Ο τρόπος με τον οποίο δοκιμάζεται η φιλελεύθερη δημοκρατία στις πολλαπλές και φαινομενικά κλιμακούμενες κρίσεις της εποχής που διαδέχτηκε τη βραχύβια παγκόσμια τάξη της αισιοδοξίας (1989-2001) έχουν ανοίξει για τα καλά τη συζήτηση γύρω από τις δυνατότητες απόκρισής της σε ένα εγγενώς ασταθές, διαρκώς μεταβαλλόμενο και απαιτητικό περιβάλλον.
Η απροθυμία ή αναβλητικότητα των πολιτικών ηγεσιών να λάβουν γρήγορα καίριες αποφάσεις, η αδυναμία δραστικής εφαρμογής τέτοιων αποφάσεων λόγω θεσμικών κωλυμάτων, η προϊούσα δυσφορία ενός ευρέος μέσου κοινωνικού φάσματος στη Δύση, η ανάδυση του νέου υποδείγματος διακυβέρνησης των αυταρχικών δημοκρατιών στην Ανατολή, ακόμα και η προτυπική προβολή των διαπιστευτηρίων αποτελεσματικότητας στις περιπτώσεις εμβληματικά αυταρχικών κρατών συνθέτουν το περιβάλλον που καλεί σε αυτή τη συζήτηση.
Πολύ συχνά αποτελούν και το περιβάλλον που τη φιλοξενεί, καθώς οι ίδιοι οι χώροι συζήτησης, τα συμβατικά και τα κοινωνικά μέσα κυριαρχούνται σε μεγάλο βαθμό από έναν πηγαίο ή κατευθυνόμενο αντισυστημικό λόγο. Τα μέσα στις δημοκρατίες πάντοτε, γιατί στις αυταρχικές πολιτείες ή δεν λειτουργούν ή ελέγχονται.
Η αγωνία για την ικανότητα των δυτικού τύπου δημοκρατιών να σηκώσουν αποτελεσματικά το διαχειριστικό βάρος δεινών συγκυριών, όπως η πανδημία ή οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, φέρνει συχνά και εύλογα στη συζήτηση μεταξύ των ίδιων των υποστηρικτών τους ως ζητούμενο τη σχετικοποίηση των φιλελεύθερων αρχών διακυβέρνησης προς όφελος μιας χρήσιμης και κρίσιμης απάντησης στο αίτημα για ασφάλεια.
Από την ένταση των επιχειρημάτων για λιγότερες θεσμικές λειτουργίες, μείωση της διαβούλευσης, συγκεντρωτικότητα στη διοίκηση και ευκολότερη προσπελασιμότητα στην ενδοχώρα των περιορισμών και απαγορεύσεων, ως την ευκολία αποδοχής δραστικής μείωσης των δικαιωμάτων μειονοτήτων ή και τη γενίκευση της λογοκρισίας των ανεπιθύμητων, οχληρών ή και όντως επιβλαβών φωνών, μια ευρεία παλέτα από αποχρώσεις αυταρχικότητας συζητείται πλέον χωρίς περιστροφές μεταξύ φιλελευθέρων στο πλαίσιο θωράκισης της δημοκρατίας.
Αφήνοντας κατά μέρος τους μόνο κατ’ όνομα φιλελεύθερους που δηλώνουν την εκτίμηση ή και το θαυμασμό τους για την αποτελεσματικότητα καθεστώτων όπως αυτά της Ρωσίας ή της Τουρκίας, ως και για τη δραστική εκτελεστικότητα των πολιτικών στην Κίνα, ας δούμε την περίπτωση όντως φιλελευθέρων που προτείνουν τη χωρίς περιστροφές ενίσχυση του πλαισίου απαγορεύσεων από την πολιτεία απέναντι στους άφρονες πολίτες, το ενδεχόμενο μιας υπερμεταρρυθμιστικής μη πολιτικής διακυβέρνησης ή ακόμα και τον περιορισμό της δυτικής republic στο υπόδειγμα διακυβέρνησης από μια αριστοκρατία της γνώσης, την επιστημοκρατία, όπως υποστηρίζει μεταξύ άλλων ο ελευθεριακός (libertarian) στοχαστής και καθηγητής φιλοσοφίας Τζέισον Μπρένναν (Εναντίον της δημοκρατίας, μτφ. Ν.Ρούσσος, εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2018).
Πρόκειται για απόψεις που έστω και με αισθητά διαφοροποιούμενες εκδοχές, συγκεντρώνουν βαθμιαία όλο και περισσότερους υποστηρικτές.
Είναι απόλυτα εύλογο και αναμενόμενο να ασκείται κριτική στις ηγεσίες των δημοκρατιών, όταν χάνουν την επαφή τους με την ωμή πραγματικότητα του δρώντος κόσμου, όπως πολλοί θα πουν ότι με αυξημένη συχνότητα παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, και όταν καλύπτουν την όχι σπάνια διαχειριστική τους ανεπάρκεια πίσω από την αφηρημένη επίκληση της αποκέντρωσης της εξουσίας ή της εξυπηρέτησης των δημοκρατικών αρχών.
Είναι ταυτόχρονα όμως πολλαπλά ανησυχητικό να κανονικοποιούμε την εύκολη καταφυγή στην αυταρχικότητα ή πολύ περισσότερο την εκπαραθύρωση της δημοκρατικής νομιμοποίησης χάριν της τεχνοκρατικής αποτελεσματικότητας.
Η παράδοση της εξουσίας στην ελίτ των σοφών υπήρξε μια σαγηνευτική ιδέα από την εποχή που ο Πλάτων δίδασκε μέσα στα λιόφυτα των Αθηνών. Τι άλλο περιγράφει στην «Πολιτεία» του από αυτό ακριβώς; Η αριστοκρατία, όμως, έχει ένα τεράστιο μειονέκτημα, όποια και αν είναι η ταυτότητα των «αρίστων», που μπορούν πολύ εύκολα να ανανοηματοδοτηθούν από τους κατέχοντες τη σοφία ακόμα και στους πρωτοκλασάτους ενός ολοκληρωτικού κόμματος.
Ο αποκλεισμός των πολλών από την πολιτική διαδικασία δεν προμηνύει ποτέ αγαθά αποτελέσματα. Η εξουσία φθείρει και διαφθείρει, κοινότοπη αλλά άφευκτη πραγματικότητα βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση. Η γείωση της εξουσίας στη μαζική πολιτική δεν προστατεύει πάντα από τις κακοτοπιές, αλλά αφοπλίζει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο της υπερβολικής συγκέντρωσης της ισχύος. Οι ΗΠΑ νίκησαν την ΕΣΣΔ όχι παρά το ότι ήταν δημοκρατία, αλλά επειδή ήταν δημοκρατία, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Στη χώρα μας με τα μύρια προβλήματα σε όλο το εύρος των πολιτικών εφαρμογών και διοικητικών λειτουργιών, η αποκέντρωση, η διαβούλευση και η δημοκρατικότητα προβάλλονται διαχρονικά ως τροχοπέδη στην εκτελεστική αποτελεσματικότητα. Η πάγια τακτική των αξιωματούχων να αναγάγουν τις κακοδαιμονίες σε ακριβώς αυτούς τους παράγοντες επιτείνει την αίσθηση, ενώ θα έπρεπε πρωτίστως να κάνουν αυτοκριτική στη βάση της προσωπικής και κυρίως της συστημικής ανεπάρκειας.
Μιας ανεπάρκειας που σύσσωμη σχεδόν η πολιτική τάξη και το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού σώματος της χώρας υποθάλπουν, μέσω σύμπραξης ή αβελτηρίας. Πολλά από τα μεταρρυθμιστικά σχήματα που πομπωδώς εξαγγέλονται καταλήγουν να διαιωνίζουν τις παθογένειες, άλλοτε εξαντλούμενα σε ημίμετρα για να μη θίξουν τις βολεμένες και ωφελούμενες δικλείδες του συστήματος και άλλοτε απλώς διαλυόμενα ως επικοινωνιακές φούσκες στον αέρα.
Ο αυταρχισμός -η λέξη φοβίζει και συνήθως ζητά εναλλακτικές, όμως ας είμαστε ειλικρινείς- είναι ένα βολικό καταφύγιο, γεννά προσδοκία για εύκολη απάντηση της δημοκρατίας στο έλλειμμα εκτελεστικότητας. Πόσο βιώσιμη είναι όμως μια τέτοια δίοδος και πού θα μας βγάλει; Στην επόμενη μεγάλη δυσκολία ποια θα είναι η απάντηση στο πρόβλημα, περισσότερος αυταρχισμός;
Και όταν η μία μετά την άλλη κυβερνήσεις θα αποτυγχάνουν να αρθούν στο ύψος των προσδοκιών μας τι θα κάνουμε; Θα αναζητήσουμε μια άλλη πόσο πια αυταρχική; Φαύλος κύκλος για τη δημοκρατία. Εξίσου απευκτέα και η εκχώρηση της διακυβέρνησης σε μια ομάδα μη πολιτικών ειδικών, που απαλλαγμένοι τάχα από το πολιτικό κόστος θα εξυγιάνουν το δημοκρατικό μας σύστημα.
Φενάκη η προσδοκία αυτή. Γιατί πολύ απλά κάθε σύστημα εξουσίας επιδιώκει την αυτοσυντήρηση και διαιώνισή του, οπότε αυτόματα δημιουργεί κοινό προνομιούχων, ενώ η προφανής καταφυγή για τη γεφύρωση του ελλείμματος νομιμοποίησης εύκολα θα γίνει ο οξύς αυταρχισμός. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μια από τις εκδοχές του συστημικού αυταρχισμού του 20ού αιώνα υπήρξε ο «επιστημονικός» με προτυπική εκδοχή του το Nuevo Estado στην Πορτογαλία του καθηγητή Σαλαζάρ.
Η βιώσιμη λύση για τη δημοκρατία στον 21ο αιώνα, στην Ελλάδα και στον κόσμο, είναι περισσότερη δημοκρατία. Περισσότερη δημοκρατία θα πει: διεύρυνση της διάκρισης και αλληλοελέγχου των εξουσιών, αύξηση της λογοδοσίας σε όλα τα επίπεδα, διαρκής βελτίωση της κατά κεφαλή πολιτικής παιδείας, θεσμική εμβάθυνση, θωράκιση της αποκέντρωσης.
Μοιάζουν θεωρητικά όλα αυτά ίσως, πίσω όμως από το καθένα κρύβονται για την Ελλάδα συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, όπως πχ η ενίσχυση του ρόλου του κοινοβουλίου, η ουσιαστική αναδιάρθρωση αρμοδιοτήτων, πράγματα που συστηματικά η ελληνική πολιτική τάξη αποφεύγει και οι πολίτες δεν επιβάλλουν.
Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας σε αυτή την κατεύθυνση. Μόνο μια δομική πίεση από την κοινωνική βάση μπορεί να ωθήσει στην Ελλάδα τις πολιτικές δυνάμεις να περιορίσουν την αταβιστική αναπαραγωγή του κομματοκρατικού συστήματος προνομίων.
Η δημοκρατική μας πολιτεία, στο κατώφλι του τρίτου αιώνα του ελεύθερου εθνικού μας βίου, έχει ανάγκη μια αναθεώρηση των προτεραιοτήτων και των στόχων της. Δεν είναι ζήτημα απλώς προσώπων η επίλυση των χρόνιων προβλημάτων σε κομβικούς τομείς της δημόσιας πραγματικότητας, τα ζητήματα είναι πολύ πιο ουσιαστικά από αυτό.
Οι πολιτικές δυνάμεις μόνο σε μικρό βαθμό θέλουν να πιέζουν τις απολιθωμένες δομές του συστήματος, στην καλύτερη περίπτωση επιλέγοντας να τις παρακάμπτουν, ψηφιοποιώντας πχ τη γραφειοκρατία. Σκοπός όμως είναι η αναδιάρθρωση των ίδιων των δομών και των λειτουργιών, όχι η εικονική τους παράκαμψη.
Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται αέρα και χώρο, για να αναπνεύσουν γενιές που ήδη ασθμαίνουν και θα συνεχίσουν μπαίνοντας στον μύλο της πραγματικής ζωής. Η δύναμη για αυτές τις αλλαγές πρέπει να προέλθει από την ίδια την κοινωνία, τα αιτήματα κοινωνικής βάσης πρέπει να σωματοποιηθούν και να γίνουν μηχανισμός αλλαγής όσων μας κρατούν πίσω. Ελευθερία και δημοκρατία, όχι βήματα πίσω.
* Ο Γιάννης Χαραλαμπίδης είναι Ιστορικός, ΠΜΣ Σύγχρονη Ελληνική & Ευρωπαϊκή Ιστορία, Πανεπιστήμιο Κρήτης