Ήταν τον Αύγουστο του 2022, όταν η είδηση ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης παρακολουθείτο, έφερνε το πολιτικό σκηνικό της χώρας μπροστά σε μία από τις πιο ταραχώδεις περιόδους, με το θέμα των υποκλοπών, όπως ονομάστηκε, να πυροδοτεί το πολιτικό σκηνικό και να μονοπωλεί την πολιτική αντιπαράθεση. Δύο χρόνια αργότερα, η Δικαιοσύνη, στο ανώτατο επίπεδο, αυτό της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η οποία διερευνούσε τους τελευταίους 9 μήνες την υπόθεση, δημοσιοποίησε τα συμπεράσματά της, λέγοντας ότι δεν υπάρχει καμία σύνδεση της ΕΥΠ ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού με το predator, ρίχνοντας ουσιαστικά «αυλαία» για τα πολιτικά πρόσωπα.
Η απόφαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να θέσει στο αρχείο την υπόθεση, κλείνει στο δικαστικό επίπεδο το θέμα των παρακολουθήσεων. Ανοίγει, ταυτόχρονα, ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης. Κυβερνητικές πηγές υπογράμμιζαν ότι από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση δήλωνε ότι αναμένει τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, κάτι που αποτελεί πάγια θέση της. «Η Δικαιοσύνη μίλησε και παρουσίασε το ενδελεχές και εμπεριστατωμένο αποτέλεσμα της έρευνάς της» σημείωναν, επισημαίνοντας ότι «κατά το σκέλος της υπόθεσης που ακόμα εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη, επαναλαμβάνουμε την ανωτέρω πάγια θέση μας περί εμπιστοσύνης στις ανεξάρτητες δικαστικές αρχές».
Παράλληλα, οι ίδιες κυβερνητικές πηγές δήλωναν ότι αναμένουν την αντίδραση όλων όσοι είχαν σπεύσει να καταδικάσουν υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες πριν την κρίση της Δικαιοσύνης.
Η αντίδραση αυτή ήρθε από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, με τον Στέφανο Κασσελάκη να δηλώνει ευθέως ότι δεν εμπιστεύεται την ελληνική δικαιοσύνη. Σε ανάρτησή του, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «με την απόφαση αρχειοθέτησης του σκανδάλου ΕΥΠ-Predator, η εμπιστοσύνη μου προς την ελληνική Δικαιοσύνη έχει κλονιστεί σοβαρά», λέγοντας ότι μιλά ως πολίτης και όχι ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι και η «διάχυτη αίσθηση του ελληνικού λαού ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι το τελευταίο καταφύγιο των αδικημένων». Πρότεινε, μάλιστα, τη «ριζική αλλαγή στον τρόπο ανάδειξης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, ώστε να απελευθερωθεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό και την εξάρτηση από την εκάστοτε κυβέρνηση».
Στην ανακοίνωσή της η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη, αφού κάνει λόγο για μια υπόθεση «μείζονος σημασίας», αναφέρει ότι κατά την έρευνα εξετάστηκαν περισσότεροι από 40 μάρτυρες, ανάμεσά τους σχεδόν όλοι οι προτεινόμενοι από τους εγκαλούντες «πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος».
Στην έρευνα συμμετείχαν τρεις Ανεξάρτητες Αρχές –η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) και η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, οι οποίες διεξήγαγαν και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς, όπως το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και η Ελληνική Αστυνομία, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, όπως και η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, που διενήργησε έρευνες σε εταιρείες και οικίες υπόπτων, κατά τις οποίες κατασχέθηκαν έγγραφα, φορολογικά στοιχεία και ψηφιακά πειστήρια. Παράλληλα, όπως αναφέρεται, διατυπώθηκαν και απαντήθηκαν δύο αιτήματα Δικαστικής Συνδρομής προς τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ και της Ελβετίας και διεξήχθη έλεγχος από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας (Τμήμα Φορολογικής Αστυνόμευσης) σε φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Στην ανακοίνωσή της, η κ. Αδειλίνη υπογραμμίζει ότι ικανοποιήθηκαν όλα τα αιτήματα των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένης και της Δικαστικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε στα αρχεία της ΕΥΠ από δύο πραγματογνώμονες και σημειώνει ότι η προκαταρκτική εξέταση κατέληξε σε ένα «απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα 300 περίπου σελίδων, που ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπέβαλε στην Εισαγγελέα, η οποία συμφώνησε τόσο με το νομικό όσο και με το ουσιαστικό περιεχόμενό του».
Στη βάση αυτής της έρευνας, η Εισαγγελία κατέληξε ότι «δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού». Παράλληλα, σε ό,τι αφορά στις «διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας.
Συμπέρασμα τρίτο, προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κλπ. Τα πρόσωπα αυτά παραπέμπονται στη δικαιοσύνη για πλημμέλημα, σύμφωνα με το νόμο του 2019 (νόμος του ΣΥΡΙΖΑ) και όχι για κακούργημα, όπως προβλέπει η νομοθεσία σήμερα, μετά την τροποποίηση του ποινικού κώδικα από τη Νέα Δημοκρατία, λόγω της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου.