Αν η πρώτη κάλπη των αυτοδιοικητικών εκλογών ερμηνεύτηκε ως επαναβεβαίωση της ψήφου εμπιστοσύνης, που έδωσαν οι πολίτες στη Νέα Δημοκρατία, στις εθνικές εκλογές και η δεύτερη ως ένα μήνυμα ότι η ψήφος αυτή δεν αντιστοιχεί σε «λευκή επιταγή», οι εξελίξεις, που ακολούθησαν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκαναν σαφές ότι η κυβέρνηση καλείται να «περπατήσει» σε έναν δρόμο, που τουλάχιστον στο εσωτερικό πεδίο, δεν φαίνεται να έχει ούτε εμπόδια, ούτε πολιτικές εντάσεις, που να την αφορούν.
Στην ποδοσφαιρική γλώσσα το περιγράφουν αυτό ως μια ομάδα που «παίζει μόνη της στο γήπεδο». Μόνο, που σε αυτές τις περιπτώσεις, οι «φίλαθλοι» έχουν μεγάλες απαιτήσεις.
Με τη σημερινή εικόνα του πολιτικού σκηνικού, η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση αναμετράται με τον εαυτό της και αυτό δεν είναι πάντα καλό. Έχει παρουσιάσει, πριν τις εθνικές εκλογές, ένα συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα, έχει θέσει προτεραιότητες, οι οποίες έχουν πλέον ανασχεδιαστεί με βάση και τις ανάγκες, που αναδείχθηκαν μέσα στο δύσκολο καλοκαίρι, έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να τις εφαρμόσει και έως σήμερα, τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους για να τις χρηματοδοτήσει.
Σημείο αιχμής για την κυβέρνηση, ενδεχομένως και «ατού» σε αυτό τον δρόμο, εξακολουθεί να είναι η οικονομία. Από την Αθήνα η Κριστίν Λαγκάρντ έκανε λόγο για «γιορτή της ελληνικής οικονομίας» και προανήγγειλε νέες συμφωνίες στον τραπεζικό τομέα, μια εικόνα, που συμπληρώνεται από την επιβεβαίωση της επενδυτικής βαθμίδας για τη χώρα και από την S&P την προηγούμενη εβδομάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση –μαζί με τις ήδη νομοθετημένες αυξήσεις σε μισθούς του δημοσίου και τις συντάξεις- διατηρεί τη δυνατότητα εξαγγελίας μέτρων στήριξης για τα ευάλωτα νοικοκυριά, αφήνοντας «ανοιχτό παράθυρο» για επιπλέον στοχευμένα μέτρα, αν παραστεί ανάγκη, εξαιτίας των επιπτώσεων του πολέμου στη Μέση Ανατολή.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει πολλές φορές ότι βούληση της κυβέρνησης αποτελεί η συνέχιση του μεταρρυθμιστικού έργου, κατανοώντας τόσο τις προσδοκίες και απαιτήσεις των πολιτών, όσο και το «πλεονέκτημα» της συγκυρίας, που θα πρέπει η κυβέρνησή του να αξιοποιήσει.
Αιχμή των προωθούμενων αλλαγών παραμένουν οι τομές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους - παράδειγμα το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών για την επιλογή των Διοικήσεων στους δημόσιους φορείς- η εισαγωγή της Τεχνητής Νοημοσύνης σε καίρια πεδία -για παράδειγμα ο σχεδιασμός για την επόμενη αντιπυρική περίοδο, οπότε προβλέπεται να τοποθετηθούν σε κεραίες κινητής τηλεφωνίας σε όλες τις δασικές περιοχές της χώρας μικροκάμερες μεγάλής εμβέλειας και radar νυκτός- η ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αλλά και της παιδείας, με την είσοδο ψηφιακών εργαλείων.
Στο κυβερνητικό επιτελείο επιμένουν να λένε ότι ο προσανατολισμός είναι αμιγώς στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων και της επίλυσης των προβλημάτων στην καθημερινότητα των πολιτών. Στον ευοίωνο περιβάλλον, που περιγράφεται από πολλούς, ωστόσο, ελλοχεύει κι ένας κίνδυνος, αυτός της χαλάρωσης ή της αλαζονείας.
Και αυτό το ενδεχόμενο δημιουργεί έντονο προβληματισμό, με τον πρωθυπουργό να σπεύδει με κάθε ευκαιρία να χτυπά «καμπανάκι κινδύνου» στους υπουργούς και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Άλλωστε, το αίσθημα του εφησυχασμού, θα μπορούσε, όπως επισημαίνουν, να οδηγήσει στο να χαθεί μια ευκαιρία και η κυβέρνηση να χάσει από τον «κακό εαυτό της».
Μπορεί αυτήν την ώρα, το ενδιαφέρον να στρέφεται στις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και την άγνωστη επόμενη ημέρα για την αξιωματική αντιπολίτευση, άπαντες γνωρίζουν όμως ότι οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι, ώστε η κυβέρνηση να δώσει απτά δείγματα έργου. Και αυτό είναι το «στοίχημα», που η κυβέρνηση καλείται να κερδίσει. Με ενδιαφέρον αναμένονται και οι πρώτες δημοσκοπήσεις, τις επόμενες ημέρες, που θα αποτυπώνουν το πολιτικό κλίμα στον απόηχο των τελευταίων γεγονότων.
Τα ευρήματα αυτά θα δώσουν και τον τόνο στην πολιτική αντιπαράθεση -που τα τελευταία, κυρίως, 24ωρα έχει περάσει όχι σε δεύτερο, αλλά σε τρίτο πλάνο- επανακαθορίζοντας την πολιτική ατζέντα για το κυβερνητικό και τα κομματικά επιτελεία.
Η πρώτη δημοσκόπηση πάντως της GPO δίνει ένα πρώτο στίγμα, αποτυπώνοντας διατήρηση των δυνάμεων για τη Νέα Δημοκρατία στο 36,6%, κατάρρευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, που καταγράφει 12,9% και το ΠΑΣΟΚ να παραμένει στο 11,9%.