Η νόμιμη, πλην πολιτικά μη αποδεκτή, διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του κ. Ν. Ανδρουλάκη ανέδειξε τον αναχρονιστικό χαρακτήρα, τις παθογένειες και τα κενά που χαρακτηρίζουν το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στη χώρα μας. Έφερε, επιπλέον, στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου τον σκοτεινό, και ολοένα πιο επιθετικό, τρόπο με τον οποίο τρίτα πρόσωπα επιχειρούν να αξιοποιήσουν την ψηφιακή τεχνολογία με σκοπό να χρησιμοποιήσουν για ίδιο όφελος όψεις της ιδιωτικής ζωής των πολιτών.
Αντιμέτωπη με την προοπτική μιας δυστοπικής πραγματικότητας που θέτει σε κίνδυνο ατομικές ελευθερίες και παραβιάζει θεμελιώδεις κανόνες του κράτους δικαίου, η Κυβέρνηση επέλεξε από την πρώτη στιγμή να διερευνήσει κοινοβουλευτικά όλες τις πτυχές του ζητήματος, να ενθαρρύνει και να διευκολύνει τη δικαστική έρευνα και εντέλει να αντιμετωπίσει νομοθετικά τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών με σχέδιο νόμου που ψηφίστηκε χθες από τη Βουλή.
Αυτή τη νομοθετική πρωτοβουλία, που αναγνωρίζει γενναία τα λάθη, τις αδυναμίες και τις παραλείψεις δεκαετιών η Αξιωματική Αντιπολίτευση την είδε δυστυχώς ως μια ακόμη αφορμή για να δηλητηριαστεί η πολιτική ζωή του τόπου αλλά και μια ευκαιρία για να εκφραστεί ένας υπέρμετρος «δικαιωματισμός» που αγνοεί παντελώς την ανάγκη να συναιρεθεί η προστασία της ιδιωτικής ζωής με την υπεράσπιση της εθνικής ασφάλειας.
Ως προς αυτή την τελευταία έννοια, πολύ μελάνι χύθηκε για το τι συνιστά «λόγος εθνικής ασφάλειας», ικανός να οδηγήσει στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ενός προσώπου. Ασκήθηκε κριτική ότι, στην αρχική του μορφή τουλάχιστον, το σχέδιο νόμου διεύρυνε υπερβολικά τους λόγους εθνικής ασφάλειας, δίνοντας την αίσθηση ότι η ΕΥΠ μπορεί να παρακολουθεί τους πάντες για τα πάντα, χωρίς καν την επίκληση της διερεύνησης ενός σοβαρού εγκλήματος. Για το λόγο αυτό υποστηρίχθηκε ότι η έννοια της εθνικής ασφάλειας και κατ’ επέκταση οι «λόγοι» που σχετίζονται με αυτήν και αιτιολογούν την άρση του απορρήτου θα πρέπει να περιοριστούν εννοιολογικά με τα έννομα αγαθά που τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα και η προσβολή των οποίων συνιστά έγκλημα.
Κατά τη γνώμη μου, η υιοθέτηση αυτής της περιοριστικής προσέγγισης έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αποστολής μιας εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών μόνο στη διερεύνηση και πρόληψη εκείνων των απειλών για την εθνική ασφάλεια που συνδέονται άμεσα με τα έννομα αγαθά που σχετίζονται με αυτήν και τυποποιούνται συνταγματικά, ήτοι την εδαφική ακεραιότητα, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος, την αμυντική ικανότητα, της διεθνούς ειρήνης και των διεθνών σχέσεων της χώρας. Αγνοεί, αντίθετα, μια σειρά από απειλές που ενώ φαινομενικά ή σε πρώτο χρόνο δε συνδέονται με τα παραπάνω έννομα αγαθά, η μη αντιμετώπισή τους δύναται να οδηγήσει σε προσβολή τους. Αυτές είχε σκοπό πρωτίστως να τυποποιήσει, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης.
Ως προς αυτό το ζήτημα, η επίκληση που έγινε από αρκετούς της νομολογίας του ΕΔΔΑ ήταν μάλλον επιλεκτική. Το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς η έννοια της εθνικής ασφάλειας, θέτοντας ως προϋπόθεση για τον προσδιορισμό της να έχει μια πραγματολογική βάση. Σε αυτό το πλαίσιο, ως απειλές για την εθνική ασφάλεια το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί μεταξύ άλλων την κατασκοπεία (Roman Zakharov v. Russia, Klass v. Germany) την τρομοκρατία (Klass v. Germany, Weber v. Saravia) την παρότρυνση ή υποστήριξη τρομοκρατικών ενεργειών (Zana v. Turkey), οργανώσεις που υπονομεύουν την ακεραιότητα ή την ασφάλεια του κράτους ( United Communist Party of Turkey v. Turkey), ενέργειες που υπονομεύουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία (Leander v. Sweden).
Επιπλέον, ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) σε σχετική έκθεσή του (2017) επισημαίνει ότι η έννοια της εθνικής ασφάλειας, όπως προσδιορίζεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ πηγαίνει πολύ πέρα από την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και την προστασία των δημοκρατικών θεσμών, περιλαμβάνοντας τη δημόσια ασφάλεια και τις κυβερνοεπιθέσεις σε κρίσιμες υποδομές. Αλλά και στο ενωσιακό δίκαιο, η έννοια της εθνικής ασφάλειας επιδέχεται διευρυμένων ορισμών. H Οδηγία 2002/58/ΕΚ για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ταυτίζει την εθνική ασφάλεια ως κρατική ασφάλεια (άρθρο 15) ενώ η Οδηγία 2004/114/ΕΚ ταυτίζει την εθνική ασφάλεια με τη δημόσια ασφάλεια (άρθρο 6).
Σε κάθε περίπτωση, όσο και να περιορίσουμε εννοιολογικά αυτές τις απειλές – και η κυβέρνηση το έπραξε στο πλαίσιο της διαβούλευσης και της επίτευξης της μέγιστης δυνατής συναίνεσης – αυτές οι σύγχρονες απειλές είναι υπαρκτές. Ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να προσβάλλουν τα έννομα αγαθά που συνδέονται στο Σύνταγμά μας ξεφεύγουν κατά πολύ από το περιορισμένο, ψυχροπολεμικό περιβάλλον, εντός του οποίου αρκετοί φαντάζονται τη λειτουργία της ΕΥΠ. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι μια σύγχρονη και αποτελεσματική υπηρεσία Πληροφοριών, δημοκρατικά ελεγχόμενη, η οποία θα είναι κατάλληλα εκπαιδευμένη να τις εντοπίσει και να αποτρέψει την πραγμάτωσή τους.
* Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης είναι βουλευτής Ρεθύμνου με τη Νέα Δημοκρατία