Δωδεκαετή θητεία βουλευτών πρότεινε από το βήμα του συνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας, ο Γιώργος Σούρλας! Ειδικότερα, όπως είπε «Προτείνεται να καθιερωθούν θητείες για τους βουλευτές, ένα ανώτατο χρονικό όριο που δεν θα υπερβαίνει τα δώδεκα χρόνια και πέρα από το οποίο δεν θα συμπεριλαμβάνονται στα ψηφοδέλτια του κόμματος των εθνικών και ευρωπαϊκών εκλογών. » Κατά τον κ. Σούρλα, με τους χρονικούς αυτούς περιορισμούς μπορεί:
- Να αποτραπεί η άσκηση της πολιτικής ως επάγγελμα και η επικράτηση φαινομένων κατεστημένων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια ζωή.
- Να προσαρμοστεί ο βουλευτής μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο προκειμένου να μεγιστοποιήσει τις αποδόσεις του, αφού θα γνωρίζει το χρονικό ορίζοντα που θα είναι Βουλευτής και ότι θα φθάσει η περίοδος που δεν θα χρειαστεί να πολιτεύεται ενόψει της επανεκλογής του.
- Να ανοίξει ο δρόμος για ουσιαστική και συνεχή ανανέωση σε κομματικό – κοινοβουλευτικό επίπεδο, σε νέους σε αξιόλογους πολίτες που δεν κατέρχονται στην πολιτική όταν βλέπουν ότι είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη η εκλογή τους, όταν πρόκειται να αναμετρηθούν με βουλευτές πολλών ετών, οι οποίοι διαθέτουν οργανωτική υποδομή και ισχυρούς εκλογικούς μηχανισμούς.
Παράλληλα, ο Γ. Σούρλας πρότεινε να θεσμοθετηθεί ασυμβίβαστη ιδιότητα υπουργού βουλευτή, μια και με το ισχύον καθεστώς προκύπτουν σοβαρά θεσμικά και λειτουργικά ζητήματα. Και συγκεκριμένα, όπως ανέφερε ο ίδιος:
- Καταργείται η διάκριση των εξουσιών, αφού το ίδιο πρόσωπο συμμετέχει στην εκτελεστική και στη νομοθετική εξουσία.
- Διαταράσσεται η επιβαλλόμενη ισορροπία μεταξύ των εξουσιών αφού με την υπουργοποίηση βουλευτών αποδυναμώνεται η νομοθετική εξουσία.
- Το ενδιαφέρον του υπουργού-βουλευτή εστιάζεται συνήθως στην εκλογική του περιφέρεια και στους ψηφοφόρους του, ιδιαίτερα μάλιστα όταν επιδιώκει την επανεκλογή του.
- Ο κυβερνητικός βουλευτής στην εκλογική του περιφέρεια, όταν υπάρχει από την ίδια περιφέρεια και υπουργός, βρίσκεται σε πολύ μειονεκτική θέση και αυτό επιδρά αρνητικά στην άσκηση των κοινοβουλευτικών του καθηκόντων.
Προκύπτουν προβλήματα συνοχής της κοινοβουλευτικής ομάδος του κυβερνώντος κόμματος, με δυσμενείς επιπτώσεις στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής.