Το αποτέλεσμα των προχθεσινών εκλογών στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, πέραν των άλλων, στέλνει μήνυμα στο μεταμνημονιακό ελληνικό πολιτικό σύστημα. Μήνυμα που αφορά τη δεκαετή περιπέτεια αναζήτησης και ανασυγκρότησης του νέου κεντροαριστερού πόλου. Η απάντηση στο μήνυμα δεν είναι οριστική, αλλά θα μπορούσε να γίνει δυναμική υπό δύο προϋποθέσεις:
Πρώτον, αλλαγή γενιάς ηγεσίας, με ταυτόχρονη συγκρότηση αυτόνομης και προγραμματικής αντιπολίτευσης απέναντι στην πολιτική υπεροχή της κεντροδεξιάς, η οποία έχει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Δεύτερον, σοβαρή αναδιάταξη των πολιτικών συσχετισμών απέναντι στον στάσιμο και βαλτωμένο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ενώ απέτυχε ως διακυβέρνηση, συνεχίζει καθηλωμένος ως αξιωματική αντιπολίτευση και είναι απολύτως αδύναμος να μετεξελιχθεί σε σοβαρό κεντροαριστερό εναλλακτικό πόλο αξιώσεων.
Ο πρώτος όρος φαίνεται ότι θα εκπληρωθεί την προσεχή Κυριακή, με βάση τις εσωτερικούς συσχετισμούς και τις προοπτικές που διαφαίνονται για τον δεύτερο γύρο των εκλογών στο ΠΑΣΟΚ. Η ορατή εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη, πέρα από το κυρίαρχο στοιχείο της ανανέωσης, διασφαλίζει και την υλοποίηση της αυτόνομης, προγραμματικής και θεσμικής αντιπολίτευσης χωρίς τους διχασμούς, τους μηδενισμούς και τους καταστροφισμούς της λαϊκίστικης αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί εδώ, το περιεχόμενο που δίνει η ερχόμενη ηγεσία στο πρόταγμα της πολιτικής αυτονομίας.
Η πολιτική αυτονομία είναι κρίσιμη, προκειμένου να αναδειχτεί η νέα σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα, ώστε να προχωρήσει άμεσα η πολιτική ανασυγκρότηση του χώρου, ενώ ταυτόχρονα δεν θα διστάζει να διακηρύξει ότι σε περίπτωση που το επιτάσσει η εθνική ανάγκη, το ΠΑΣΟΚ θα προχωρεί σε κυβερνητικές συνεργασίες και θα αναλαμβάνει ευθύνες διακυβέρνησης, με βάση συγκεκριμένες προγραμματικές και πολιτικές δεσμεύσεις. Άλλωστε, τα σχήματα διακυβέρνησης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, είναι πολλά και ποικίλα, με κορυφαίο το πρόσφατο της γερμανικής.
Ο δεύτερος όρος της αναδιάταξης των πολιτικών συσχετισμών απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση της νέας ηγεσίας του χώρου. Οι εκλογές για την ανάδειξη ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, ανέδειξαν την τάση που υπάρχει, η οποία όμως δεν θα είναι εσαεί δεδομένη, και πρέπει να μεταφραστεί σε δυναμική. Η υπόθεση θα κριθεί πολιτικά, χωρίς πολεμικές κραυγές και διαρκή καταγγελιολογία.
Άλλωστε, αυτά αποτελούν πολιτικά και μεθοδολογικά στοιχεία της στασιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Το επόμενο ΠΑΣΟΚ, πρέπει ν’ αναπτύξει διττή πολιτική εμπιστοσύνη στο κοινωνικό σώμα, που θ’ ανταγωνίζεται τα διαχειριστικά όρια και θα υπερβαίνει τη μεταρρυθμιστική κόπωση της ΝΔ, ενώ την ίδια στιγμή θ’ αφήνει καθαρά πίσω του την αναξιοπιστία, τον παρωχημένο λόγο και τη λαϊκίστικη πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, ως χαρακτηριστικά ενός ξεπερασμένου κεντροαριστερού παρελθόντος.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις συνολικότερες πολιτικές τάσεις, που εκφράστηκαν μέσα από την πράγματι χθεσινή μαζική συμμετοχή και ψήφο των πολιτών και παρά τις ειδικές συνθήκες της πανδημίας, θα πρέπει να επισημάνουμε τη ζωτική ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας να δώσει χώρο σε νέα πρόσωπα και γενιές στο κομματικό σύστημα. Κρίνει, νομίζω σοφά, ότι όποιος δοκιμάστηκε και απέτυχε χθες, πρέπει να κάνει πίσω. Επιλέγει να επιδοκιμάσει, αλλά και να δοκιμάσει νέους ανθρώπους, και ευελπιστεί ότι αυτοί μπορούν ν’ αντιστοιχηθούν στις πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις του 21ου αιώνα, προς όφελος όλων.