Του Γιάννη Παντελάκη
O καθηγητής Ρόμπερτ Μονούκιν, με συνέντευξή του (στην Καθημερινή), εξηγεί γιατί το τμήμα διαπραγματεύσεων του Χάρβαρντ τοποθέτησε την διαπραγμάτευση του Τσίπρα με τους Ευρωπαίους εταίρους στην πρώτη θέση της λίστας με τις χειρότερες διαπραγματεύσεις. Και επισημαίνει μεταξύ άλλων, πως η πιο τραγική απόφαση ήταν η απόφαση του δημοψηφίσματος. Και αυτό γιατί αφενός οι πολίτες δεν πρέπει να παίρνουν τέτοιες αποφάσεις όταν το ερώτημα ήταν τόσο τεχνικό, αφετέρου του φάνηκε περίεργο που η Ελληνική κυβέρνηση πίστεψε πως με ένα «όχι» θα πίεζε περισσότερο τους Ευρωπαίους.
Είναι αναγκαίο, να κάνουμε μερικές διευκρινήσεις. Γιατί η υπόθεση είναι νωπή και πρέπει να θυμόμαστε πως είχαν τα γεγονότα αφού αυτά καθορίζουν και τις επιλογές μας. Με το δημοψήφισμα, οι πολίτες καλούντο να απαντήσουν σ ένα τεχνικό ερώτημα, όπως λέει ο καθηγητής; Η απάντηση ήταν πως ναι, η πραγματικότητα της εποχής αυτό ακριβώς έλεγε. Η κυβέρνηση, είχε καταθέσει στους εταίρους μια συγκεκριμένη πρόταση 47 σελίδων με μια σειρά από μέτρα. Ένα μνημόνιο δηλαδή. Η οικονομική διαφορά με τους εταίρους είχε υπολογιστεί από τον ίδιο τον Γιούνκερ σε 60 εκατ. ευρώ! Αυτό, είχε δηλώσει επισημαίνοντας πως οι δυο πλευρές βρισκόντουσαν πολύ κοντά σε συμφωνία. Η Ελληνική κυβέρνηση, δεν το διέψευσε ποτέ. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε πως τα εκατομμύρια της διαφοράς ήταν περισσότερα από 60, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως η κυβέρνηση είχε προτείνει ένα μνημόνιο.
Παρ ότι λοιπόν, οι πολίτες με το δημοψήφισμα αντικειμενικά είχαν να επιλέξουν μεταξύ της πρότασης της Ελληνικής κυβέρνησης και αυτής των δανειστών, η κυβέρνηση φραστικά άλλαξε το περιεχόμενό του. Επένδυσε το δημοψήφισμα με έντονο συναίσθημα, το οποίο ήταν σε έξαρση αφενός γιατί απευθυνόταν σε μια κοινωνία που βρισκόταν σε τεράστια οικονομική πίεση, αφετέρου γιατί είχαν δραματοποιηθεί οι διαπραγματεύσεις με δήθεν αρνήσεις και «κατάργηση των μνημονίων». Έτσι, αντί να πει δημόσια πως το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν «ναι» ή «όχι» στην πρότασή της (το μνημόνιο των 47 σελίδων δηλαδή, όπως αναγραφόταν και στο ψηφοδέλτιο του δημοψηφίσματος), το μετέτρεψε σε «ναι» ή «όχι» στην λιτότητα! Ένα αφήγημα το οποίο δεν ήταν αληθινό, από την στιγμή που η ίδια είχε προτείνει το δικό της μνημόνιο.
Το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, είπε «όχι». Ερμήνευσε το «όχι» ως όχι στην λιτότητα, πως συνθηματολοτικά έλεγε η κυβέρνηση. Η οποία ωστόσο, προβλεπόταν και από το κυβερνητικό μνημόνιο. Νεοελληνικός σουρεαλισμός. Μια κυβερνητική παγίδα στην οποία έπεφταν πολλοί. Η συνέχεια, είναι γνωστή. Η κυβέρνηση, δεν πήρε την επιλογή του «όχι στην λιτότητα» για να την υλοποιήσει, αυτήν άλλωστε πρότεινε στον κόσμο. Πήρε την επιλογή του «ναι» και συμφώνησε σ'' ένα μνημόνιο πολύ σκληρότερο από εκείνο και των 47 σελίδων και εκείνου που τότε πρότειναν οι δανειστές. Τα αποτελέσματα, τα βιώνουμε από τον περασμένο Αύγουστο.
Προφανώς η κυβέρνηση, όπως λέει και ο καθηγητής του Χάρβαρντ, πίστεψε πως με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα πίεζε τους εταίρους. Αν δηλαδή, η πλειονότητα των πολιτών έλεγε «όχι», θ'' αναγκαζόντουσαν να κάνουν υποχωρήσεις. Οι δανειστές, όχι απλά δεν αναγκάστηκαν για κάτι τέτοιο, αλλά θεώρησαν το δημοψήφισμα σαν μια επιλογή των Ελλήνων να παραμείνουν ή όχι στην ευρωζώνη. Έτσι, προετοιμάστηκαν (όπως λέει ο καθηγητής «Μια έξοδος της Ελλάδας δεν θα είχε άμεσες οικονομικές επιπτώσεις στη Δύση») για το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξόδου και αντικειμενικά μετά το δημοψήφισμα διαπραγματεύτηκαν από θέση απόλυτης ισχύος. Και φυσικά, πέτυχαν αυτό που ήθελαν και με το παραπάνω.
Τα γεγονότα αν και είναι πολύ πρόσφατα, χρειάζεται να τα θυμόμαστε. Αυτοί που έκαναν τις διαπραγματεύσεις βρίσκονται στην κυβέρνηση. Και συνεχίζουν να κάνουν διαπραγματεύσεις…