Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πολιτικό. Αφορά τη νοοτροπία που κυριαρχεί στο δημόσιο βίο, τη στάση της κοινωνίας και τη σχέση της με το πολιτικό σύστημα. Η εκτίμηση που κάνει το πολιτικό σύστημα για τα κριτήρια με τα οποία διαμορφώνονται οι εκλογικές επιλογές των πολιτών, συχνά το εγκλωβίζει σε επανάληψη στερεοτύπων, αναφέρει σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
«Σύμφωνα με τον κ.Βενιζέλο το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα είναι η ανάγκη επανατοποθέτησης, σε συμφωνία με τους εταίρους, υπό το αυστηρό βλέμμα των αγορών» και άρα «πρέπει να περιμένουμε τις εκλογές, πρέπει να περιμένουμε να υπάρξει μία άλλη κυβέρνηση και πρέπει να περιμένουμε αυτή η άλλη κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευθεί επιτυχώς και να συμφωνήσει με τους εταίρους και αυτό να γίνει αποδεκτό από τις αγορές».
Αναλυτικότερα το άρθρο του κ. Βενιζέλου έχει ως εξής:
Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πολιτικό. Ζητήματα δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής μηχανικής μπορούν να αντιμετωπιστούν - όχι εύκολα, αλλά μπορούν -, εφόσον όμως υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις. Δεν εννοώ ζητήματα τα οποία συνήθως χαρακτηρίζουμε πολιτικά και αφορούν τον τρέχοντα κομματικό ανταγωνισμό, τη συγκυρία. Το πρόβλημα είναι πολιτικό, αλλά πολύ βαθύτερο. Αφορά τη νοοτροπία που κυριαρχεί στο δημόσιο βίο, τη στάση της κοινωνίας και τη σχέση της με το πολιτικό σύστημα. Η εκτίμηση που κάνει το πολιτικό σύστημα για τα κριτήρια με τα οποία διαμορφώνονται οι εκλογικές επιλογές των πολιτών, συχνά το εγκλωβίζει σε επανάληψη στερεοτύπων.
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν έχουμε επιστρέψει στην κανονικότητα και άρα έχουμε την άνεση να βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά μας μία ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων που παρουσιάζουν τις προγραμματικές τους προτάσεις για την επόμενη τετραετία. Ή αν πρέπει να αντιμετωπίσουμε θεμελιώδη και ανεπίλυτα ζητήματα σχετικά με την ειδική κατάσταση στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται η χώρα, η οποία τελεί υπό αυστηρή διεθνή εποπτεία, όχι μόνο των θεσμών και των εταίρων, αλλά και των αγορών, που είναι πολύ πιο αυστηρές και διεισδυτικές.
Θυμίζω γρήγορα την εικόνα. Έχουμε, πρώτον, ένα συμφωνημένο δημοσιονομικό πλαίσιο, όχι μόνο μέχρι το 2022, όχι μόνο μέχρι το 2032, οπότε και θα επανεξεταστεί η βιωσιμότητα του χρέους ώστε να δοθούν, ίσως, πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσής του από τους εταίρους και πιστωτές, αλλά μέχρι σχεδόν το 2060. Δεύτερον, έχουμε δυστυχώς, γιατί αυτό είναι πολύ χειρότερο, μία συμφωνημένη, ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους της, μακροοικονομική πρόγνωση για πολύ χαμηλό μέσο ετήσιο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης μέχρι το 2060.
Έχουμε, τρίτον, ένα συμφωνημένο, εξαιρετικά εύθραυστο και επισφαλές, πλαίσιο κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών μέχρι το 2022, στην πραγματικότητα μέχρι το 2021. Αν αρχίζεις όμως και «τρως το μαξιλάρι» αυτό, στην πραγματικότητα δημιουργείς εξαρχής πρόβλημα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών, διότι το cash buffer δεν είναι υποκατάσταση των αγορών αλλά εγγύηση για μία νέα σχέση με τις αγορές.
Πέρα όμως από αυτά, τα οποία είναι συμφωνημένα, είμαστε εγκλωβισμένοι και σε μονομερείς επιλογές της παρούσας κυβέρνησης, τις οποίες έχουν αποδεχθεί οι θεσμοί και οι εταίροι, για τα περιβόητα υπερπλεονάσματα, που δημιουργούν «δημοσιονομικό χώρο», αφού πρώτα υπονομεύσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, με στόχο την αναδιανομή του προϊόντος του αντιαναπτυξιακού εγκλωβισμού.
Άρα, το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα είναι η ανάγκη επανατοποθέτησης, σε συμφωνία με τους εταίρους, υπό το αυστηρό βλέμμα των αγορών, όλου αυτού του πλαισίου σε δυο προφανώς φάσεις: την πρώτη και σχετικά ευκολότερη που αφορά τα υπερπλεονάσματα και τη δεύτερη και δυσκολότερη που αφορά τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, δηλαδή σε όλη τη διάρκεια της επόμενης τετραετίας. Το βασικό ερώτημα είναι: Πότε θα γίνει αυτή η επαναπροσέγγιση; Προφανώς μετά τις εκλογές, από μία άλλη κυβέρνηση.
Άρα πρέπει να περιμένουμε τις εκλογές, πρέπει να περιμένουμε να υπάρξει μία άλλη κυβέρνηση και πρέπει να περιμένουμε αυτή η άλλη κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευθεί επιτυχώς και να συμφωνήσει με τους εταίρους και αυτό να γίνει αποδεκτό από τις αγορές. Αντιλαμβανόμαστε, προφανώς, πόσο εθνικό χρόνο τρώμε και σε πόσο δύσκολο πλαίσιο καλείται να κινηθεί η επόμενη, η άλλη κυβέρνηση, η οποία θα διαδεχθεί τη σημερινή παραλαμβάνοντας ένα ψηφισμένο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, έναν ψηφισμένο προϋπολογισμό και ένα συμφωνημένο πλαίσιο με τους εταίρους.
Και πότε θα γίνουν οι εκλογές; Στο μέσο του οικονομικού έτους; Ή λίγο πριν αρχίσει το επόμενο οικονομικό έτος; Είναι προφανές ότι πρώτα θα γίνει η αλλαγή του κλίματος, πρώτα θα εγκατασταθεί η πολιτική εμπιστοσύνη, πρώτα θα αποδειχθεί ότι μπορούμε να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον των επενδυτών, πρώτα θα υπάρξει αρχική θετική αντίδραση των αγορών και μετά θα επιτευχθεί αλλαγή του δημοσιονομικού πλαισίου σε συμφωνία με τους εταίρους. Αυτά παίρνουν χρόνο, δεν γίνονται αυτομάτως, γιατί βεβαίως υπάρχει βαθιά δυσπιστία.
Αλλά δεν υπάρχει μόνο δυσπιστία, υπάρχει και ο πολιτικός κίνδυνος μετατόπισης της ΕΕ, μεταβολής του πλαισίου αναφοράς των εταίρων και των ευρωπαϊκών θεσμών. Δεν θα είναι ίδια η Ευρώπη μετά τις επόμενες ευρωεκλογές. Χρειαζόμαστε συνεπώς μια ρεαλιστική πρόγνωση για την κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται ο συνομιλητής μας, όταν η Ελλάδα θα θέσει το ζήτημα της εκλογίκευσης του δημοσιονομικού και μακροοικονομικού πλαισίου.
Αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο μέχρι τις εκλογές θα επιδεινωθεί η κατάσταση, διότι αν ισχύει αυτό που είπαμε, ότι το πρώτιστο πρόβλημα της οικονομίας είναι πολιτικό, δεν μπορούμε να μιλάμε υπό όρους οικονομικής κανονικότητας όταν υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας, δικαιοσύνης και δικαιοκρατικών εγγυήσεων.
Ενόψει όλων αυτών, η αντίληψη που πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κυριαρχήσει είναι αυτή πού επιβάλει επίγνωση, απόλυτη ειλικρίνεια, αίσθηση των κινδύνων και του πολιτικού χρόνου. Δεν αρκεί να λες στους πολίτες ότι έχεις ένα άλλο σχέδιο, αλλά και ότι για να πετύχει το σχέδιο αυτό, πρέπει να διαμορφωθούν άλλοι πολιτικοί συσχετισμοί, πρέπει να συντελεστούν αλλαγές ως προς τη νοοτροπία και τις αναμονές της κοινωνίας και πρέπει να διαμορφωθεί ένα δημοσιονομικό και μακροοικονομικό πλαίσιο συμφωνημένο με τους εταίρους και πειστικό για τις αγορές.
Η γενική καχυποψία ότι η πολιτική ρητορεία, ακόμη και μετά την εμπειρία της κρίσης, αποσιωπά το σύνολο των παραμέτρων, είναι που τρώει τις σάρκες της δημοκρατίας και αυτό πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως πρώτο πολιτικό, θεσμικό και οικονομικό πρόβλημα της χώρας.
Η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει από τα δεσμά της στασιμοχρεοκοπίας, της αναιμικής και μη χρηματοδοτούμενης ανάπτυξης και να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Το στοίχημα της ανάκαμψης θα κερδηθεί όμως εφόσον τεθεί και κερδηθεί ταυτοχρόνως ή, μάλλον, προηγουμένως το στοίχημα της δημοκρατίας και της προστασίας των θεσμών. Εφόσον τεθεί με σαφήνεια το πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα της χώρας. -
Το άρθρο αποδίδει τον πυρήνα της εισήγησης στην πρόσφατη εκδήλωση (19.9.2018) του «Κύκλου Ιδεών» με θέμα: «Στον απόηχο της ΔΕΘ. Η πορεία της χώρας μέχρι τις εκλογές»