Η χτεσινή απόφαση του Ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που, με οριακή πλειοψηφία (6-5), έκρινε αντισυνταγματικό τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση της χώρας αντιμετώπισε το πρώτο κύμα της πανδημίας (Μάιος - Ιούνιος), θα μπορούσε, για όποιον δεν τη διαβάσει, να θεωρηθεί ότι δικαιώνει όσους υποστηρίζουν ότι ο περιορισμός των ελευθεριών λόγω πανδημίας ήταν υπερβολικός. Όσοι τη διαβάσουν όμως -και οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι μόνο ένα αποτέλεσμα, αλλά, κυρίως, ένα περιεχόμενο- δεν θα δυσκολευθούν να αντιληφθούν ότι το δικαστήριο κάνει ένα μάθημα δικαίου κι όχι ένα μάθημα αρνητισμού ή αντιεμβολιασμού.
Το δικαστήριο στηρίζει την κρίση του στη διάκριση που υπάρχει στο ισπανικό Σύνταγμα, αλλά όχι στο ελληνικό, μεταξύ «κατάστασης κινδύνου» (estado de alarma) και «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» (estado de exepcion), που αντιστοιχεί με τη δική μας «κατάσταση πολιορκίας» (άρθρο 48 του Συντάγματος).
Η κυβέρνηση Σάντσεθ, για να φοβίσει όσο το δυνατόν λιγότερο τον πληθυσμό, ενέταξε τα ιδιαίτερα αυστηρά περιοριστικά μέτρα στο αρχικό στάδιο της πανδημίας (απαγόρευση κυκλοφορίας, διακοπή δραστηριοτήτων, υποχρεωτική παραμονή στο σπίτι) υπό το νομικό μανδύα της «κατάστασης κινδύνου», που ήταν λιγότερο ακραίος από την «πολιορκία» και που δεν χρειαζόταν να περάσει από το Κοινοβούλιο (στηριζόταν μόνο στην κυβερνητική απόφαση).
Αυτό θεώρησε παράνομο το δικαστήριο, κρίνοντας ότι τόσο ακραία μέτρα συνιστούν κατ' ουσίαν όχι περιορισμό αλλά «άδειασμα» δικαιωμάτων, που δεν επιτρέπεται, στο ισπανικό Σύνταγμα, να ενδυθεί το νομικό μανδύα της «κατάστασης ανάγκης», αλλά απαιτούσε καταφυγή στο άρθρο, και στις διαδικασίες, της «έκτακτης ανάγκης».
Στη συνέχεια, και αυτό είναι το σημαντικότερο- και πάντως το μόνο στοιχείο που μπορεί να τύχει εξαγωγής και χρήσης στο συνταγματικό πεδίο άλλων χωρών- το δικαστήριο προχωρεί στη θεμελίωση και νομιμοποίηση της δυνατότητας του ισπανικού κράτους, και κατ' επέκταση κάθε δημοκρατικού κράτους, να λάβει έκτακτα, έως και ακραία, μέτρα για να αντιμετωπίσει την πανδημία.
«Όταν μια φυσική κατάσταση, όπως η πανδημία, αποκτά διαστάσεις άγνωστες και απρόβλεπτες, για το νομοθέτη το ποσοτικό γίνεται και ποιοτικό: Σημασία έχει το αποτέλεσμα και όχι η αιτία. Όταν η κρισιμότητα και η έκταση της πανδημίας καθιστούν αδύνατη τη φυσιολογική άσκηση των δικαιωμάτων, εμποδίζουν μια φυσιολογική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, εξαντλούν τις αντοχές των υγειονομικών μονάδων και δεν επιτρέπουν να ασκηθούν με ομαλό τρόπο οι εκπαιδευτικές ή άλλες δραστηριότητες, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δεν θα επηρεαστεί και το συνταγματικό πεδίο».
Αυτό που συνέβη, στην Ισπανία και παντού στον κόσμο, ήταν μια «σοβαρή μεταλλαγή» του δικαίου λόγω πανδημίας, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει, στο ισπανικό δίκαιο, την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης».
Αυτή θα ήταν, με τον ορθό νομικό τρόπο, η συνέχιση του Κράτους Δικαίου υπό εξαιρετικές συνθήκες, οι οποίες θα δικαιολογούσαν, κατά το ισπανικό συνταγματικό δικαστήριο αλλά και σύμφωνα με άλλα συνταγματικά δικαστήρια της Ευρώπης (γαλλικό, ιταλικό, γερμανικό), «ακόμα και έναν ριζικό περιορισμό των δικαιωμάτων».
Το ισπανικό συνταγματικό δικαστήριο δεν λέει, συνεπώς, ότι τα τόσο ακραία περιοριστικά μέτρα που έλαβε η ισπανική κυβέρνηση για να σταματήσει την εξάπλωση της πανδημίας ήταν αντισυνταγματικά. Αυτό που λέει είναι ότι, ακριβώς επειδή τα μέτρα ήταν τόσο ακραία και δεν θα μπορούσαν λόγω της φύσης της πανδημίας παρά να είναι τόσο ακραία, θα έπρεπε να πάρουν και την πιο ακραία νομική μορφή που προβλέπει το ισπανικό Σύνταγμα - και που είναι η exepcion και όχι η alarma.
Ορθώς η κυβέρνηση υποδέχτηκε την απόφαση, που αποτελεί νομικό κόλαφο για την ίδια, αλλά όχι για τα περιοριστικά μέτρα που έλαβε, με τη λιτή παρατήρηση ότι «πράττοντας έτσι, σώσαμε 450.000 ζωές». Ορθώς όμως και το δικαστήριο επιμένει όχι απλώς στη λήψη των μέτρων, αλλά στη λήψη τους με τον ορθό τρόπο -αυτό θα πει Κράτος Δικαίου.
Αν επιχειρούσαμε να βρούμε αναλογίες με την ελληνική περίπτωση, αυτές θα ήταν δύο. Πρώτον, ότι στο δικό μας Σύνταγμα δεν υφίσταται διάκριση περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης, παρά μόνο η «κατάσταση πολιορκίας», στην οποία ορθώς δεν κατέφυγε η κυβέρνηση, γιατί καλύπτει μόνο περιπτώσεις πολέμου και επιστράτευσης. Και δεύτερον, ότι έγινε εφαρμογή του κατάλληλου συνταγματικού εργαλείου, που είναι οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι οποίες εγκρίνονται από τη Βουλή. Όσο για το μέγεθος των περιορισμών, ισχύουν αυτά που είπαν που οι Ισπανοί, αλλά και οι Έλληνες του Συμβουλίου της Επικρατείας, δικαστές: Σε ακραίες περιστάσεις επιτρέπονται ακραία, αλλά περιορισμένα στο χρόνο και αναλογικά, μέτρα.
Κανείς δεν χαίρεται για τους περιορισμούς, όπως και κανείς δεν χαίρεται για την πανδημία. Χρέος των δικαστών είναι να μας υπενθυμίζουν τα όρια των περιορισμών. Τα όρια της ευθύνης είναι στα χέρια των πολιτών, του κάθε πολίτη -κανένα δικαστήριο δεν έχει πει κάτι αντίθετο, όπως και κανένας δεν έχει πει ότι στη δημοκρατία δεν χωρούν περιορισμοί προκειμένου να σωθούμε όλοι.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής.