Του Ευάγγελου Βενιζέλου
Τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στην πορεία των χρόνων και τη θέση που έχουν στην εξωτερική πολιτική της χώρας μας αναλύει ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος σε άρθρο του το οποίο δημοσιεύεται στην εφημερίδα Τα Νέα Σαββατοκύριακο»
«Η γεωγραφία, η Ιστορία και η συγκυρία είναι οι τρεις βασικοί παράγοντες που προσδιορίζουν την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας και άμυνας κάθε χώρας. Και οι τρεις συγκλίνουν στην ανάδειξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως κύριο ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Τα σαράντα τέσσερα χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα μέχρι σήμερα συνιστούν μια μακρά πλέον περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας αφενός μεν συγκροτήθηκε εκ των πραγμάτων μια ενιαία εθνική στρατηγική σε σχέση με την Τουρκία και τις μονομερείς αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις της, αφετέρου δε δοκιμάστηκαν τα όρια και η αποτελεσματικότητα της στρατηγικής αυτής.
Αυτόν λοιπόν τον σχεδόν μισό αιώνα έχει επικρατήσει μια αντίληψη για τη σχέση χρόνου και εξωτερικής πολιτικής που βασίζεται στην υπόθεση ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ μας. Πράγματι η Ελλάδα επανήλθε το 1980 στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, από το οποίο είχε αποχωρήσει λίγο μετά τη Μεταπολίτευση. Εντάχθηκε ήδη από το 1981 στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες και στη συνέχεια στη ζώνη του ευρώ. Πέτυχε το 2004 τον θεμελιώδη στόχο της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. Απέτρεψε ή έστω απέφυγε μια ελληνοτουρκική σύρραξη χωρίς να υποχωρήσει από τις διακηρυγμένες θέσεις της. Κατάφερε να καταστήσει τις μονομερείς τουρκικές αμφισβητήσεις που προβάλλονται κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου ένα από τα κρίσιμα κεφαλαία των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας στο μέτρο τουλάχιστον που η ευρωπαϊκή προοπτική παραμένει βασική επιλογή προσανατολισμού για την Τουρκία. Συμφώνησε με την Τουρκία σε μια σειρά από σημαντικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, όπως το μνημόνιο Παπούλια - Γιλμάζ. Συμμετέχει από το 2002 σε αλλεπάλληλους γύρους διερευνητικών επαφών για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των δυο χωρών. Είδε να καταρτίζεται η συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας για τις προσφυγικές ροές, δηλαδή για ένα ζήτημα μείζονος σημασίας για την Ελλάδα.
Από την άλλη βέβαια πλευρά πρέπει να σημειωθεί ότι το 1974 η Ελλάδα είχε πληθυσμό 9 εκατομμυρίων και η Τουρκία 38, ενώ το 2018 η Ελλάδα βρίσκεται στα 11 εκατομμύρια και η Τουρκία έχει ξεπεράσει τα 80. Η επιστροφή της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ άφησε ανοικτά μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα σε σχέση με τη δομή διοίκησης, τη δομή δυνάμεων και ιδίως τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή ασκήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ δεν εξάλειψε τις παράνομες τουρκικές αμφισβητήσεις ως προς τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα της, ούτε άλλαξε το τραγικό δεδομένο της συνεχιζόμενης κατοχής του βορείου τμήματος της νήσου και της παρουσίας κατοχικών στρατευμάτων. Γενικευμένη σύρραξη ή εκτεταμένο θερμό επεισόδιο δεν υπήρξε, οι εντάσεις όμως του 1976, του 1987 και του 1996 οδήγησαν σε μορατόριουμ που συνίσταται κατ/ αποτέλεσμα στην αποφυγή άσκησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, δικαιωμάτων που υπάρχουν, είναι ισχυρά και ενεργά και θεμελιώνονται στο διεθνές δίκαιο. Η στρατηγική του Ελσίνκι, δηλαδή η εύλογη επένδυση προσδοκιών στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας που διέρχεται μέσα από την εξομάλυνση των σχέσεών της με την Ελλάδα, σύμφωνα με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης που αφορούν κάθε υποψήφια προς ένταξη χώρα, βρίσκεται εδώ και καιρό αντιμέτωπη με την προφανή κάμψη του τουρκικού ενδιαφέροντος για μια σχέση με την ΕΕ με την μορφή της ένταξής της ως κράτους μέλους.
Τα κυριότερα σημεία είναι όμως τα εξής τρία: Πρώτον, όλη αυτή την περίοδο συνεχίζονται οι παραβάσεις των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας στο FIR Αθηνών, οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου κυρίως στο διάστημα μεταξύ 6 και 10 ναυτικών μιλίων, οι αμφισβητήσεις των ελληνικών αρμοδιοτήτων σε θέματα έρευνας και διάσωσης σε περιπτώσεις ναυτικών και αεροπορικών ατυχημάτων, οι παραβιάσεις των κανόνων περί αβλαβούς διέλευσης και πλου διέλευσης πολεμικών πλοίων, οι καταχρηστικές δεσμεύσεις περιοχών για ασκήσεις και οι παραβατικές εκδόσεις οδηγιών προς ναυτιλλομένους, οι υπερπτήσεις χωρίς άδεια πάνω από νησιώτικα τμήματα της ελληνικής επικράτειας, η διεξαγωγή ή η αδειοδότηση ερευνών που μπορεί εν δυνάμει να θίγουν την ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, οι προβολές των γνωστών τουρκικών ισχυρισμών για την αποστρατικοποίηση ορισμένων ελληνικών νησιών που έχουν εδώ και δεκαετίες αντικρουστεί με νομικά επιχειρήματα και κυρίως οι αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας ως προς μεγάλο αριθμό νησιών και βράχων που αποτελούν τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Μάλιστα, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας στην περίπτωση των Ιμίων, μετεξελίχθηκε το τελευταίο διάστημα σε προβολή ισχυρισμού περί δήθεν τουρκικής κυριαρχίας.
Δεύτερον, η καμπύλη της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία αλλά και η καμπύλη της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της Τουρκίας σε σχέση με άλλες πλευρές των συνόρων της έχει μεταβληθεί πολλές φορές αυτά τα σαράντα τέσσερα χρόνια. Τώρα όμως παρακολουθούμε ριζικές μεταβολές σε σχέση με προγενέστερες φάσεις της περιόδου Ερντογάν, που για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν μέχρι πρόσφατα μια δεκαπενταετία χωρίς θερμό επεισόδιο και χωρίς μεγάλες εντάσεις. Η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 και τα μέτρα καταστολής που ελήφθησαν, η απόλυτη σύγκρουση με τον Γκιουλέν και τα δίκτυά του, οι εξελίξεις στη Συρία και στο κουρδικό ζήτημα, η συνεχής επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας παρά τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, η στάση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής της κεμαλικής αντιπολίτευσης που ασκεί εξ αποτελέσματος εθνικιστική πίεση στην κυβέρνηση, η υποχώρηση της ευρωπαϊκής προοπτικής ως βασικού πολιτικού αφηγήματος και η εντεινόμενη αμφισβήτηση της δυτικής ταυτότητας, η προσέγγιση με την Ρωσία και οι επαφές με το Ιράν λόγω Συρίας, η ανάληψη στρατιωτικών πρωτοβουλιών όπως αυτή στο Αφρίν, είναι παράμετροι αυτής της αλλαγής στην αντίληψη, τη ρητορεία και εν μέρει την πρακτική της τουρκικής πλευράς. Η συζήτηση που έχει ανοίξει πρωτίστως εσωτερικά στην Τουρκία, για τη Συνθήκη της Λωζάνης ως γενέθλια πράξη της Τουρκικής Δημοκρατίας μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν έχει ως βασικό αποδέκτη την Ελλάδα αλλά εξ αποτελέσματος αφορά και τις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, με τη γειτονική μας χώρα να εμφανίζεται πλέον ως ανοικτά αναθεωρητική κατά παράβαση θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου. Τώρα μάλιστα η Τουρκία βαδίζει προς τις πρόωρες εκλογές που θα ενεργοποιήσουν το αναθεωρημένο Σύνταγμα και το υβριδικό προεδρικό σύστημα που αυτό προβλέπει.
Τρίτον, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τοποθετούνται σε ένα πεδίο που είναι εξ ορισμού ασύμμετρο γιατί αφορά χώρο ελληνικής κυριαρχίας ή ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ή ελληνικών αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από διεθνείς συμβάσεις ή αποφάσεις διεθνών οργανισμών. Η ασυμμετρία αυτή εντείνεται για τεχνικούς λόγους, τώρα π.χ. η Τουρκία χρησιμοποιεί συχνά ελαφρά αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας ή ακόμη και drones. Ας μείνουνε όμως στη μεγάλη εικόνα. Τα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια όλες οι κρίσεις οδήγησαν σε καταστάσεις που εμφανίζουν ένα περίεργο δυϊσμό. Η Τουρκία συνεχίζει τις παραβάσεις, παραβιάσεις, υπερπτήσεις κ.ο.κ, και κυρίως τις ρηματικές αμφισβητήσεις απέναντι στις οποίες αντιδρά η ελληνική πλευρά με αναγνωρίσεις, αναχαιτίσεις, αντίθετες αγγελίες, διαβήματα, ρηματικές αντιδράσεις κ.ο.κ. Ταυτοχρόνως υπάρχουν συμφωνημένα ΜΟΕ που εν μέρει εφαρμόζονται και εν μέρει παραβιάζονται από την Τουρκία. Παραλλήλως εξακολουθούν να διεξάγονται οι γύροι των διερευνητικών επαφών και, παρά τις κατά καιρούς δυσκολίες, οι πολιτικές και διπλωματικές επαφές των δυο χωρών. Συνεχίζεται η συνύπαρξή τους στο ΝΑΤΟ, ενώ η Ελλάδα μετέχει ως κράτος μέλος της ΕΕ σε όλο το πλέγμα των σχέσεων ΕΕ και Τουρκίας. Η Ελλάδα όμως δεν προβαίνει σε ενέργειες, σε σχέση με τις θαλάσσιες ζώνες και τους φυσικούς πόρους, που μπορεί να προκαλέσουν ένταση.
Η μεγάλη εικόνα μας επιτρέπει να αξιολογήσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε. Αρχής γενομένης από την αξιολόγηση της σχέσης εξωτερικής πολιτικής και χρόνου. Με στρατηγική ψυχραιμία, δηλαδή χωρίς να παρασυρόμαστε από την συγκυρία, αλλά και χωρίς να αγνοούμε τη γεωγραφία και την Ιστορία απώτερη και πρόσφατη των τελευταίων σαράντα τεσσάρων ετών. Και βεβαίως με στρατηγικό βάθος που μας επιτρέπει να βλέπουμε την αλληλουχία των πιθανών εξελίξεων και όχι μόνο την πρώτη κίνηση.