Τον Ιανουάριο του 2016 ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκλέγεται πρόεδρος της Ν.Δ. Τέσσερις μήνες μετά, τον Μάιο του ίδιου έτους στην Κύπρο γίνεται ένα ραντεβού μεταξύ του Νίκου Παππά και του επιχειρηματία Σάμπη Μιωνή, όπου ο τότε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ στη συνομιλία που έχει δει το φως της δημοσιότητας ζητά να μεσολαβήσει ο επιχειρηματίας ώστε ο Σταύρος Παπασταύρου να «δώσει» τη Μαρέβα Γκραμποφσκι Μητσοτάκη. «Και τη Μαρέβα. Και τη Μαρέβα» ακούγεται να αναφέρει σε σημείο της συνομιλίας.
Από την πρώτη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος ο υπόγειος πόλεμος που ξέσπασε ήταν σχεδόν πρωτοφανής αφού στο στόχαστρο του ΣΥΡΙΖΑ δεν βρέθηκε μόνον ο ίδιος αλλά και η σύζυγός του. Και δεν ήταν και η μόνη, το ίδιο συνέβη άλλωστε και με τη σύζυγο του Γιάννη Στουρνάρα, του κεντρικού τραπεζίτη της χώρας τον οποίο η τότε κυβέρνηση απέφευγε ακόμη και να συναντήσει εν μέσω της οικονομικής κρίσης.
Το θέμα όμως με τη σύζυγο του σημερινού πρωθυπουργού έφτασε σε άλλα επίπεδα. Και όσο οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν, την περίοδο μετά την εκλογή του, άνοδο σε όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τόσο η προσπάθεια εντεινόταν. Πόθεν έσχες, το αποκαλούμενο σπίτι του Βολταίρου, η εταιρία που είχε η κ. Γκραμπόφσκι Μητσοτάκη, όλα έγιναν «ρεπορτάζ» και μάλιστα «αποκαλυπτικά».
Το ότι οι έλεγχοι δεν έδειξαν τίποτα ουδόλως απασχόλησαν όλους όσοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή ενός πολέμου που οφειλόταν ακριβώς σε μια ανοδική πορεία που οδήγησε τελικά και στη νίκη των εκλογών του Ιουλίου του 2019, αλλά και σε άλλες δύο που προηγήθηκαν με μικρή χρονική διαφορά και αφορούσαν στις ευρωεκλογές και τις εκλογές για την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση.
Η ήττα κόστισε στον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος τον Ιούνιο του 2019 δήλωνε πως «δεν πιστεύω ούτε ένα στο εκατομμύριο ότι θα χάσω τις εθνικές εκλογές» και έχει επιβεβαιωθεί το διάστημα που έχει μεσολαβήσει μέχρι σήμερα και κυρίως στην αντιπολιτευτική τακτική που εφαρμόζει. Άλλωστε ο ίδιος και το κόμμα τους έχουν υιοθετήσει κάθε δημοσίευμα και κάθε ανάρτηση ψεκασμένου ή μη τρολ που αφορά στον πρωθυπουργό και τη συζύγό του. Τα αναπαράγουν δε με μορφή πολυβόλου και τα υποστηρίζουν με επίσημες δηλώσεις είτε στη βουλή είτε σε ομιλίες με τη μορφή δήθεν ερωτημάτων αλλά και με αναφορές σε «πολιτικούς απατεώνες».
Η προσπάθεια εμφανής όπως και η αδυναμία άσκησης άλλους είδους πολιτικής και αντιπολιτευτικής τακτικής. Το ότι συνεχίζεται επί 5 συναπτά έτη αυτή η τακτική προκαλεί πάντως και ερωτήματα αφού μετατρέπεται σε ένα είδος εμμονής πολύ δε περισσότερο όταν διαπιστώνεται πως δεν βρίσκει ανταπόκριση. Αποτελεί όμως και ένα είδος διεξόδου για κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που διαπιστώνει αδυναμία διείσδυσης σε ένα διευρυμένο εκλογικό κοινό και επιλέγει πόλεμο λάσπης και διχαστική ρητορική είτε ως αντίδραση, είτε ως μέτρο αυτοπροστασίας και κάλυψης εσωκομματικών προβλημάτων.
Το Μαξίμου αντέδρασε, κυρίως μετά την υιοθέτηση των σχετικών δημοσιευμάτων από τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος περιοδεύοντας ανά την Ελλάδα από τη μία υπονομεύει την προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας κλείνοντας το μάτι στους μη εμβολιασμένους και από την άλλη επιχειρεί να προκαλέσει συνθήκες έντασης και δημιουργίας ενός αντί ΝΔ μετώπου με την επαναφορά της παλαιάς συνταγής της λάσπης στον ανεμιστήρα.
Είναι πάντως βέβαιο ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί. Η απόφαση δεν αλλάζει και η εντολή έχει δοθεί από το 2016. «Να βγει και να μιλήσει», έλεγε ο Νίκος Παππάς στην επίμαχη συνομιλία προσδιορίζοντας τι ακριβώς εννοούσε με τη φράση: «Και τη Μαρέβα. Και τη Μαρέβα».