Του Γιάννη Σιδέρη
Αμήχανοι οι υπουργοί Προστασίας του Πολίτη, παραδέρνουν μεταξύ εφ'' ω ετάχθησαν και της δυσανεξίας που υπάρχει στον κομματικό ΣΥΡΙΖΑ, γι'' αυτό που αποκαλείται Δημόσια Τάξη. Έτσι αντί να επιδοθούν σε σχεδιασμό μέτρων που θα την προασπίσουν, κρύβονται πίσω από τον φερετζέ αφελών πολιτικοκοινωνικών αναλύσεων προκειμένου να αιτιολογήσουν την αδράνειά τους.
Χαρακτηριστικό ως παράδειγμα - όχι ως μέγιστο πρόβλημα - η αντιμετώπιση του Ρουβίκωνα, παρ'' ότι εδώ έχουμε ξαναγράψει ότι είναι μια ομάδα χαμηλής παραβατικότητας και δεν συνιστά τρομοκρατική οργάνωση, στο μέτρο που δεν επιβουλεύεται την ανθρώπινη ζωή. Προς το παρόν τουλάχιστον περιορίζεται σε μια δράση χαμηλής παραβατικότητας αλλά μεγάλης επικοινωνιακής φασαρίας, και ανθεί μέσα στο κλίμα ανοχής της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας, όπου η κάθε μικρή ομάδα εξουσιαστικά και ενίοτε εκτός νομικών πλαισίων, προβάλει τα αιτήματά της.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι υπουργοί ΠροΠο πρέπει να τον κανακεύουν και οι πρόεδροι της Βουλής να τον στέλνουν σπίτι του μετατρέποντας τα αστυνομικά αυτοκίνητα σε ταξί. Το πρόβλημα με τον Ρουβίκωνα, πέραν των μικροκαταστροφών δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, είναι το στραπατσάρισμα τη διεθνούς εικόνας της χώρας σε ένα ευαίσθητο τοπίο: Τις ξένες πρεσβείες. Η «παρέμβαση» στις πρεσβείες έχει συμβεί μόνο σε κράτη υπό εξεγερσιακό αναβρασμό, όπου καταλύθηκαν οι Αρχές. Οι πρεσβείες είναι ενισχυτικός πομπός της εικόνας που μεταδίδεται στον πλανήτη, με καταστροφικά αποτελέσματα στην υπόληψη της χώρας, η οποία δίνει την εντύπωση διαλυμένου κράτους (failed state).
Ωστόσο, οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ επιδίδονται σε λεκτικές ακροβασίες προκειμένου να δικαιολογήσουν την αδράνειά τους. «Ιδεολογικό μωρό που μπουσουλάει» είχε χαρακτηρίσει την οργάνωση ο Νίκος Τόσκας, ως να ήταν θεωρητικός των κινημάτων και όχι υπουργός που όφειλε να αντιμετωπίσει τη δράση της.
Αν αναφερόμαστε - ενδεικτικά πάντα - στην οργάνωση είναι γιατί και η νέα υπουργός Όλγα Γεροβασίλη, όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξης την Εφ.Συν για το αν ο «Ρουβίκωνας» αποτελεί απειλή ή κάνει ακτιβισμό, αντί να απαντήσει ευθέως, και να αιτιολογήσει την όποια στάση της απέναντί του, επιτέθηκε… στη ΝΔ, κατηγορώντας την ότι «η εμμονή της με τον «Ρουβίκωνα» δείχνε την ιδεολογική απομόνωση από τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας»! Πρόσθεσε δε, ότι: «Αυτοί που φωνασκούν, γιατί δήθεν η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την οργάνωση αυτή, είναι οι ίδιοι που ενισχύουν πολλαπλασιαστικά το σήμα των πρακτικών της, παίζοντας ουσιαστικά το παιχνίδι της! (καταλάβαμε! Η ΝΔ και κυρίως τα ΜΜΕ φταίνε, γιατί ενισχύουν πολλαπλασιαστικά τα σήμα της οργάνωσης, παίζοντας το παιχνίδι της!).
Σε άλλο δε σημείο της συνέντευξης, αναφερόμενη στην τρομοκρατία, καταφεύγει στην παραδοσιακή αριστερή φιλολογία, που συνοψίζεται στο ότι φταίει η δεδομένη κοινωνία που τους δημιουργεί. Λέει: «Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις την τρομοκρατία είναι να εξαλείψεις προληπτικά τις αιτίες που τη γεννούν να χτυπήσεις τη διαφθορά, την απαξίωση τη πολιτικής, τον αποκλεισμό, τις ανισότητες (σ.σ. Αφενός να θυμίσουμε ότι υπάρχει και ακροδεξιά τρομοκρατία η οποία δεν έχει ταυτόσημες γενεσιουργές αιτίες με την Αριστερά. Αφετέρου όταν εξαλειφθούν όλα αυτά που αναφέρει η υπουργός - δηλαδή ποτέ - και μετατραπούμε σε ευτυχισμένη κοινωνία αγγέλων με λουλούδια στα μαλλιά, δεν θα χρειαζόμαστε υπουργούς ΠΡοΠο. Τώρα τους χρειαζόμαστε)!
Πέραν όμως της «χαβαλετζίδικης» δράσης της συγκεκριμένης οργάνωσης (η οποία επιτελεί και κάτι… θετικό, καταδεικνύει τα κενά ασφαλείας του συστήματος!), δεν είναι η τρομοκρατία αυτή την στιγμή το μείζον θέμα, αλλά η διάχυτη εγκληματικότητα του κοινού ποινικού εγκλήματος (αυτού για το οποίο ο απελθών υπουργός μας είχε συμβουλεύσει να κάνουμε ότι κοιμόμαστε).
Βρισκόμαστε στο 2018 αλλά η αντιμετώπιση της αστυνομικής δράσης για το χώρο του βαθέως ΣΥΡΙΖΑ, είναι «κλειδωμένη» στην οπτική της μετεμφυλιακής εικόνας του χωροφύλακα. Λες και η Αστυνομία είναι αντιδημοκρατικός θεσμός και όχι αρμός του κράτους μιας δημοκρατικής χώρας που προασπίζει την ασφάλεια και την ελευθερία του πολίτη. Είναι άλλο να κρίνει κανείς ότι χρήζει περαιτέρω εκδημοκρατισμού, και άλλο να την καθιστά επιχειρησιακά αναποτελεσματική στο όνομα των ιδεολογημάτων καθηλωμένων σε βιώματα της δεκαετίας του '50.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά με θεωρίες στα προβλήματα ασφάλειας που θέτει η επικαιρότητα, όπως το πρόσφατο έγκλημα στου Φιλοπάππου ή το διαρκές τσουνάμι διαρρήξεων. Η νέα υπουργός, όσο προλάβει γιατί ο χρόνος είναι προεκλογικός και άρα πεπερασμένος, καλείται να επιληφθεί:
Να επιφέρει αναβάθμιση της πολιτικής ασφάλειας και της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας που είναι το μείζον πρόβλημα.
Να συμβάλει στον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της ελληνικής αστυνομίας, καθώς είναι δεδομένο ότι υπάρχουν ισχυροί θύλακες ακροδεξιάς απόκλισης.
Να ενισχύσει τον εσωτερικό έλεγχο για διαφθορά.
Στο μέτρο του δυνατού να βελτιώσει την υλικοτεχνική υποδομή.
Τέλος, να φροντίσει να ενισχυθεί η ασφάλεια στις γειτονιές. Να επιτείνει το σχέδιο Τόσκα για πεζές περιπολίες, ειδικά εκεί όπου κράτος κι εξουσία έχει ο φόβος, και οι πολίτες κλείνονται αποβραδίς στα σπίτια τους, από τον φόβο των κακοποιών.