειολήπτες να κρατήσουν τα σπίτια τους και να μην αποπληρώσουν τα δάνειά του.
Ταυτόχρονα δεσμεύεται για προσλήψεις παντού, κυρίως στο ΕΣΥ, στην εκπαίδευση και όπου αλλού είναι εφικτό στο δημόσιο κλείνοντας το μάτι στους άνεργους και όλους όσοι θεωρούν πως δύναται να αποκτηθεί μια μόνιμη και σίγουρη επαγγελματική στέγη.
Και εκεί σταματά η δυνατότητα αντιπολίτευσης. Ακόμη και στην ακρίβεια θέτει θέμα αύξησης μισθών για την αντιμετώπισης της λοξοκοιτώντας προς τον Ερντογάν που αυξάνει τους μισθούς στο δημόσιο πάνω από το 50% αλλά με τον πληθωρισμό να βρίσκεται σε ύψη τέτοια που να απορροφά τις όποιες αυξήσεις σε διάστημα μιας εβδομάδας.
Βασικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από αυτό το αντιπολιτευτικό παιχνίδι δεν είναι καν αυτό που ο Αλέξη Τσίπρας έχει δηλώσει, δηλαδή να επιτευχθεί μια εκλογική νίκη έστω με μια ψήφο διαφορά. Αυτό είναι ανέφικτο και το γνωρίζουν στην Κουμουνδούρου όλα τα στελέχη. Στόχος είναι η αρνητική ψήφος ακόμη και αν αυτή δεν οδηγηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Να φτάσουν οι πολίτες στην κάλπη και να καταψηφίσουν τη Ν.Δ. ή να μην πάνε καν στην κάλπη ώς αντίδραση όπως συνέβη το 2012 και δύο φορές το 2015.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα μπορεί να ανεβάσει τα ποσοστά του σε όρια πάνω από αυτά που καταγράφουν μεσοσταθμικά οι δημοσκοπήσεις. Η παρουσία του Νίκου Ανδρουλάκη θα συμβάλει, εφόσον η δυναμική που καταγράφεται συνεχιστεί, στο να παραμείνουν τα ποσοστά μειωμένα. Ως εκ τούτου στόχος είναι να μειωθούν τα ποσοστά της Ν.Δ. και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Να φτάσει η σημερινή κυβερνώσα παράταξη σε μια εκλογική μάχη με απλή αναλογική που θα οδηγήσει σε μειωμένα ποσοστά ώστε στις επαναληπτικές που θα πραγματοποιηθούν να αδυνατεί να φτάσει και να υπερβεί τα όρια της αυτοδυναμίας.
Η μονοθεματικότητα της αντιπολίτευσης που ασκείται κατατείνει σε αυτό το συμπέρασμα. Άλλωστε δύσκολα θα μπορούσε πέραν διαφόρων υποσχέσεων που όμως πλέον δεν έχουν αντίκρισμα να πείσει τους πολίτες να επαναλάβουν το λάθος του 2015. Μένοντας όμως στο προσκήνιο με την πανδημία περνούν σε δεύτερη μοίρα παρεμβάσεις που γίνονται από τη σημερινή κυβέρνηση και οδηγούνται στη λήθη μεταρρυθμίσεις και ρυθμίσεις που συνδέονται με τη στήριξη κοινωνικών ομάδων, κυρίως με τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.