Αυτό θα μπορούσε να είναι σε τίτλο, το διακύβευμα της κάλπης των αυτοδιοικητικών εκλογών, μετά τις πρώτες 100 ημέρες της δεύτερης τετραετίας της Νέας Δημοκρατίας.
Τρεις μήνες και κάτι, κατά τους οποίους η κυβέρνηση «μετρά» τη διαχείριση των καταστροφικών πυρκαγιών και πλημμυρών -μια διαχείριση, που αφήνει αρκετά ζητήματα ως «υποσημειώσεις» για την επόμενη ημέρα- την παραίτηση δύο υπουργών της από το κυβερνητικό σχήμα –τους κυρίους Βαρβιτσιώτη και Μηταράκη λόγω ανεπαρκούς, όπως αποδείχθηκε, «πολιτικής ενσυναίσθησης»- και αρκετές διαψεύσεις, μικρότερων ή μεγαλύτερων σε αξία, εξαγγελιών, από υπουργούς της –για παράδειγμα τους κυρίους Φλωρίδη, Καιρίδη και Θεοχάρη- οι οποίοι μάλλον… προέτρεξαν των κυβερνητικών αποφάσεων.
Αυτές οι «αστοχίες» έχουν στοιχίσει, δημοσκοπικά, περί τις τρεις ποσοστιαίες μονάδες στη Νέα Δημοκρατία, απώλειες, που χαρακτηρίζονται, προς ώρας, ελεγχόμενες. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν έχουν στοιχίσει καθόλου στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος διατηρεί τα ποσοστά θετικών ψήφων από τους πολίτες.
Γι΄ αυτό και η προεκλογική «συνταγή», που ακολουθείται, στην τελική ευθεία πριν τις αυτοδιοικητικές κάλπες, είναι η γνωστή, πετυχημένη συνταγή των εθνικών εκλογών: ο Κυριάκος Μητσοτάκης «βγαίνει» μπροστά, εμφανίζεται στο πλευρό των υποψηφίων περιφερειαρχών, μιλά με πολίτες και δίνει απευθείας το στίγμα της ευρύτερης πολιτικής, που η κυβέρνηση στοχεύει να υλοποιήσει σε βάθος τετραετίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, όντας δίπλα στο Νίκο Χαρδαλιά και τον Δημήτρη Πτωχό, φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τα ζητήματα καθημερινότητας των πολιτών, συνδέοντάς τα με το ρόλο των περιφερειών στην υλοποίηση αναπτυξιακών προγραμμάτων ή αναφέρεται στις αυξήσεις των συντάξεων, που προβλέπει ο προϋπολογισμός, που κατατέθηκε στη Βουλή.
Ο στόχος είναι σαφής. Μετά από ένα δύσκολο καλοκαίρι, όπου τα πάντα εκκινούσαν από την ανεξέλεγκτη επικαιρότητα, δίνοντας την αίσθηση ότι η κυβέρνηση τρέχει να προλάβει γεγονότα και να διαχειριστεί τις επιπτώσεις τους, το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να ανακτήσει εκ νέου την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων και την διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, έχοντας «τεστάρει» πρώτα στις κάλπες την εμπιστοσύνη των πολιτών, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, δεν βλέπουν επί του παρόντος άλλη κυβερνητική λύση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομία αναδεικνύεται γι’ άλλη μια φορά, το «δυνατό χαρτί» για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με την ακρίβεια να αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα για τους πολίτες, όπως αποτυπώνεται και στις έρευνες κοινής γνώμης, οι αυξήσεις στους μισθούς του δημοσίου, μετά από 14 χρόνια, η νέα αύξηση των συντάξεων από τον Ιανουάριο, η ενίσχυση των συνταξιούχων με προσωπική διαφορά και η επερχόμενη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου, ενισχύουν το κυβερνητικό αφήγημα για μόνιμα μέτρα, με στόχο την ενίσχυση των εισοδημάτων, που αποτελούσε και κομβικό σημείο στο προεκλογικό της πρόγραμμα. Κι αυτό, μάλιστα, την ώρα, που τα περιθώρια για επιπλέον και μεμονωμένα μέτρα στήριξης στενεύουν, στη σκιά της τήρησης των δημοσιονομικών στόχων και των πλεονασμάτων, που η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να τηρήσει ως Ευαγγέλιο, με το βλέμμα στις αξιολογήσεις του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου και στον απόηχο της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.
Από την ερχόμενη Κυριακή η κυβέρνηση επιχειρεί ένα restart για την δεύτερη θητεία της. Ένα restart, που θα γίνει, όμως, μέσα σε ένα ρευστό πολιτικό σκηνικό σε ό,τι αφορά στους αντιπάλους της, με τον ΣΥΡΙΖΑ σε αχαρτογράφητα νερά, το ΠΑΣΟΚ να επιδιώκει μεγαλύτερο ρόλο στο χώρο της αντιπολίτευσης και τη «μάχη» του κέντρου σε πλήρη εξέλιξη.
Μετά το τέλος της εκλογικής διαδικασίας, όταν στο «τραπέζι» θα υπάρχουν πλέον όλα τα δεδομένα, θα φανεί και η πραγματική αξιολόγηση, που κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για τις επιδόσεις των υπουργών του και η ανάγκη ή μη αλλαγών στο κυβερνητικό σχήμα, πριν ανοίξει ο νέος προεκλογικό κύκλος, με κατάληξη τις ευρωεκλογές. Αυτή η κάλπη, άλλωστε, θα αποτελέσει το μεγαλύτερο κρας-τεστ τόσο για την κυβέρνηση, όσο και για την αντιπολίτευση.
Μέχρι τότε, βέβαια, ο πολιτικός χρόνος είναι εξαιρετικά πυκνός. «100 μέρες, που μου φάνηκαν σαν χίλιες» είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του, μάλλον περιγράφοντας και τη «γεύση» που αφήνουν στο κυβερνητικό στρατόπεδο τα γεγονότα του καλοκαιριού. Κι αν, σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα, υπάρχει πάντα επιλογή, τα φυσικά φαινόμενα φαίνεται ότι αποτελούν πλέον το μεγαλύτερο φόβο. «Αυτή είναι η νέα κανονικότητα» έλεγαν χαρακτηριστικά συνεργάτες του πρωθυπουργού, διατηρώντας πάντα στην «εξίσωση» των κυβερνητικών σχεδιασμών το άγνωστο παράγοντα Χ.