Γιατί ο Τσίπρας ρίχνει το γάντι στην εσωκομματική αντιπολίτευση

Γιατί ο Τσίπρας ρίχνει το γάντι στην εσωκομματική αντιπολίτευση

Ο Αλέξης Τσίπρας έριξε το γάντι στην εσωκομματική αντιπολίτευση σε μια προσπάθεια να αναδείξει το αρχηγικό του προφίλ το οποίο έχει τρωθεί σε σημείο να βρίσκεται διαρκώς πίσω από τον Κανένα στις δημοσκοπήσεις και να κινδυνεύει πλέον από τον έτερο διεκδικητή του χώρου της κεντροαριστεράς Νίκο Ανδρουλάκη. Οι βεβιασμένες αλλαγές στο καταστατικό που προωθεί ενόψει του συνεδρίου, πέραν της ανάγκης να διαχειριστεί την επικείμενη εκλογική ήττα, συνδέονται και με τη σημερινή του παρουσία στο πολιτικό σκηνικό. Επιλέγοντας δε το δρόμο της εσωστρέφειας αναδεικνύει περαιτέρω τη σταθερότητα που εκπορεύεται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Ουδείς αμφισβητούσε τον αρχηγικό του ρόλο εντός του κόμματος. Πώς θα μπορούσε άραγε τη στιγμή που στον ΣΥΡΙΖΑ οι αποφάσεις λαμβάνονται μόνο από τον ίδιο και μια στενή ομάδα συνεργατών που ανήκουν στη λεγόμενη ομάδα των προεδρικών, συνεπικουρούμενων από κάποιους πασοκογενείς που εγκαίρως μεταπήδησαν στην Κουμουνδούρου ή εισπήδησαν τη στιγμή που το κόμμα τούς είχε ανάγκη.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει το γεγονός ότι το 2015 «καθάρισε» πάνω από 20 κορυφαία στελέχη, υπουργούς τότε και βουλευτές της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, κάνοντας μια ιστορική κωλοτούμπα, ακυρώνοντας ένα δημοψήφισμα και φέρνοντας ένα τρίτο αχρείαστο μνημόνιο στη χώρα. Ήταν η πιο αναίμακτη εκκαθάριση σε κόμμα. Και ποιος μπορεί να ξεχάσει το συνέδριο όπου οι σύνεδροι καταψήφισαν πρόταση του Αλέξη Τσίπρα με αποτέλεσμα αυτός να την επαναφέρει με την υποσημείωση πως μάλλον δεν κατάλαβαν τις ακριβώς έπραξαν και να υπερψηφιστεί.

Ακόμη και οι τρεις συνεχείς ήττες του καλοκαιριού του 2019 δεν έφτασαν για να αμφισβητηθεί η πρωτοκαθεδρία του όσο και αν οι σύντροφοι της Ομπρέλας εξακολουθούν να μιλούν για τον πρώτο μεταξύ ίσων. Οπότε το ερώτημα είναι γιατί ο Τσίπρας έριξε τώρα το γάντι και εμφανίζεται να προκαλεί μια εσωκομματική σύγκρουση και να επενδύει σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ανάλογο με αυτό που έχει προαναγγείλει εδώ και καιρό ο Παύλος Πολάκης στο facebook όταν έγραφε τον Αύγουστο του 2020 ότι στο συνέδριο θα ληφθούν αποφάσεις σημειώνοντας μάλιστα με έμφαση ότι θα μπει τέλος στην «ΘΟΛΟΚΟΥΛΤΟΥΡΑ».

Οι απαντήσεις βρίσκονται στην επόμενη εκλογική μάχη. Ο Αλέξης Τσίπρας θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν για να μη χάσει. Όχι όμως τις εκλογές αλλά τη μάχη με τον Νίκο Ανδρουλάκη που επιχειρεί να πάρει πίσω τις «δανεικές» προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ψήφους μέσα από μια τακτική που δείχνει ξεκάθαρη στόχευση σε μια δεξαμενή που σήμερα γεμίζει από αναποφάσιστους και απογοητευμένους ψηφοφόρους που και το 2019 στήριξαν, μη έχοντας εναλλακτική στο χώρο που κινούνται, την πρώτη φορά… αριστερά.

Για να το πετύχει αυτό επιχειρεί να αναμορφώσει το αρχηγικό του προφίλ κόντρα σε ένα νέο πρόσωπο που εκ των πραγμάτων, έχοντας και το άλλοθι της μη κυβερνητική θητείας, εμφανίζει μια δυναμική σε βάρος του πρώην πρωθυπουργού που επέλεξε να συγκυβερνήσει με ένα κόμμα το οποίο ακόμη και ο πρόεδρος της ΕΕ είχε χαρακτηρίσει ως ακροδεξιό. Επιλέγει όμως την εσωστρέφεια μέσα από μια ενδοσκόπηση που άργησε πάνω από 2,5 χρόνια σε μια περίοδο που πολλοί χαρακτηρίζουν και προεκλογική με την κυβέρνηση να φτάνει σύντομα στα τρία τέταρτα της θητείας της.

Η στροφή προς τα αριστερά για να φτάσει στο κέντρο αποδείχθηκε, ενδεχομένως και λόγω πανδημίας, μεγαλύτερη. Και όχι μόνο. Έδειξε να μην ενδιαφέρει ένα αρκετά σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του που δεν λειτουργούν με την κινηματική λογική της αντίδρασης και του όχι σε όλα, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Και ναι μεν αποτελεί κεντρική στρατηγική απόφαση του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, εύκολα όμως μετατρέπεται σε ένα αφήγημα που θα στοχοποιεί για παράδειγμα τα στελέχη της Ομπρέλας τα οποία εμφανίζονται να αντιδρούν στο άνοιγμα που θέλει, υποτίθεται, η ηγετική ομάδα της Κουμουνδούρου.

Άλλωστε στελέχη της Ομπρέλας, επιφανή θα έλεγε κανείς, έχουν ήδη στοχοποιηθεί από τους προεδρικούς. Παράδειγμα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, στον οποίο έριξαν τις ευθύνες για την αφαίμαξη της μεσαίας τάξης την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα από την υπερφορολόγηση και την ακραία ταξική λογική που επικράτησε.

Το εσωκομματικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών είναι προ των πυλών. Η αντίδραση των στελεχών της Ομπρέλας αφορά αποκλειστικά την επόμενη ημέρα των εθνικών εκλογών όποτε και αν αυτές γίνουν. Βλέπουν ότι οι προεδρικοί που έχουν τον πρώτο λόγο, ενισχύονται και θα ενισχυθούν περαιτέρω αφού τόσο οι πασοκογενείς όσο και οι γεφυροποιοί, που δημιούργησαν τη λεγόμενη προοδευτική συμμαχία, συντάσσονται με την αλλαγή της καταστατικής λειτουργίας του κόμματος.

Εκτιμούν δε πως η παραδοσιακή, κατ' άλλους παλαιοκομματική, φρουρά του ιδεολογικού προσήμου που αποδίδουν στο κόμμα τους, παραγκωνίζεται και μάλιστα με τρόπο που θα οδηγήσει στην πλήρη απαξίωσή τους. Η ριζοσπαστικοποίηση που αναζητούν με το βλέμμα στα αριστερά δύναται να δώσει τη θέση της σε ένα συστημικό κόμμα κάτι που άλλωστε καταγράφεται και στο σχέδιο πρότασης του Αλέξη Τσίπρα που θα τεθεί προς συζήτηση και έγκριση στο συνέδριο.

Ετοιμάζουν τη δική τους αντιπρόταση. Κάτι ανάλογο με αυτό που παρουσίασε ο Αριστείδης Μπαλτάς στα τέλη Δεκεμβρίου στο πολιτικό συμβούλιο και απορρίφθηκε μετ' επαίνων από τον Αλέξη Τσίπρα σε σημείο μάλιστα που έβαλε δίπλα του τους Γιάννη Ραγκούση και Νίκο Μπίστη, προκειμένου να… διορθωθούν τα «κακώς κείμενα».

Η ενδοσκοπική… εσωστρέφεια που επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας δεν οδηγεί στην κεντροαριστερά αλλά στην ανάδειξη των διαφορών με το κυβερνών κόμμα. Η ξαφνική βιασύνη του δίνει πόντους στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και καταδεικνύει τους λόγους για τους οποίους παραμένει πρώτη στις δημοσκοπικές προτιμήσεις κυρίως όμως γιατί παραμένει ο νυν πρωθυπουργός, που εκλήθη να διαχειριστεί πρωτοφανείς κρίσεις, καταλληλότερος και για τα στελέχη του εκσυγχρονιστικού φιλελεύθερου κέντρου.

Μέσα από την αίσθηση της πολιτικής σταθερότητας η αντιδιαστολή που υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό είναι αυτή που δίνει πόντους στο πολιτικό πρόσωπο, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα ακόμη και όταν καταγράφονται λάθη και παραλείψεις, με ένα σαφή στόχο, την αλλαγή σελίδας για τη χώρα.

Η δε αγωνία του Αλέξη Τσίπρα για την πορεία του Νίκου Ανδρουλάκη έρχεται απλά να πιστοποιήσει ότι είχε καταφέρει να παραμένει ως εναλλακτική λύση στο παιχνίδι εξουσίας μόνο λόγω απουσίας άλλου παίκτη στο γήπεδο της κεντροαριστεράς που παρέμεινε κενή ως χώρος στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Ένα σημείο του διαλόγου που φέρεται να έλαβε χώρα στην προχθεσινή συνεδρίαση, όπου κατατέθηκε και εγκρίθηκε η πρόταση Τσίπρα είναι ενδεικτικός. «Θα κάνω ότι μπορώ για να μην περάσει η πρόταση» φέρεται να είπε σύμφωνα με την «Καθημερινή» ο Πάνος Λάμπρου για να απαντήσει ο Γιάννης Ραγκούσης ότι «εγώ θα κάνω ότι μπορώ για να περάσει».

Σε αυτή τη λογική θα κινηθεί το επόμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ. Ενδεχομένως δε, αν το θέμα ξεφύγει, ο Αλέξης Τσίπρας να επαναλάβει αυτό που έκανε με τον Π. Κουρουμπλή, ώστε να κατοχυρώσει το… αρχηγικό του δικαίωμα σε ένα κόμμα που θεωρεί πως δεν θα είχε ξεκολλήσει από το 3% αν δεν ήταν ο ίδιος.

Με λίγα λόγια ο Τσίπρας με τις κινήσεις του επιχειρεί να δείξει και ότι το... βαρίδι που δεν επιτρέπει να ξεκολλήσει από τα ποσοστά που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις είναι το κόμμα, με τη σημερινή του μορφή, αλλά και να αντιστρέψει αυτό που ανέφερε σε πρόσφατο άρθρο ο συνομιλητής του, κατά ορισμένους και άτυπος σύμβουλός του, ο Γιάννης Λούλης, ο οποίος έχει επισημάνει ότι «το να καταπιεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον Τσίπρα, έναν αρχικά ιδιαίτερα επικοινωνιακό και φωτεινό πολιτικό, ήταν ο απόλυτος αυτοχειριασμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όπερ και εγένετο».

Είναι βέβαιο πως η ηγετική ομάδα της Κουμουνδούρου θα ανεβάζει διαρκώς στροφές και θα καταστήσει την πόλωση του πολιτικού σκηνικού στόχο, προκειμένου να καλύψει το κενό της απουσίας πολιτικού προγραμματικού λόγου και προτάσεων. Τόσο για να καλύψει την εσωστρέφεια και το επικείμενο ξεκαθάρισμα λογαριασμών όσο και το κενό που τη χωρίζει με την κυβέρνηση.

Το πρόβλημα είναι όμως πως πλέον αναγκάζεται να τρέξει διότι νιώθει την ανάσα ενός συστήματος που νόμιζε πως έχει εξουδετερώσει οριστικά και μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως δεκανίκι και όχι ως ισότιμο παίκτη