Ο «κατηφορικός» δρόμος, που ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να ακολουθεί από τις εθνικές εκλογές του 2023, έως και σήμερα, με σταθμούς τρεις διασπάσεις, εσωκομματικές κάλπες και το καταλυτικό «πέρασμα» του Στέφανου Κασσελάκη από την Κουμουνδούρου, φτάνει πλέον στο τέλος του, με τα κυβερνητικά στελέχη να εκτιμούν ότι ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απωλέσει εδώ και πολλούς μήνες την ουσία του θεσμικού του ρόλου.
Το πιο παράδοξο είναι ότι, κατά κάποιο τρόπο, οι εξελίξεις τείνουν να «εναρμονίσουν» την πραγματικότητα των δημοσκοπήσεων με τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απωλέσει τη θέση της δεύτερης πολιτικής δύναμης στις μετρήσεις, ήδη από το καλοκαίρι, μετά τις ευρωεκλογές, όταν άρχισε να βυθίζεται και πάλι στην εσωστρέφεια, δίνοντας χώρο και χρόνο στο ΠΑΣΟΚ να επιστρέψει στο πολιτικό στερέωμα, ως δεύτερο κόμμα, με την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία και την επαναφορά στελεχών του, όπως η Άννα Διαμαντοπούλου και ο Παύλος Γερουλάνος στην πρώτη γραμμή να του δίνουν δημοσκοπικό «αέρα».
Με κάποιον τρόπο, η κυβέρνηση φαίνεται να είχε «διαβάσει» από την αρχή τις εξελίξεις. Ήδη, από το καλοκαίρι, επέλεγε, για παράδειγμα να απαντά στη Χαριλάου Τρικούπη, αντί του ΣΥΡΙΖΑ, αναμένοντας την επιλογή των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ για την ηγεσία, ενώ στην πρώτη κοινοβουλευτική «μάχη» των αρχηγών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη στάση του «έδειξε» ότι ο αντίπαλός του στη Βουλή είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης. Υπό αυτό το πρίσμα, το κυβερνητικό επιτελείο έχει ξεκινήσει το «στενό μαρκάρισμα» στο ΠΑΣΟΚ, δηλώνοντας ότι δε μπορεί κανένας να υποτιμήσει τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και επιχειρώντας να αναδείξει τις «ανεπάρκειες» της Χαριλάου Τρικούπη, χωρίς να δίνει «περίοδο χάριτος».
Πρώτο σημείο κριτικής και αντιπαράθεσης, η στάση του ΠΑΣΟΚ μέσα στη Βουλή και μπροστά σε ψηφοφορίες νομοσχεδίων, που φέρουν, είτε αυτό, που η κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως «μεταρρυθμιστική σφραγίδα», είτε απαντούν σε αδυναμίες, που αναγνωρίζονται από όλους, είτε, ακόμα, αγγίζουν εκπεφρασμένες θέσεις της Χαριλάου Τρικούπη, τις οποίες απεμπολεί χάριν αντιπολιτευτικής τακτικής. Η άρνηση του Νίκου Ανδρουλάκη να υπερψηφίσει νομοσχέδια, όπως του ΑΣΕΠ πρόσφατα, προστίθενται στην κυβερνητική «φαρέτρα» της κριτικής ότι το ΠΑΣΟΚ αποτελεί μια αντιπολίτευση του «όχι σε όλα», μαζί με τη στάση, που είχε τηρήσει στο παρελθόν σε νομοσχέδια, όπως η επιστολική ψήφος ή η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων.
Δεύτερο σημείο, για τα κυβερνητικά στελέχη, η έλλειψη αντιπρότασης από το ΠΑΣΟΚ για όλα τα μείζονα θέματα. Από την κυβέρνηση μιλούν για εύκολη κριτική, που όμως δε συνοδεύεται από την παρουσίαση εναλλακτικών, αλλά και εφαρμόσιμων και κοστολογημένων πολιτικών. Αυτή η κριτική πριμοδοτεί ταυτόχρονα, όμως, την κυβέρνηση και την άποψη που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πείθει αυτή την ώρα για την κυβερνησιμότητά του. Μπορεί τα ποσοστά του να αυξάνουν δημοσκοπικά, ωστόσο, ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης καταγράφεται από τους πολίτες ως εναλλακτική λύση για την πρωθυπουργία, ούτε το κόμμα ως εναλλακτική κυβέρνηση.
Το Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκει να μην αφήσει αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά για το ΠΑΣΟΚ να αλλάξουν. Από τη μία πλευρά, η δημιουργία ενός «αντιπάλου» είναι απαραίτητη, διότι αυτή είναι που οδηγεί σε συσπείρωση δυνάμεων, από την άλλη, η ανάδειξη των ελλειμμάτων στην πολιτική πρόταση της Χαριλάου Τρικούπη μπορεί να ενισχύσει το κυβερνητικό και πρωθυπουργικό προφίλ, εμφανίζοντας τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως τη μοναδική επιλογή για τη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και ό,τι αυτή συνεπάγεται για την πορεία της χώρας.
Στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ - με την πολυδιάσπασή του να έχει οδηγήσει στη δημιουργία δύο κομμάτων, από τα «σπλάχνα» του, μέσα σε ένα χρόνο - ουσιαστικά θέτει την Κουμουνδούρου εκτός κυβερνητικής τροχιάς. Η «μάχη», επομένως, είναι απέναντι στο ΠΑΣΟΚ με μήλον της έριδος το 15% του εκλογικού σώματος, που τηρεί στάση αναμονής και καταγράφεται στη «γκρίζα ζώνη» των δημοσκοπήσεων.
Για το Μέγαρο Μαξίμου, το επίδικο είναι να πεισθεί αυτό το κομμάτι του εκλογικού σώματος ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να απαντήσει στις προκλήσεις των επόμενων ετών, διασφαλίζοντας το θετικό πρόσημο στην οικονομία, τη μείωση της ανεργίας και των φόρων και την ενίσχυση των εισοδημάτων, με επίκεντρο τη μεσαία τάξη, τη βελτίωση της καθημερινότητας σε κρίσιμους τομείς όπως η υγεία, η παιδεία και η στέγαση, όπως και η ισχυροποίηση της χώρας στον ευρωπαϊκό πυρήνα, εν μέσω διεθνούς ρευστότητας, μετά και το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών.
Μετά την πλήρη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, από την πολιτική ατζέντα, βγαίνει πλέον το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» αφήγημα, με το επόμενο διακύβευμα και τη δημιουργία των δύο πόλων στο πολιτικό σκηνικό να παραμένουν ακόμη ασαφείς και υπό διαμόρφωση.