Η πρόσκληση για τη συζήτηση που διοργανώνεται την ερχόμενη Τρίτη 13/2 στην Αθήνα θα μπορούσε να είναι μία ακόμα πρόσκληση από αυτές που αναγγέλλονται από τα ΜΜΕ και έρχονται μαζικά μέσω του διαδικτύου στα κινητά μας. Ωστόσο, τόσο ο τίτλος της συζήτησης - «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος; Μια πειστική πρόταση των προοδευτικών δυνάμεων» - όσο και τα ονόματα των τριών ομιλητών - Έφη Αχτσιόγλου, Δημήτρης Τεμπονέρας, Μανώλης Χριστοδουλάκης - προδιαθέτουν για κάτι διαφορετικό. Είναι φανερό ότι κάποιοι αποφάσισαν να πρωτοστατήσουν στη σύμπηξη ενός «προοδευτικού» μετώπου Νέα Αριστερά-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ ικανού να αμφισβητήσει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του.
Επανέρχεται δηλαδή στο προσκήνιο η πρόταση για δήθεν προοδευτική συνεργασία που είχε απευθύνει προεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας στο ΠΑΣΟΚ, την οποία ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε απορρίψει κατηγορηματικά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι πολίτες κατακρήμνισαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη - και μάλιστα τρεις συνεχόμενες φορές - ενώ αντίθετα ενίσχυσαν τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Τι είναι αυτό που έπεισε ορισμένους ότι κάτι που δεν έγινε προεκλογικά - και σωστά όπως αποδείχτηκε στις εκλογές - μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία μερικούς μήνες μετά; Σε ποια σημεία έχουν διαφοροποιηθεί οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη αυτής της πρότασης ώστε να παρουσιάζεται σήμερα επισήμως από κάποιους ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας;
Επί της ουσίας το μόνο που άλλαξε δεν είναι άλλο από τη συνεχή πτωτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο του ενιαίου όσο και των κομματιών που προέκυψαν από τη διάσπασή του. Η κληρονομιά του Αλέξη Τσίπρα διαμοιράστηκε ανάμεσα στην παλιά «Νέα Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ και την Πολακική του συνιστώσα, την οποία ανέλαβε να τιθασεύσει με τον τρόπο του ο Στέφανος Κασσελάκης.
Για την Έφη Αχτσιόγλου και την ομάδα της που βλέπουν τις δημοσκοπήσεις να εξανεμίζουν τις επαναστατικές τους προσδοκίες, η αναζήτηση μιας σανίδας σωτηρίας είναι ζήτημα πολιτικής επιβίωσης. Το ίδιο ισχύει και για τον Δημήτρη Τεμπονέρα ο οποίος κάνει πρόβα ηγεσίας για την επόμενη μέρα των ευρωεκλογών. Το ΠΑΣΟΚ, ως εκπρόσωπος της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να συγχρονίσει - ούτε πριν ούτε και μετά τις ευρωεκλογές - τα βήματά του με τα υπολείμματα μιας Αριστεράς που κανείς δεν θέλει να θυμάται.
Στον τίτλο της εκδήλωσης ξεχωρίζει η φράση «Μια πειστική πρόταση των προοδευτικών δυνάμεων». Αλήθεια, πόσο πειστική μπορεί να είναι μια προγραμματική πρόταση που θα διατυπωθεί από κοινού με πολιτικές δυνάμεις που έθεσαν, ως κυβέρνηση, σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας; Πόση αξία έχουν οι σημερινές διακηρύξεις περί δημοκρατίας και κράτους δικαίου αυτών που, αφού καταδικάστηκαν από τη δικαιοσύνη για έκνομες ενέργειες επί της διακυβέρνησής τους, συνεχίζουν ξεδιάντροπα να πολιτεύονται; Τι είδους αξιοπιστία μπορεί να έχουν αυτοί που «αγωνίζονται» για το δημόσιο Πανεπιστήμιο στηρίζοντας όσους το καταλαμβάνουν και το καταστρέφουν;
Το δημοκρατικό πολίτευμα έχει ανάγκη τόσο από μια σταθερή κυβέρνηση όσο και από μια ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση, ικανή να παρουσιάσει ένα ρεαλιστικό εναλλακτικό σχέδιο εξουσίας. Η εκπόνηση ενός κοινού σχεδίου δεν εξαρτάται από την εκλογική κατάταξη των κομμάτων αλλά από την προγραμματική τους σύμπτωση, στα κύρια ζητήματα που αφορούν στο μέλλον της χώρας. Τέτοιου είδους σύμπτωση δεν μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο της δημοκρατικής παράταξης όταν τα στελέχη που συμμετέχουν παραμένουν δέσμια των ιδεοληψιών και των αυταπατών του παρελθόντος. Αν τυχόν αναληφθεί τέτοια προσπάθεια και για όσο καιρό θα συνεχίζεται, η κυριαρχία του σημερινού πρωθυπουργού δεν θα μπορεί να αμφισβητηθεί στα σοβαρά από κανένα.
* Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου είναι εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr