Εδώ και καιρό, ο ηγέτης της ΝΔ υφίσταται συντονισμένες, ουδόλως συγκαλυπτόμενες ή υπαινικτικές, έντονες και διαρκώς εντεινόμενες επιθέσεις από τους δύο προκατόχους του. Και όχι απλώς «σηκώνει το γάντι», αλλά οργανώνει και ολόπλευρη αντεπίθεση, η οποία μάλιστα γενικεύεται, στρεφόμενη εναντίον ολόκληρου του πολιτικού χώρου του τοποθετούμενου δεξιότερα του κόμματός του (ή, μάλλον, τους στίγματος που θέλει ο ίδιος να του δώσει). Η αλληλουχία των γεγονότων κραυγάζει:
Από την πρώτη στιγμή της δεύτερης κυβερνητικής θητείας του, ο Μητσοτάκης - πιθανότατα ωθούμενος από την ανυπαρξία ισχυρής αντιπολίτευσης εκ μέρους των δύο άλλων συστημικών και με κυβερνητική θητεία κομμάτων της χώρας, ενδεχομένως δε θεωρώντας πως είναι πολιτικά πανίσχυρος, αφού δύο φορές εκτίναξε τη ΝΔ από το 20κάτι στη στρατόσφαιρα του 40%, συνακόλουθα, δε, ικανός πλέον να «συνομιλεί με την Ιστορία» - κατέστησε σαφή την πρόθεσή του να δρομολογήσει την ίδια εξωτερική πολιτική που ακολούθησε το 1930 ο μεγάλος θείος του Ελευθέριος Βενιζέλος: Μια πολιτική, αποσκοπούσα σε συνολική επίλυση του ελληνοτουρκικού επίδικου.
(Κατά την άποψή μου, μάλιστα, η επιθυμία του να αντικαταστήσει τον Δένδια στην ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών από προσωπικότητα συμβατή με τον συγκεκριμένο προσανατολισμό της ελληνικής διπλωματίας είναι αυτή που τον οδήγησε στη μετακίνηση, μετά τις εκλογές του 2023, όλων πλην Μενδώνη των κυβερνητικών του στελεχών, επιλογή ακραία που προκάλεσε για ένα διάστημα σχετικό ξεχαρβάλωμα του κρατικού μηχανισμού).
Και βέβαια, επειδή η πρόθεση αυτή έγινε διαυγής, ήρθε η δήλωση Σαμαρά «με πειρατές δεν διαπραγματεύεσαι». Για να υπάρξει η - καθυστερημένη - ανταπάντηση εκ μέρους του Μητσοτάκη, δια στόματος Γεραπετρίτη «προτιμώ να με πουν προδότη, αρκεί να υπηρετήσω το εθνικό συμφέρον». Σημειωτέον πως οι πάντες προεξοφλούν ότι, όπως αναμένεται από την Τουρκία υπαναχώρηση σε σχέση με την αρχική διαπραγματευτική της αξίωση για υπερδιεύρυνση των προς συζήτηση θεμάτων, έτσι αναμένονται από τη χώρα μας «εκπτώσεις» στην αφετηριακή γραμμή της - περί μη συζήτησης οιουδήποτε θέματος πλην εκείνου των θαλασσίων ζωνών - εκτίμηση που τροφοδοτεί τους φόβους των «υπερπατριωτών».
Σε αυτή τη μη αποκρυπτόμενη ενδονεοδημοκρατική σύγκρουση για τον προσανατολισμό της εθνικής εξωτερικής πολιτικής προστέθηκε εκείνη για τους γάμους - και το δικαίωμα υιοθεσίας - των ομοφύλων, αλλά και η τοποθέτηση από την κυβέρνηση στον χώρο της ακροδεξιάς της Λατινοπούλου (πολλοί έως τότε την έβλεπαν ως εν δυνάμει κυβερνητικό σύμμαχο μελλοντικά του Μητσοτάκη), ακριβώς μόλις αυτή ζήτησε να γίνει ΠτΔ ένας εκ των Καραμανλή και Σαμαρά.
«Προεδρικές υποψηφιότητες» που έχουν και ισχυρή υποστήριξη στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, αναδεικνύουν δε - πέραν του θεσμικού ατοπήματος: ένας κατεξοχήν υπερκομματικός θεσμός, όπως είναι η προεδρία της Δημοκρατίας, να καλύπτεται με απόφαση μόνο του κυβερνώντος κόμματος - σε πόσα προβλήματα, ακόμη και εσωκομματικά, οδήγησε η κατ’ αυτόν τον άφρονα τρόπο αναθεώρηση του Συντάγματος. (Παρενθετικά: Από το 2008, εκτός πάσης επικαιρότητας, έγραφα για την ανάγκη αποσύνδεσης της πρόωρης διάλυσης του κοινοβουλίου από την προεδρική εκλογή, με άλλον τρόπο όμως και όχι με μετάθεση του αποφασιστικού δικαιώματος σε μόνη την κυβερνητική πλειοψηφία.)
Αν στα δεδομένα αυτά προσθέσουμε τη μετακίνηση των περισσότερων δυτικών κοινωνιών προς τα δεξιά… Όπως και τη δυσφορία της ελληνικής κοινωνίας και για άλλα θέματα, που κυρίως αναδεικνύει η σκληρή δεξιά ατζέντα: μεταναστευτικό, ασφάλεια και εγκληματικότητα, δημογραφικό και αποδυνάμωση της παραδοσιακής οικογένειας, νεανική παραβατικότητα, παραχωρήσεις στην κουλτούρα της επιτρεπτικότητας και της πολυπολιτισμικότητας, ανοχή στους ρομά κοκ… Καθώς και το ότι ο Μητσοτάκης - ακόμη και αν αποφασίσει να αποκλίνει από τη μεταπολιτευτική «συνθήκη του πολιτεύματος» για προέλευση του ΠτΔ από τον πέραν της κυβερνώσης παράταξης χώρο- είναι μάλλον απίθανο να επιλέξει για την προεδρία κάποιον εκ των προηγούμενων ηγετών του κόμματός του: και αν το σκεφτόταν, ίσως τους «έκαψε» η πρόταση της Λατινοπούλου… Τότε…
Η σύγκρουση της μητσοτακικής ΝΔ με την εθνικιστικά αδιάλλακτη και ιδεολογικά σκληροπυρηνική δεξιά γίνεται περισσότερο από πιθανή. Ίσως, δε, και επικείμενη. Κάτι που δεν θέτει σε κίνδυνο στο ορατό μέλλον μόνο την κυβερνητική σταθερότητα, αλλά και την ευρύτερη πολιτική σταθερότητα της χώρας, εφόσον τα δύο διαθέτοντα κυβερνητική κουλτούρα και εμπειρία κόμματα της κεντροαριστεράς δεν φαίνεται να έχουν, στην παρούσα συγκυρία, κυβερνητική προοπτική. Ενώ οι περισσότερες από τις δυνατές διακομματικές συγκλίσεις, προκειμένου να φτάσουμε σε συμμαχική κυβέρνηση, έχουν ήδη τορπιλιστεί.
Αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, δεν αποκλείεται να ξαναφέρουν στην επικαιρότητα την πρόταση που είχα κάνει στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, με το ξεκίνημα της κρίσης: Η χώρα να συζητήσει το ενδεχόμενο υιοθέτησης προεδρικού πολιτεύματος, πιο σωστά προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης, με ανάδειξη - σε αυτό το ενδεχόμενο - του κοινοβουλίου με πλήρως αναλογικό σύστημα, ώστε ο κυβερνών πρόεδρος να μη βρίσκει απέναντί του μετωπικά αντίθετη συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία…
Σε κάθε περίπτωση δεν έρχονται εύκολες ημέρες για το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, ειδικά αν συνεκτιμηθεί και το «καταιγιδώδες» (έκφραση που χρησιμοποιούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος) διεθνές περιβάλλον.