Γιατί όχι εταιρική διακυβέρνηση στο Δημόσιο;

Γιατί όχι εταιρική διακυβέρνηση στο Δημόσιο;

Ας σκεφτούμε μια πολυεθνική επιχείρηση όπως, ας πούμε, η Nestlé και ας ρωτήσουμε: Πώς λογοδοτεί η διοίκησή της στους μετόχους; Αυτό γίνεται με άμεσες και έμμεσες διαδικασίες. Οι μέτοχοι αξιολογούν την απόδοση της διοίκησης σε καθημερινή βάση μέσω της πώλησης και της αγοράς των μετοχών της Nestlé στα χρηματιστήρια όπου διαπραγματεύονται.

Αυτή η διαδικασία είναι έμμεση επειδή οι μέτοχοι σηματοδοτούν στην ανώτατη διοίκηση της Nestlé την απαρέσκεια ή την ευαρέσκειά τους μέσω του χρηματιστηρίου. Έμμεση είναι επίσης η διαδικασία του ελέγχου μέσω του Διοικητικού Συμβουλίου (BOD), το οποίο αποτελείται από μέλη που εκπροσωπούν τα συμφέροντα διαφόρων ομάδων, όπως π.χ. των μετόχων και των εργαζομένων.

Αντίθετα, ο έλεγχος που πραγματοποιείται μέσω της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων (ΓΣΜ) είναι άμεσος, διότι σ’ αυτή τη συγκέντρωση η πλειοψηφία των μετόχων έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει ή να απολύσει την ανώτατη διοίκηση της εταιρείας, χωρίς αμφιβολία υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις.

Ειδικότερα, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, η ανώτατη διοίκηση καλείται να λογοδοτήσει με το ενδεχόμενο να εγκριθεί ο απολογισμός τους και να διατηρηθούν στις θέσεις τους για ένα ακόμη χρόνο ή να απορριφθεί και να απολυθούν, με σημαντικές επαγγελματικές συνέπειες σε χρήμα και σε αξιοπιστία. Με άλλα λόγια, πρόκειται για λογοδοσία με εξατομικευμένες κοινωνικές και επαγγελματικές συνέπειες.

Με βάση τον μεγάλο πλούτο που έχει δημιουργήσει η Nestle για τους μετόχους της από την ίδρυσή της το 1866, οι παραπάνω διαδικασίες παρακολούθησης και ελέγχου της διοίκησης της εταιρείας αποδεικνύονται εξαιρετικά επιτυχημένες.

Και το ίδιο ισχύει για πολλές άλλες πολυεθνικές και μεγάλες επιχειρήσεις, αν και η οικονομική ιστορία αναφέρεται επίσης σε πολλές περιπτώσεις μεγάλων εταιρειών που απέτυχαν ή μεταμορφώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.

Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το σύστημα διακυβέρνησης αυτών των γιγάντιων επιχειρήσεων έχει βελτιστοποιηθεί  και αποδίδει τα μέγιστα για τους μετόχους, τους εργαζόμενους, και γενικότερα τις χώρες στις οποίες λειτουργούν.

Τώρα, ας στρέψουμε την προσοχή μας στα θέματα της λογοδοσίας και του ελέγχου στα πλαίσια της δημόσιας διακυβέρνησης. Από τη Θεωρία της Δημόσιας Επιλογής γνωρίζουμε ότι τα πολιτικά κόμματα συμπεριφέρονται σαν επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται σε αυστηρά ελεγχόμενες ολιγοπωλιακές αγορές. 

Για να παρατείνουν την παραμονή τους στην εξουσία, και συνεπώς την εκμετάλλευση των ωφελειών που συνεπάγεται, προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των μελών τους, των χορηγών τους, των οργανωμένων μειοψηφιών που στηρίζουν την επιτυχία τους στις εκλογές, και σύμφωνα με το πιο πάνω απόσπασμα του Franklin, συμπτωματικά μόνο το δημόσιο συμφέρον. Το ότι αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας τους προκύπτει από την έντονη αποστροφή που δείχνουν προς τις κυβερνήσεις συνασπισμού και την έμφαση που δίνουν στη σταθερότητα των μονοκομματικών κυβερνήσεων.

Σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με αυτές τις εκτιμήσεις, είναι αρκετά διαφωτιστική η έρευνα των Gehl, Porter (2017) [1]. Τα ευρήματά τους επιβεβαιώνουν ότι η πολιτική αγορά στις ΗΠΑ έχει μετατραπεί σε ένα δυοπώλιο χωρίς πραγματικό ανταγωνισμό για τα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία. 

Για να διατηρείται αυτή η δομή, με διάφορες προφάσεις, τα δύο κόμματα έχουν εισαγάγει από κοινού πολυεπίπεδους νομικούς και άλλους περιορισμούς που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την είσοδο νέων κομμάτων. Και ατυχώς, με κάποιες διαφοροποιήσεις, το ίδιο δικομματικό ολιγοπωλιακό πρότυπο επικρατεί στις περισσότερες δημοκρατίες Δυτικού τύπου.

Εξαιτίας αυτή της δομής,  η αντιπροσωπευτική κομματική δημοκρατία υποφέρει από πολλές στρεβλώσεις. Για παράδειγμα, σε μεγάλο βαθμό, το τυπικό πολιτικό σύστημα είναι αυτόνομο, και ως εκ τούτου αδιάφορο για τις προτιμήσεις και τα συμφέροντα των πολιτών.

Καθώς η ποιότητα της αντιπροσώπευσης φθίνει, οι ψηφοφόροι αποξενώνονται από την πολιτική και παύουν να ενδιαφέρονται για το κοινό καλό. Ακόμη χειρότερο, πολλοί προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα προσκολλούμενοι στο πελατειακό σύστημα των πολιτικών κομμάτων. Η αποξένωση των ψηφοφόρων διαβρώνει την αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή.

Αυτό συμβαίνει γιατί σε περιόδους οξυνόμενου δημοκρατικού ελλείμματος, τα πολιτικά κόμματα εισάγουν δαπανηρά και αναποτελεσματικά προγράμματα, κυρίως στο πλαίσιο του «κράτους πρόνοιας», με αποτέλεσμα οι ωφελούμενοι πολίτες να αισθάνονται πιο ευγνώμονες απέναντι στους εμπνευστές αυτών των προγραμμάτων και λιγότερο προς του πολίτες που πληρώνουν τους φόρους.

Με την προσκόλληση στα πολιτικά κόμματα, οι πολίτες εθίζονται στους περιορισμούς των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους και γίνονται ανεκτικοί στη διεύρυνση του κράτους σε βάρος της ιδιωτικής οικονομίας, κ.λπ. Ως εκ των ανωτέρω, οι πολιτικοί παύουν να θεωρούνται ατομικά υπεύθυνοι για τις αποτυχίες τους, και όσο κι αν κοστίζουν τα λάθη τους στο κοινωνικό σύνολο, οι πολίτες δεν έχουν τρόπο να τους τιμωρήσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά.

Έτσι, ενόσω η αντιπροσωπευτική κομματική δημοκρατία λειτουργεί στη βάση της συλλογικής και όχι της ατομικής ευθύνης, και οι εκλογές διεξάγονται κάθε τόσα χρόνια, οπότε οι ψηφοφόροι έχουν ξεχάσει τα λάθη όσων ζητούν την επανεκλογή τους, εύλογα θα παρατηρούνται  έλλειψη ουσιαστικής λογοδοσίας και ατιμωρησία.

Μπορεί να διορθωθεί αυτή η κατάσταση; Η απάντηση είναι όχι, γιατί οι κυβερνήσεις έχουν κάθε κίνητρο να μην εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που προκύπτουν από την Θεωρία της Δημόσιας Επιλογής, η οποία θεμελιώθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα για να δώσει απαντήσεις σ’ αυτό και σε άλλα βασικά ερωτήματα. 

Για τον ίδιο λόγο εξάλλου, η δημοκρατία σε όλο τον κόσμο φαίνεται σήμερα να έχει αιχμαλωτιστεί από οργανωμένες μειονότητες, οι οποίες χρησιμοποιούν το πολιτικό σύστημα για να προάγουν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα  σε βάρος του κοινού καλού. Αυτή η διαπίστωση με οδήγησε πρόσφατα να προτείνω στο Bitros (2022) [2] μια μεγάλη ανασυγκρότηση της δημοκρατίας προς δύο κατευθύνσεις. 

Η μια συνίσταται στη μεταρρύθμιση των θεσμών προς την κατεύθυνση της διακυβέρνησης των μεγάλων επιχειρήσεων, πολυεθνικών και μη, και η άλλη στη μετάβαση στην άμεση δημοκρατία, δεδομένου ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε επιτρέπουν πλέον την υιοθέτηση της Ψηφιακής Άμεσης Δημοκρατίας (ΨΑΔ).

Ωστόσο, για να υιοθετηθούν τέτοιες μεγάλες μεταρρυθμίσεις, θα χρειαστεί είτε μια εκλογική εξέγερση των πολιτών για να ανακτήσουν την κυριαρχία τους, είτε μια μεγάλη οικονομική κρίση όπως αυτή του 1929, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην κατάργηση της διακυβέρνησης μέσω αντιπροσώπευσης.

Διαπιστώσεις και συμπεράσματα

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η αντιπροσωπευτική κομματική δημοκρατία φθίνει. Τα βαθύτερα αίτια δεν είναι ότι τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα έχουν γίνει πιο περίπλοκα από ό,τι στο παρελθόν, και ως εκ τούτου είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Το δημοκρατικό έλλειμμα διευρύνεται επειδή, κάτω από τις επιρροή των Μαρξιστικών και Κεϋνσιανών ιδεών  το πολιτικό σύστημα στις δημοκρατίες Δυτικού τύπου έχει αυτονομηθεί, ξεφεύγοντας έτσι από τον έλεγχο των πολιτών.

Ως εκ τούτου, τα δύο πολιτικά κόμματα που συνήθως εναλλάσσονται στην εξουσία δεν απειλούνται ούτε έμπρακτα ούτε δυνητικά ώστε να επικεντρωθούν στην εξυπηρέτηση του «κοινού καλού» ή του «δημόσιου συμφέροντος», και να το πράξουν με διαφάνεια και υπευθυνότητα. Αντίθετα, λειτουργώντας με το πρόσχημα της κυβερνητικής σταθερότητας, τα πολιτικά κόμματα επιμένουν στην εφαρμογή τριών τουλάχιστον επιλήψιμων πρακτικών. Ήτοι, πρώτο, αποκρύπτουν από τους πολίτες τις δραστηριότητές τους πίσω από το πέπλο της «συλλογικής ευθύνης».

Δεύτερο, επικαλούνται γενικά και απροσδιόριστα το «δημόσιο συμφέρον» για να περάσουν δαπανηρά προγράμματα και πολιτικές  που εξυπηρετούν τα συμφέροντα οργανωμένων μειοψηφών σε βάρος του συνόλου των φορολογουμένων.  Και τρίτο,  αλλάζουν κατά το δοκούν τους κανόνες  ώστε να διατηρείται το κομματικό δυοπώλιο και να επιτυγχάνεται διακυβέρνηση ακόμη και με την υποστήριξη μιας μικρής μειοψηφίας του εκλογικού σώματος.

Οι δομικές στρεβλώσεις απ’ αυτές τις πρακτικές έχουν οδηγήσει με τη σειρά τους σε αυξανόμενη αποξένωση των ψηφοφόρων και σε αποχή από την εκλογική διαδικασία, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο χωρίς τέλος στην συνεχιζόμενη παρακμή της δημοκρατίας.

Εν όψει αυτής της ζοφερής προοπτικής, εάν πρόκειται να επιβιώσει ο ελεύθερος τρόπος ζωής, η ανάγκη για θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις είναι προφανής. Για το σκοπό αυτό, και δεδομένου ότι τα πολιτικά κόμματα δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν οικειοθελώς τους μοχλούς εξουσίας που διαφεντεύουν, η ευθύνη για την ανάσχεση του δρόμου προς τη εθελοδουλία βαρύνει για άλλη μια φορά τους φωτισμένους ηγέτες και τους πολίτες που αγαπούν την ελευθερία.

Όσον αφορά το ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι, μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση είναι η προσομοίωση στο πλαίσιο της δημόσιας διακυβέρνησης του συστήματος διακυβέρνησης με εκείνο των μεγάλων επιχειρήσεων. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα ενισχύσει τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και θα θέσει τη δημόσια διακυβέρνηση υπό τον έλεγχό τους.

 Παραπομπές

  1. Gehl, K. M., Porter, M. E. (2017), “Why competition in the politics industry is failing America: A strategy for reinvigorating our democracy,” Harvard Business Schoolwww.commonwealthclub.org/events/2019-03-29/katherine-gehl-and-michael- porter-why-competition-politics-industry-failing.
  2. Bitros, G. C., (2022), “Overhauling democracy by switching to corporate-like governance”

* Ο Γ. Μπήτρος είναι ομότιμος Kαθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών