Διαβάζοντας για τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, στο μυαλό μου ήρθε η ευαγγελική αφήγηση για τη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη. Αν και για τα Χριστούγεννα έχουμε ακόμη πολύ δρόμο, εν τούτοις, αυτά που συμβαίνουν στο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, δεν είναι τίποτα άλλο από το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Πολλοί λέγαμε πως αυτή θα ήταν μία μακρά και βασανιστική διαδικασία, αλλά μάλλον κάναμε λάθος υπολογισμούς.
Από τη στιγμή που τα σπαθιά και τα μαχαίρια, βγήκαν από τις θήκες τους, ήταν μοιραίο να αναπόφευκτο να αρχίσει η σφαγή. Μια σφαγή, μεταξύ μας, που τιμά τις ιστορικές παραδόσεις της εν Ελλάδι αριστεράς και περιλαμβάνει υπονομευτές, επαγρυπνητές και εκτελεστές - δημίους, στο όνομα πάντα της ιδεολογικής και κομματικής καθαρότητας / ορθοδοξίας.
Επειδή όμως, η ιστορία κατά τον Μαρξ επαναλαμβάνεται είτε ως φάρσα είτε ως τραγωδία, στην καθ’ ημάς αριστερά, ανέλαβαν ρόλο ιεροκήρυκα της κομματικής ορθοδοξίας άτομα όπως ο Λάκης, γνωστός για τις πορδές της γριάς και κάποιος αγνώστου έργου στιχουργός, οι οποίοι ως άλλη Σαλώμη, ζητούν επί πίνακι όχι μόνο την κεφαλή των προδρόμων / προπατόρων του εθνικολαϊκιστικού κόμματος της αριστεράς, αλλά και όλων των «νηπίων» που τολμούν να αρθρώσουν κριτικό λόγο σε βάρος του αρχηγού / Μεσσία.
Αυτός δε ο τελευταίος, με βοναπαρτικό παροξυσμό, αποφάσισε να επαναφέρει στη ζωή τα λαοδικεία, όπως τα χαρακτήρισε άνθρωπος, ο οποίος από όπου έχει περάσει, έχει κλείσει κόμματα και μαγαζιά.
Σαν πτώμα σε απόλυτη αποσύνθεση, ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει να πέφτουν ολόκληρες σάρκες από το κομματικό σώμα, χωρίς ελπίδα ανάκαμψης ή ίασης.
Προδιαγεγραμμένη ήταν η κατάληξη αυτή, αφού η πλειοψηφία των παλιών μελών και εκείνων του δύευρου, αποφάσισαν πως δεν επιθυμούν μία σε βάθος συζήτηση για την πτωτική εκλογική πορεία και την απαξίωση στην κοινωνία, αλλά ήλπιζαν πάντα πως αν βρουν κάποιον Αντι-Μητσοτάκη, έχουν ελπίδες ανάκαμψης και της εκ νέου διεκδίκησης της εξουσίας που ήταν και το μοναδικό ζητούμενο.
Λάθεψαν αυτοί, λάθεψαν και εκείνοι που ενορχήστρωσαν την «επέλαση Κασσελάκη», με στόχο τη δημιουργία αντίπαλου δέους. Αντ’ αυτού επέτυχαν τη δημιουργία του αντίπαλου γέλωτα και της χλεύης των αντιπάλων. Μικρό το κακό, όμως.
Το χειρότερο όλων είναι πως η ίδια η κοινωνία τους επιδαψιλεύει τη χλεύη και την περιφρόνηση. Η απόσταση ανάμεσα στο Ωσαννά και το Σταύρωσον αυτόν, ήταν μία κυβερνητική θητεία και μία θητεία στην αντιπολίτευση, την εποχή όταν η χώρα είχε αλλάξει πια στόχους και ρυθμό κίνησης.
Ένας αγγλομαθής θα χαρακτήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ ως irrelevant με την εποχή.
Το ερώτημα που απομένει να απαντηθεί είναι: Και μετά τι;
Ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή πως ένα πολιτικό σύστημα μίας ανοιχτής κοινωνίας, χρειάζεται να έχει αριστερή παράταξη. Σε αυτό λίγοι νουνεχείς μπορούν να φέρουν αντίρρηση.
Το επόμενο ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι: Τι αριστερά θα πρέπει να είναι αυτή;
Η απάντηση είναι απλή: Μία αριστερά του 21ου αιώνα και όχι του 19ου με τις γνωστές λενινιστικές διαστροφές. Μία αριστερά, η οποία θα γνωρίζει σε βάθος την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου και θα μπορεί να συνεισφέρει με ιδέες και προτάσεις που θα αντιστοιχούν στην εποχή μας με τα τόσο περίπλοκα προβλήματα, τα οποία δεν επιδέχονται μονοσήμαντων ή ασπρόμαυρων απαντήσεων.
Μπορεί το σημερινό πολιτικό προσωπικό, είτε είναι αυτοί που φεύγουν, είτε αυτοί που μένουν στον ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκριθούν σε αυτή την απαίτηση; Η απάντηση είναι: κατηγορηματικά όχι. Και οι δύο πλευρές, οι παραδοσιοκράτες της ελληνικής αριστεράς και οι νεο-προεδρικοί του Κασσελάκη, δεν είναι τίποτα άλλο από πολιτικά ζόμπι, τα οποία κυκλοφορούν ακόμη μόνο χάρη στη δύναμη της αδράνειας. Έχουν προ πολλού πεθάνει και μόνο ως μουσειακά απολιθώματα μπορούν να προσφέρουν κάτι στους συγκαιρινούς και στους μελλοντικούς πολίτες ως παράδειγμα προς αποφυγήν.
Τούτων λεχθέντων, ας ευχηθούμε η σφαγή των νηπίων, μάρτυρας της οποίας θα γίνουμε όλοι σε απευθείας μετάδοση στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, να γίνει ένα ακόμη μάθημα στο ιστορικό, πολιτικό φροντιστήριο της ελληνικής κοινωνίας, προκειμένου στο μέλλον να αποφεύγει όλους εκείνους που θα της υπόσχονται λεφτόδεντρα, «αξιοπρέπεια», «κατάργηση των μνημονίων με ένα νόμο και ένα άρθρο» και, κυρίως, όταν τους λένε «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν», γιατί αυτό το τελευταίο μπορούν να το κάνουν μόνοι τους μέσα στο ίδιο τους το κόμμα.