Η πρόταση δυσπιστίας και ο κίνδυνος πολιτικής αποσταθεροποίησης που «βλέπει» η κυβέρνηση

Η πρόταση δυσπιστίας και ο κίνδυνος πολιτικής αποσταθεροποίησης που «βλέπει» η κυβέρνηση

Η προαναγγελθείσα, από το ΠΑΣΟΚ, πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης,«επικυρώθηκε» σήμερα δια στόματος Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος, την ώρα, που παρουσιαζόταν το πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας των Μεταφορών, δήλωσε ότι υπάρχουν πλέον τα στοιχεία εκείνα, που καταδεικνύουν «βαριές ευθύνες» της κυβέρνησης και στοιχειοθετούν τους λόγους για την αμφισβήτησή της. Η κίνηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ αναμένεται να πάρει την κοινοβουλευτική οδό την ερχόμενη εβδομάδα.

Με την ολομέλεια να συζητά και να ψηφίζει την Τρίτη την σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τον Χρήστο Τριαντόπουλο και την επομένη να πραγματοποιείται η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών, ο ίδιος προανήγγειλε ότι την Τετάρτη θα την καταθέσει επισήμως. Για την υποβολή της απαιτούνται 50 υπογραφές, γεγονός, που σημαίνει ότι θα πρέπει να συνυπογράψουν και κόμματα της ήσσονος αντιπολίτευσης. Αυτός ήταν και ο λόγος, που η πρόταση δεν κατατέθηκε με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ πριν από τα συλλαλητήρια, όπως επεδίωκε η Κουμουνδούρου και αρνήθηκε η Χαριλάου Τρικούπη.

Στην παρούσα συγκυρία, η κυβέρνηση θέτει ως αντίλογο στις κινήσεις της αντιπολίτευσης, τον κίνδυνο της πολιτικής αποσταθεροποίησης, διαβλέποντας τη διάχυση μιας τέτοιας αστάθειας συνολικά για τη χώρα, σε μια στιγμή, όπως επισημαίνουν στο Μέγαρο Μαξίμου, που οι γεωπολιτικές αναταράξεις μπορούν να επιφέρουν ακόμη και τεκτονικές αλλαγές. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απέδωσε στην αντιπολίτευση την πρόθεση η χώρα να οδηγηθεί στο «κενό».

Η κυβερνητική «ανάγνωση» βασίζεται στα δημοσκοπικά ευρήματα, που στο σύνολό τους, καταλήγουν σε δύο βασικά συμπεράσματα: πρώτον, ότι η κυβέρνηση έχει απώλειες των ποσοστών της, ωστόσο η διαφορά της από το ΠΑΣΟΚ, που επίσης καταγράφει πτώση, παραμένει σχεδόν διψήφια σε όλες τις μετρήσεις, δεύτερον, ότι με τις εκλογικές δυνάμεις, που αποτυπώνονται είναι μάλλον αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης την επομένη στην περίπτωση εκλογών. Ενδεικτική είναι και η έρευνα της Pulse, που δείχνει εννέα κόμματα να ξεπερνούν το όριο του 3%. Η Νέα Δημοκρατία, με 24% στην πρόθεση ψήφου και 28,5% στο σενάριο κατανομής των αναποφάσιστων, παραμένει πρώτη, με διαφορά 13 ποσοστιαίων μονάδων από το ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται στο 13% και 15,5% αντίστοιχα.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση αναμένει τη διεξαγωγή των συλλαλητηρίων, επενδύοντας στην ομαλότητα και τη διασφάλιση τους και εν συνεχεία την τριπλή, όπως όλα δείχνουν, κοινοβουλευτική «μάχη», που έπεται. Η επίφοβη πρόβλεψη αφορά στο «μετά», κατά πόσο δηλαδή, οι συνθήκες, που θα έχουν διαμορφωθεί να εξακολουθήσουν να συντηρούν μια μονοθεματική ατζέντα ή αν θα υπάρξει «χώρος» για την ανάπτυξη και αντιπαράθεση και επί άλλων ζητημάτων, με δεδομένο ότι οι πολίτες χαρακτηρίζουν στις μετρήσεις το θέμα των Τεμπών ως σημαντικό, σε ποσοστά που αγγίζουν το 80%.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε στο υπουργικό συμβούλιο για τους κοινοβουλευτικούς κανόνες, σημειώνοντας το χαρακτηριστικό «η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Παρότι κάποιοι «διάβασαν» πίσω από αυτές τις γραμμές ο πρωθυπουργός να αφήνει ανοιχτό ενδεχόμενο και για κινήσεις από πλευράς του, στο κυβερνητικό επιτελείο απορρίπτουν κάθε σενάρια περί πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, για όλους τους παραπάνω λόγους. Σε κάθε περίπτωση, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, καλούνται να διανύσουν ένα κρίσιμο δεκαήμερο, που θα αποτελέσει βαρόμετρο για τη συνέχεια.

Η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με πρόταση δυσπιστίας για δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο. Ήταν τον Μάρτιο του 2024 όταν το ΠΑΣΟΚ από κοινού με τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά και την Πλεύση Ελευθερίας, είχαν καταθέσει πρόταση δυσπιστίας και τότε σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών και τα ηχητικά ντοκουμέντα, που είχαν δει το φως της δημοσιότητας. Η πρόταση είχε απορριφθεί, έχοντας «επανατοποθετήσει» κατά κάποιο τρόπο, τις πολιτικές δυνάμεις στον πολιτικό «χάρτη». Η τότε κοινοβουλευτική «μάχη» του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε και την αρχή της κατά μέτωπο σύγκρουσης των κυρίων Μητσοτάκη – Ανδρουλάκη.