Η σχετική πρακτική υποτίθεται πως ξεκίνησε στις αρχές της δεύτερης μετά Χριστόν χιλιετίας, αμέσως μετά το «ατύχημα» της ανάδειξης γυναίκας, της περιβόητης πάπισσας Ιωάννας, στο κορυφαίο εκκλησιαστικό αξίωμα της Χριστιανοσύνης. (Στην πραγματικότητα επρόκειτο μόνο για θρύλο που τροφοδοτήθηκε από ένα κλίμα γυναικοκρατίας, με γυναίκες ευρισκόμενες εκείνη της περίοδο ποικιλοτρόπως κοντά στους ποντίφικες να παίζουν εκ των παρασκηνίων κρίσιμο ρόλο στα της καθολικής εκκλησίας).
Οι διεκδικητές του παπικού θρόνου μετά το «ατύχημα», κατά τον μύθο, κάθονταν φορώντας τα ράσα τους με ανοικτά τα πόδια, οι εκλέκτορες καρδινάλιοι διήρχοντο εμπρός τους, με μια κάμψη ή κλίση της κεφαλής διαπίστωναν την, από ανατομικής πλευράς τουλάχιστον, «αρρενοσύνη» του υποψήφιου και την πιστοποιούσαν ένας-ένας με τη λέξη habet (=διαθέτει, έχει).
Με την κυριαρχία του πολιτικώς ορθού λόγου κατά τα τελευταία χρόνια επεκράτησε η τάση να υμνούνται σχεδόν αδιακρίτως ως τουλάχιστον διαθέτουσες -αν όχι ανδρικής φύσης ανατομικά εφόδια, πάντως- τσαγανό και θέληση εκπρόσωποι του ωραίου φύλου, κατέχουσες ή έχουσες καθέξει σημαντικά πολιτικά αξιώματα, με αποτέλεσμα η φράση «σιδηρά κυρία» να έχει πια γίνει τρέχουσα, monnaie courante που λένε οι Γάλλοι.
Προσωπικά αρνούμαι να εκθειάσω ή να αποθεώσω τον οιονδήποτε γι’ αυτό που είναι (φύλο, φυλή, σωματομορφικά χαρακτηριστικά κλπ), είμαι όμως έτοιμος να τον ή την χειροκροτήσω για ό,τι –επαινετέο- κάνει…
Έτσι…
Δεν μπορώ να πω πως έχω πολύ ψηλά στην εκτίμησή μου κάποιες προεδρίνες του κοινοβουλίου που επέδειξαν την αποφασιστικότητα και τον δυναμισμό τους με τρόπο που προσωπικά τουλάχιστον δεν με γοητεύει: Αν ο Νεύτων ανακάλυψε τον κανόνα της παγκόσμιας έλξης, αυτές μου φάνηκε πως ενσάρκωναν έναν κανόνα καθολικής άπωσης…
Δεν νοσταλγώ την κυρία υπουργό, η οποία διακήρυσσε στα κανάλια πως προσβασιμότητα στις τραπεζικές θυρίδες πρέπει να υπάρχει μόνο με παρουσία εισαγγελέα και έφορου, αφού όμως προηγουμένως η ίδια είχε φροντίσει για την κένωση της δικής της οικογενειακής θυρίδας ελάχιστα πριν ανακοινωθεί η σχετική απαγόρευση ως συνέπεια του βαρουφάκειου διαπραγματευτικού άθλου…
Δεν είμαι καν έτοιμος να συνυπογράψω τους αίνους που απευθύνθηκαν για τη γενναιότητά της σε γνωστή αθλήτρια που έφερε στη δημοσιότητα, είκοσι τόσα χρόνια μετά την καταγγελλόμενη διάπραξή της, την πράξη που η ίδια εξέλαβε ως βιασμό της. Και αυτό όχι επειδή δύο φίλοι κορυφαίοι δικαστές μού είπαν –ούτε συνεννοημένοι να ήταν- πως δύσκολα μπορεί να θεμελιωθεί πράξη βιασμού από άτομο που φίλησε «αδοκήτως» μια γυναίκα και στη συνέχεια αυτή τον ακολούθησε στο δωμάτιό του.
Αλλά γιατί όταν κάποιος, αφού σιώπησε επί δεκαετίες, καταγγέλλει παραγεγραμμένη πράξη, στην ουσία στερεί τον καταγγελλόμενο από τη δυνατότητα δικαστικής αποτίναξης του στίγματος… (Πώς να θεμελιωθεί μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση τόσα χρόνια μετά;)
Αντιθέτως, πιστεύω πως πραγματικά habent δυο κυρίες υπουργοί που έτυχε να βρεθούν επικεφαλής του ιδίου υπουργείου… Ενός υπουργείου ανθρωποφάγου που κόντεψε να συντρίψει πολιτικά ακόμη και γόνο της πιο ιστορικής ίσως «πολιτικής δυναστείας» του τόπου… Και απ’ όπου πέρασαν ολοσχερώς απαρατήρητοι, χωρίς να αφήσουν ίχνος θεσμικού ή πολιτικού αποτυπώματος, αναρίθμητοι άρρενες συνάδελφοί τους… Ενώ οι δύο αυτές κυρίες, με μηδενική ουσιαστικά στήριξη από τον πρωθυπουργό τους, τόλμησαν να τα βάλουν με όλα τα θηρία της Αποκαλύψεως, με κάθε λογής κατεστημένα συμφέροντα, πάμπολλους βολεμένους και το τέρας του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού…
Ανάλογα θα έλεγα και για ευειδή κυρία, που ξεκίνησε εντυπωσιακότατα την πολιτική της σταδιοδρομία, έγινε νεαρότατη υφυπουργός, αλλά αποσύρθηκε από την πολιτική, επειδή δεν θέλησε να νομιμοποιήσει τον πολιτικό καιροσκοπισμό ενός επικίνδυνου –και χωρίς προσυνεννόηση με τους δανειστές μας- δημοψηφίσματος που θα μπορούσε να αφήσει στον λαϊκό παρορμητισμό, εν μέσω μιας συγκεκριμένης συγκυρίας, τη διακύβευση όλου του μεταπολιτευτικού πολιτικού και οικονομικού κεκτημένου της χώρας…
Προσωπικά ιδιαίτερη εκτίμηση αισθάνθηκα επίσης για τη βουλευτίνα του βασικού συντηρητικού κόμματος της χώρας, που παραδοσιακά βρίσκει το μείζον της εκλογικής του πελατείας μεταξύ των θρήσκων, η οποία -ολομόναχη μέσα στην πολυπληθή κοινοβουλευτική ομάδα- τόλμησε να δώσει πολιτικό όρκο…
Ενώ πιθανότατα τα ίδια αξίζει να λεχθούν και αντίστοιχος θαυμασμός να εκδηλωθεί γι’ αυτό το πολύ νεαρό κορίτσι που βρήκε το θάρρος στις ημέρες μας να καταγγείλει τη σεξουαλική του εκμετάλλευση από κύκλωμα με ρίζες στον κεντρικό –και πολύ σκληρό όταν παρανομεί- μηχανισμό που η πολιτεία έχει για να προσφέρει προστασία στους πολίτες και για να καταστέλλει την εγκληματικότητα…
Συμπέρασμα: Αν ίσως συνιστούν υπερβολή της εποχής μας οι ύμνοι για κάθε γυναίκα που κατέχει δημόσιο αξίωμα ή παίρνει κάποια θορυβώδη πρωτοβουλία που προσελκύει τη δημοσιότητα, υπάρχουν πάντως γυναίκες για τις οποίες όχι απλώς θα μπορούσε να λεχθεί, μεταφορικά έστω, πως «habent», αλλά θα ήταν αναγκαία και η προσθήκη: «τεράστια»…
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.