Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Τελικά έχουμε κυβέρνηση συνασπισμού ή όχι; Η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να προχωρήσει μονομερώς στην αλλαγή του τρόπου μισθοδοσίας των κληρικών σε συνδυασμό με την εκκωφαντική σιωπή του Πάνου Καμμένου προκαλεί πολλά ερωτηματικά για τις σχέσεις των δύο εταίρων.
Κανείς δεν γνωρίζει μέχρι σήμερα εάν η επιλογή του πρωθυπουργού να κινηθεί κόντρα στην Ιεραρχία ήρθε μετά από συμφωνία με τον υπουργό Άμυνας ή είναι μία ακόμα απόδειξη ότι ...κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι λίγοι άλλωστε εκείνοι που εκτιμούν ότι ο κ.Τσίπρας έχει αντιληφθεί ότι ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ δεν ελέγχει πλήρως ολόκληρη την κοινοβουλευτική του ομάδα, όπως έχει αποδειχθεί και με τους πρόσφατους χειρισμούς με την συμφωνία των Πρεσπών, γιαυτό και προχωρά χωρίς να απαιτεί την συναίνεση του κυβερνητικού του εταίρου.
Πώς μπορεί άλλωστε κάποιος να δικαιολογήσει την επιμονή του κ.Τσίπρα να ανοίγει συνεχώς ζητήματα που αναμφίβολα φέρνουν τουλάχιστον σε αμηχανία τον κ.Καμμένο, προσφέροντάς του ελάχιστο χώρο για πολιτικούς ελιγμούς;
Η αρχή έγινε με τους χειρισμούς για το ονοματολογικό της ΠΓΔΜ και η συνέχεια δόθηκε με το ζήτημα της παρολίγο συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και εκκλησίας. Δύο καυτά ζητήματα που μπορεί να αποτελούν «απαγορευμένη ζώνη» για το ακροατήριο του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, όμως για το κυβερνών κόμμα αυτό δεν σημαίνει τίποτα, αφού φαίνεται πως αποτελούν τα πεδία διά μέσω των οποίων ο πρωθυπουργός επιθυμεί να αποδείξει το «προοδευτικό» πρόσημο της διακυβερνησής του.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόλυτη απουσία του Πάνου Καμμένου και του κόμματός του από το δημόσιο διάλογο, μετά την ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας, με την οποία απορρίφθηκε η αλλαγή στον τρόπο μισθοδοσίας των κληρικών, τορπιλίζοντας ουσιαστικά την συμφωνία Τσίπρα Ιερώνυμου. Καμία επίσημη ανακοίνωση από τους ΑΝΕΛ, καμία έστω ανεπίσημη διαρροή μετά την κίνηση των Ιεραρχών.
Αντιθέτως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είχαν τοποθετήσει με ξεκάθαρο τρόπο, την επομένη των κοινών δηλώσεων του πρωθυπουργού με τον προκαθήμενο της ελλαδικής εκκλησίας, επισημαίνοντας μάλιστα και το ρόλο που έπαιξε σε αυτή ο κ.Καμμένος.
«Πάμε μαζί. Πάμε ενωμένοι και ισχυροί. Πολιτεία και Εκκλησία. Ελλάδα και Ορθοδοξία. Ο Πάνος Καμμένος το εγγυήθηκε, το εξασφάλισε και τα «τσεκούρια» του διχασμού θάφτηκαν βαθιά» τόνισε ο εκπρόσωπος των ΑΝΕΛ, σε σχεδόν πανηγυρικούς τόνους για την επίτευξης μίας συμφωνίας που τελικά δεν έγινε ποτέ.
Είναι προφανές ότι ο Πάνος Καμμένος, εξαιρετικά έμπειρος στην πολιτική σκηνή, αντιλαμβάνεται ότι το θέμα που προέκυψε από το «πουθενά» με την εκκλησία και ειδικά η επιμονή του κ.Τσίπρα να προχωρήσει στις αλλαγές του τρόπου πληρωμής των κληρικών δημιουργεί συνθήκες ασφυκτικής πολιτικής πίεσης για τον ίδιο και το κόμμα του.
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που εισπράττει από τον ΣΥΡΙΖΑ τέτοιου είδους πολιτική συμπεριφορά, αφού όλοι ξέρουμε το τί έχει προηγηθεί αναφορικά με το ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών.
Απόδειξη της αμηχανίας που επικρατεί στο στρατόπεδο των ΑΝΕΛ αποτελεί η πληροφορία που διέρρευσε, ελάχιστες ώρες μετά την απόφαση της Ιεραρχίας, που φρέναρε τα όσα συμφώνησαν Τσίπρας Ιερώνυμος, σύμφωνα με την οποία πηγή του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου αποδεχόταν, όπως αναφερόταν, τα όσα είχαν αποφασιστεί από την πλευρά της εκκλησίας. Πέραν αυτού ουδέν μέχρι σήμερα...
Σε κάθε περίπτωση είναι γνωστό ότι ο Πάνος Καμμένος διατηρεί εξαιρετικά καλές σχέσεις με την εκκλησία.
Άλλωστε δεν έχει περάσει πολύς καιρός από όταν ο υπουργός Άμυνας είχε αποκαλύψει στον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΙ στις 13 Νοεμβρίου 2016 ότι θα «έριχνε» την κυβέρνηση για το ζήτημα που είχε προκύψει εκείνες τις μέρες με τα θρησκευτικά και τον Νίκο Φίλη.
«Για τους Ανεξάρτητους Έλληνες κάποια πράγματα είναι ιερά και όσια, ένα από αυτά είναι ο σεβασμός στην ορθόδοξη εκκλησία» είχε πει τότε ο κ. Καμμένος, αποδεικνύοντας το πόσο κοντά είναι στην εκκλησία.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αργά ή γρήγορα λοιπόν ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ θα πρέπει να πάρει θέση για τα όσα συμβαίνουν, παρότι είναι εμφανές ότι αναζητά ένα σημείο ισορροπίας, μεταξύ της επιθυμίας του για παραμονή στην εξουσία και της ικανοποίησης του εκλογικού του ακροατηρίου.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται τελικά είναι από την μία αν θα προτιμήσει να τεντώσει και άλλο το ήδη τεντωμένο σχοινί της κυβερνητικής συνεργασίας, γνωρίζοντας όμως εκ των προτέρων ότι η διαπραγματευτική του ισχύ βαίνει συνεχώς μειούμενη.