Η «αυλαία» στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, που έπεσε την Παρασκευή με τη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας για το πόρισμα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σχετικά με τις παρακολουθήσεις, σηματοδότησε και τη θερινή ανάπαυλα για το πολιτικό σύστημα, παρά την οξεία αντιπαράθεση του Σαββατοκύριακου.
Τους ρυθμούς «ρίχνει» και η κυβέρνηση, με το κυβερνητικό επιτελείο να επικεντρώνεται πλέον στο σχεδιασμό για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού από το βήμα της ΔΕΘ, με τους υπουργούς, πάντως, να έχουν στο μυαλό τους τη φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο, ότι «τα μέτρα για την καθημερινότητα δεν πάνε διακοπές».
Στο Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκουν ο Σεπτέμβριος να αποτελέσει σημείο επανεκκίνησης, τόσο για το σχεδιαζόμενο κυβερνητικό πρόγραμμα που θα τεθεί σε τροχιά υλοποίησης, όσο και ως προς τα παραγόμενα αποτελέσματα του έργου των υπουργείων, που ήδη εκπονείται, ώστε να αρχίσει και η αλλαγή εικόνας της κυβέρνησης στις μετρήσεις της κοινής γνώμης. Πεποίθηση κυβερνητικών στελεχών είναι ότι αυτό θα επιτευχθεί όταν οι πολίτες αρχίσουν να αντιλαμβάνονται στην καθημερινότητά τους τις αλλαγές, που επιφέρουν μέτρα και πολιτικές που έχουν δρομολογηθεί σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία και προφανώς η οικονομία και η αγορά.
Οι πρώτοι δύο μήνες του φθινοπώρου είναι κρίσιμοι και για έναν ακόμη λόγο. Η επαναλειτουργία της Βουλής και της πολιτικής δραστηριότητας από τον Σεπτέμβριο, θα βρει τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, να επιστρέφουν στις εσωτερικές τους διαδικασίες, με την Κουμουνδούρου να προχωρά σε ένα ακόμη κρίσιμο συνέδριο και τη Χαριλάου Τρικούπη να μπαίνει στην τελική ευθεία για την εκλογή νέας ηγεσίας. Αυτή η συγκυρία δημιουργεί εκ των πραγμάτων, ένα πεδίο στο οποίο η κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει περισσότερο την πραγματικότητα και τα προβλήματα και λιγότερο την πίεση της αντιπολίτευσης, γεγονός, που αυξάνει και τις ευθύνες για επίτευξη απτών αποτελεσμάτων.
Με την ομιλία του προς τους παραγωγικούς φορείς στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα θέσει τους βασικούς άξονες της κυβερνητικής πολιτικής για τον επόμενο χρόνο, με τον σχεδιασμό να βασίζεται σε δύο παραμέτρους: την επιλογή πολιτικών, που θα διατηρήσουν το μεταρρυθμιστικό πρόσημο και την επιλογή πολιτικών, που θα απαντούν σε χρονίζοντα «ανοιχτά» θέματα και προβλήματα της καθημερινότητας.
Σε ένα πολύπλοκο διεθνές περιβάλλον και με τα οικονομικά στοιχεία να μην είναι ανέφελα ούτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κυβέρνηση ρίχνει το βάρος, όπως είναι αναμενόμενο, στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης, της εντατικοποίησης των επενδύσεων και της μείωσης της ανεργίας, εξακολουθούν να αποτελούν το βασικό μέλημα των όποιων επιλογών γίνονται, με στόχο να συνεχιστεί και η αύξηση των εισοδημάτων, που για την κυβέρνηση έχει αναδειχθεί σε κεντρικό στόχο τετραετίας. Ο στόχος αυτός θα επαναληφθεί από το βήμα της ΔΕΘ, απ’ όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να προτάξει και νέες πολιτικές προσανατολισμένες στους άξονες της στεγαστικής κρίσης, της υγείας, του δημογραφικού και της επιδοματικής πολιτικής.
Υπολογίζεται ότι την επόμενη τριετία οι πόροι, που θα διατεθούν για την εφαρμογή της σχεδιαζόμενης στεγαστικής πολιτικής, θα μπορούσαν να υπερβούν τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ, με τέσσερα προγράμματα: το «Σπίτι μου 2» –στο οποίο προωθείται διεύρυνση των ηλικιακών κριτηρίων, ώστε να συμπεριληφθούν και άτομα 40-50 ετών– το πρόγραμμα «Κάλυψη», το «Ανακαινίζω- Νοικιάζω» και το πρόγραμμα «Κοινωνική Αντιπαροχή», που έχουν πρώτο στόχο να καλύψουν τις ανάγκες ευάλωτων πολιτών και οικογενειών.
Η αναδιάρθρωση των κοινωνικών επιδομάτων και η ουσιαστική εξομοίωση των τρίτεκνων με τις πολύτεκνες οικογένειες, συγκαταλέγονται στις επικείμενες ανακοινώσεις, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο για το δημογραφικό. Η αναδιάρθρωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, με την κάλυψη κενών θέσεων ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, όπως και την ανακαίνιση των υποδομών, προτάσσονται, επίσης, στις προτεραιότητες, που θα θέσει ο πρωθυπουργός.
Σε όλο αυτό το διάστημα, πάντως, σε πλήρη εξέλιξη αναμένεται να παραμείνουν τα μέτρα για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων και της ακρίβειας, κυρίως σε ό,τι αφορά στα τρόφιμα και την ενέργεια, με τα αρμόδια υπουργεία να επανεξετάζουν τις δυνατότητες, που έχουν από το φθινόπωρο.