Η ανάγκη πολιτικής σταθερότητας και τα σενάρια αλλαγής εκλογικού νόμου
Eurokinissi
Eurokinissi

Η ανάγκη πολιτικής σταθερότητας και τα σενάρια αλλαγής εκλογικού νόμου

Η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει έναν ορατό αντίπαλο, τα προβλήματα των πολιτών - όταν στη δημοσκόπηση της Alco, για παράδειγμα, ένα 53% των ερωτηθέντων δεν είναι ικανοποιημένο από τις επιδόσεις της - έναν εν δυνάμει αντίπαλο, το ΠΑΣΟΚ, που σε όλες τις δημοσκοπήσεις καθιερώνεται στη δεύτερη θέση κι έναν «αόρατο» αντίπαλο, τα διάφορα σενάρια, που ξεκινούν από τη διατάραξη της κοινοβουλευτικής της συνοχής και φθάνουν έως την αλλαγή του εκλογικού νόμου και την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Το κυβερνητικό επιτελείο έχει ήδη προχωρήσει το στρατηγικό του σχεδιασμό για τους δύο πρώτους «αντιπάλους». Την τακτική, που το Μέγαρο Μαξίμου θα ακολουθήσει απέναντι στον «αναβαπτισμένο» από τις εσωκομματικές κάλπες του ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη, θα την «αποκαλύψει» ουσιαστικά η αυριανή κοινοβουλευτική σύγκρουση του πρωθυπουργού με τους υπόλοιπους αρχηγούς, στην πρώτη συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών, που θα πραγματοποιηθεί στη Βουλή μετά τις ευρωεκλογές.

Από την άλλη, η επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και η παρουσίαση απτών αποτελεσμάτων το επόμενο διάστημα, η υλοποίηση συγκεκριμένων δεσμεύσεων που θα αφορούν στην οικονομία, την υγεία, τη λειτουργία του κράτους και την καθημερινότητα, εκτιμούν στο Μέγαρο Μαξίμου ότι μπορεί να δώσει ώθηση και στα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας, σημειώνοντας ότι ήδη στη δημοσκόπηση της Alco φαίνεται να καταγράφουν ανοδική τάση.

Όσο για τον «αόρατο» αντίπαλο, η κυβέρνηση φαίνεται να απαντά σε όλους τους τόνους «απεταξάμην τα σενάρια». Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, μόλις χθες στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, διέψευσε τα δημοσιεύματα περί αλλαγής του εκλογικού νόμου ή πρόωρων εκλογών.

Ακόμη πιο εμφατικά, όμως, το έπραξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέτοντας, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης του υπουργείου Ανάπτυξης για το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, την πολιτική σταθερότητα ως τη βασική προϋπόθεση για την «οριστική πια και μη αναστρέψιμη, πορεία ανάκαμψης συνολικά της εθνικής οικονομία», όπως περιέγραψε την υπάρχουσα κατάσταση, όπου τα σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, η μείωση του δημόσιου χρέους και η αύξηση των δημοσίων εσόδων, η μείωση των φόρων και των εισφορών, η εξυγίανση του τραπεζικού κλάδου, η υποχώρηση του εξωτερικού ελλείμματος, οδήγησαν, όπως επεσήμανε, στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού της χώρας.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε το πλαίσιο, για να συνεχιστεί αυτή η πορεία, στέλνοντας σαφή μηνύματα εντός και εκτός Νέας Δημοκρατίας. 

«Όλα αυτά να μπορούν να γίνουν σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας» είπε, «με προβλέψιμους εκλογικούς κύκλους, με μία πολιτική η οποία περιγράφεται στην αρχή της τετραετίας και με μία κυβέρνηση, η οποία έχει αποδείξει ότι έχει τη δυνατότητα αυτή την πολιτική να την υλοποιεί με αξιοπιστία», συμπλήρωσε, απορρίπτοντας ουσιαστικά εκ των προτέρων οποιαδήποτε εισήγηση περί πρόωρων εκλογών, ως επιλογή για τον ίδιο.

Ο κ. Μητσοτάκης, όμως, επέμεινε, για τους κινδύνους που κρύβουν η έλλειψη πολιτικής σταθερότητας και ασφαλούς κυβερνητικής πλειοψηφίας, όπως είπε χαρακτηριστικά, φέρνοντας το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, λόγου χάρη τη Γαλλία, «οι οποίες ταλανίζονται σήμερα από εσωτερικά πολιτικά προβλήματα, που τις οδηγούν σε πολιτικές οι οποίες δεν διακρίνονται πάντα από την απαραίτητη συνέπεια, συνέχεια και σταθερότητα». 

Για δεύτερη φορά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως, επέλεξε να απαντήσει και στις φωνές, που έρχονται από το παρελθόν, με τρόπο σαφή, αλλά και αιχμηρό, αναφερόμενος σε όσους θέτουν ως έτος σύγκρισης το 2010 και διερωτώνται «πότε θα επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν το 2010;».

Απορρίπτοντας το μοντέλο της εποχής, ο κ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για «μια επίπλαστη ευημερία, που στηριζόταν πρωτίστως σε δανεικά και η οποία τελικά οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία». Ο ίδιος έδωσε και την απάντηση στο ερώτημα, «δεν θα γυρίσουμε ποτέ στο 2010, ως προς τη διάρθρωση της οικονομίας και τη δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία πρέπει να αποτελεί πια τον «μπούσουλα» της κυβερνητικής πολιτικής και στόχο, ο οποίος δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από καμία κυβέρνηση», επαναλαμβάνοντας τη δέσμευση περί τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων με όποιο κόστος.

Οι αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη στη διακυβέρνηση, ουσιαστικά, Καραμανλή, αποκτούν διαφορετική σημασία όταν γίνονται τη στιγμή, που ο ίδιος δέχεται τη σκληρή κριτική των πρώην πρωθυπουργών και προέδρων της Νέας Δημοκρατίας, όπως και βουλευτών, οι οποίοι πρόσκεινται στους κυρίους Καραμανλή και Σαμαρά, για θέματα οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής.

Ήδη, υπουργοί της κυβέρνησης, όπως η Νίκη Κεραμέως για τα εργασιακά, ο Τάκης Θεοδωρικάκος για τα θέματα ανάπτυξης και το πρόβλημα της ακρίβειας, αλλά και σήμερα ο Γιώργος Γεραπετρίτης για τον ελληνοτουρκικό διάλογο - λίγες ημέρες πριν την επίσκεψη Φιντάν στην Αθήνα - έχουν αναλάβει να παρουσιάζουν στους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας την κυβερνητική ατζέντα, επιχειρώντας να «λειάνουν» προβληματισμούς και ενστάσεις.

Στο κυβερνητικό επιτελείο επιμένουν να μιλούν για αδιαμφισβήτητη συνοχή της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, χαρακτηρίζοντας λογικές και στο πλαίσιο των βουλευτικών αρμοδιοτήτων, πολλές κινήσεις βουλευτών. Η συζήτηση, πάντως, περί συνοχής της κοινοβουλευτικής ομάδας ή «ηχηρών διαφοροποιήσεων» έχει συγκεκριμένο ορίζοντα, την ψήφιση του προϋπολογισμού, μια διαδικασία, που ενέχει και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.