Όχι μόνο δεν είναι κακό, αλλά είναι απαραίτητο να συζητούνται εις βάθος σχέδια νόμου που επηρεάζουν κρίσιμα δικαιώματα, όπως είναι τα εργατικά, και αγγίζουν, με αυτόν τον τρόπο, την ατομική και την κοινωνική ζωή.
Ουδείς ψόγος, συνεπώς, για την έντονη πολιτική και επιστημονική συζήτηση των ημερών.
Ακόμα και η ύπαρξη εκ προοιμίου αντικρουόμενων απόψεων είναι θεμιτή, αφού δεν «βλέπουν» με τον ίδιο τρόπο τα εργατικά δικαιώματα κόμματα με διαφορετικές κοσμοθεωρήσεις, ούτε φυσικά, οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες (και οι εκατέρωθεν συλλογικές οργανώσεις τους).
Η κριτική, ωστόσο, οφείλει να στηρίζεται σε γεγονότα και όχι σε κατασκευές, να έχει ως σημείο αναφοράς την πραγματικότητα κι όχι μια ουτοπία ή μια ανέφικτη προσμονή, να λαμβάνει υπόψη της συγκριτικά στοιχεία (ιδίως για τα κοινωνικά δικαιώματα είναι απαραίτητο να εξετάζεται, με κριτικό ασφαλώς μάτι, τι γίνεται σε συγκρίσιμες χώρες και συστήματα), να μην υποτιμά τη δυναμική αλλαγών κι εκσυγχρονισμού του νομοθετικού πλαισίου.
Με βάση τα παραπάνω, θα διατύπωνα μια γενική παρατήρηση και μια σειρά από ειδικότερες επισημάνσεις σε σχέση με την κριτική που ασκείται στο υπό συζήτηση εργασιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης.
Η γενική παρατήρηση είναι ότι χωρίς το νομοσχέδιο να είναι υπεράνω άστοχων ή προβληματικών διατάξεων, το να λέγεται ότι συνιστά «οπισθοδρόμηση» ή ακόμα περισσότερο, ότι οδηγεί σε «εργασιακό μεσαίωνα», είναι όχι μόνο υπερβολικό, όχι μόνο αδικαιολόγητο, αλλά και εξυπηρετεί κομματικές, με την ευρύτερη έννοια, σκοπιμότητες: Υπάρχουν πολιτικοί και κόμματα, που στην Ελλάδα θα τους κατέτασσα στην κατηγορία της «άκαμπτης», άρα μη προοδευτικής, «Αριστεράς» και ακόμα περισσότερο, συνδικαλιστές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, για τους οποίους τα εργασιακά θέματα αποτελούν, και πάντως οι ίδιοι θεωρούν ότι αποτελούν, «μαγαζί» τους.
Και, ως γνωστόν, τα μαγαζιά ενδιαφέρονται για την επιβίωση και για το κέρδος τους, όχι για το γενικό συμφέρον.
Ας πάμε τώρα στα ειδικότερα θέματα, με πρώτο αυτό που ξεσήκωσε τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, την προτεινόμενη αλλαγή στο ωράριο εργασίας.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δίδεται απλώς σε εργαζόμενους η «δυνατότητα» να «συμφωνήσουν» με τους εργοδότες τους για επέκταση του 8ώρου ημερήσιας εργασίας σε δεκάωρο, αλλά με διατήρηση του κανόνα των 8 ωρών εργασίας επί 5 μέρες τη βδομάδα σε επίπεδο εξαμήνου.
Οι λέξεις που μπήκαν σε εισαγωγικά φανερώνουν το πρόβλημα: Εργοδότες και εργαζόμενοι δεν βρίσκονται σε κατάσταση ισότητας όπλων και ισότιμης διαπραγμάτευσης κι έτσι η απάλειψη της προστασίας της «συμφωνίας» από συλλογική σύμβαση, που υπάρχει στον ως σήμερα ισχύοντα νόμο, αφαιρεί μια δικλίδα ασφαλείας από τους εργαζομένους και δημιουργεί, στο όνομα της «ευελιξίας», δυνάμει μεγαλύτερη ανισορροπία.
Από την άλλη, δεν είναι ασήμαντο ούτε ότι ανάλογες ρυθμίσεις υφίστανται σε διόλου «αντικοινωνικές χώρες», όπως η Γαλλία και το Βέλγιο, ούτε ότι η γενικότερη έννοια της «flexicurity» εφευρέθηκε από τους σκανδιναβούς σοσιαλδημοκράτες και όχι από ανάλγητους δεξιούς και οδήγησε σε πολλές περιπτώσεις στη βελτίωση της απασχόλησης χωρίς συρρίκνωση του επιπέδου προστασίας της.
Με βάση τον ίδιο προβληματισμό, θα θεωρούσα ως ένα βαθμό λογικές τις αιτιάσεις σχετικά με την επέκταση της εργασίας τις Κυριακές (κι ας ισχύει και σε άλλες μεσογειακές-τουριστικές χώρες, κι ας πληρώνεται παραπάνω), καθώς και την αύξηση του ορίου υπερωριών σε 150 ώρες το μήνα (κι ας καταγράφονται ηλεκτρονικά, κι ας πληρώνονται ξεχωριστά).
Εντελώς αναντίστοιχες με τις ανάγκες της εποχής και το νόημα ενός επωφελούς εργασιακού εκσυγχρονισμού βρίσκω, αντιθέτως, όσες αιτιάσεις περιστρέφονται γύρω από την εισαγωγή κανόνων «ψηφιοποίησης» που καθιστούν πιο έγκυρη τη συλλογική έκφραση (ηλεκτρονική ψηφοφορία, πλειοψηφία πραγματικά ενεργών μελών), καθώς και όσες αποτιμούν ως ασήμαντη την εγκαθίδρυση επιπλέον δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους.
Δικαίωμα «αποσύνδεσης», δηλαδή νόμιμης μη αποδοχής «ηλεκτρονικής εργασίας» εκτός ωραρίου, αύξηση κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο της «πατρικής άδειας» και της επιδοτούμενης άδειας και για τους δύο γονείς, προστασία εργαζομένων μέσω πλατφορμών, που, ευτυχώς ή δυστυχώς, αποτελούν μια πολύ διαδεδομένη σύγχρονη μορφή εργασίας.
Ειδικά η αντίσταση στην ενίσχυση της εγκυρότητας και της διαφάνειας μέσω χρήσεων της τεχνολογίας, υποκρύπτει αυτό που θα ονόμαζα «εργατοπατερισμό» και που αποτελεί μια μορφή αντίστροφης εκμετάλλευσης: Δεν είναι πλέον οι εργοδότες που εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους περιορίζοντας τα δικαιώματά τους, αλλά οι «επαγγελματίες εκπρόσωποι» των εργαζομένων, κινούμενοι από ελατήρια διατήρησης της δικής τους επιρροής και όχι βελτίωσης της θέσης της πλειοψηφίας όσων εκπροσωπούν.
Ποιος στ' αλήθεια λογικός και αφανάτιστος πολίτης δεν αντιλαμβάνεται ότι η ψηφιοποίηση μπορεί να βοηθήσει τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα στο πεδίο της εργασίας, όπως το κάνει εκεί όπου χρησιμοποιείται για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής;
Όποιος δυσπιστεί ας αναλογιστεί αν βοηθούν ή αν βλάπτουν τους εργαζομένους η αύξηση της συμμετοχής των μη «επαγγελματιών συνδικαλιστών» στις συλλογικές αποφάσεις, η καταγραφή των προτιμήσεων και των αποτελεσμάτων από ένα αδιάβλητο σύστημα και όχι μέσα από χαώδεις διαδικασίες, η ηλεκτρονική παρακολούθηση των ωραρίων, των υπερωριών και της αδήλωτης εργασίας.
Σημασία για την τελική κρίση και για τη συλλογική πρόοδο, δεν έχει τι ή ποιούς δηλώνεις ότι προστατεύεις (κανείς ποτέ δεν θα ζητούσε επίσημα λιγότερη προστασία για τους εργαζόμενους, ιδίως σε εποχή βαθιών αλλαγών και προβλημάτων στο χώρο της εργασίας), αλλά σε τι αποτέλεσμα οδηγούν οι προτάσεις και οι προσπάθειες σου: Βελτίωσης της απασχόλησης, των συνθηκών και των ευκαιριών απασχόλησης (ακριβώς λόγω των αλλαγών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν) ή διατήρησης ενός καθεστώτος προβληματικού για τους εργαζόμενους αλλά προσοδοφόρου για ορισμένους επαγγελματίες της πολιτικής.
Και σε αυτούς συγκαταλέγω και τους κυβερνώντες και τους συνδικαλιστές -εργατοπατέρες και μη.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής