Του Γιάννη Σιδέρη
Γράφαμε χθες ότι ο κ. Τσίπρας φοβάται πλέον το λαό. Και αμ' έπος, επιβεβαιωθήκαμε. Εν κρυπτώ και παραβύστω πετάχτηκε στο πολύπαθο Μάτι. Αθόρυβα και βιαστικά, να βγάλει καναδυό πλάνα και δυο φωτογραφίες, να κάνει ότι συνομιλεί με ντόπιους (δύο μόνο), τους πυροσβέστες και τους στρατιώτες. Θεώρησε πως έτσι θα αποστομώσει τα δημοσιεύματα που τον έψεγαν για την ηχηρή και απάνθρωπη απουσία του.
Προσπαθώντας να διορθώσει όμως το έκανε χειρότερο. Η έρημη ακτή και οι πυροσβέστες σε προσοχή, απεικόνιζαν την ερημιά της εξουσίας του. Ένας ηγέτης απευθύνεται στο λαό όχι μόνο όταν είναι να υποσχεθεί, να κοροϊδέψει, να καταγγείλει αντιπάλους, να χειροκροτηθεί και να εξαργυρώσει σε ψήφους. Απευθύνεται στον λαό και όταν αυτόν τον βρει κάποια συμφορά. Είναι εκεί, δίπλα του, του συμπαραστέκεται, τον εμψυχώσει, τον στηρίζει, του δίνει ελπίδα και όραμα.
Ακόμη και αν δεν γίνει ευμενώς δεκτός, ακόμη και αν θεωρηθεί υπαίτιος της τραγωδίας τους, ο ηγέτης παραμένει μαζί τους και υπομένει τις κατηγορίες τους. Με σεμνότητα, συστολή, σοβαρότητα, κατανόηση.
Φευ, ο Πρωθυπουργός και το περιβάλλον του δεν έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Άψητοι, λιπόψυχοι, κουτοπόνηροι, μικροπολιτικοί, εισήλθαν μόνοι τους στην ελικοειδή κατωφέρεια μιας σπείρας όπου κάθε αγωνιώδη κίνησή τους να απεγκλωβιστούν, τους έλκει πιο κάτω, και εξανεμίζει τα τελευταία ψίχουλα αξιοπιστίας και σοβαρότητας.
Το βράδυ που γύρισε από το Μόσταρ ο κ. Τσίπρας, δήθεν δεν ήξερε για νεκρούς – επειδή τον συμβούλεψαν επικοινωνιολόγοι της συμφοράς, ότι δεν πρέπει να αμαυρωθεί η εικόνα του, με το να προβάλλονται στο τηλεοπτικό φόντο καμένοι άνθρωποι. Ήταν τόσο χονδροειδές και καταγέλαστο - καθώς όλα τα στοιχεία συνέκλιναν στο ότι γνώριζαν - που στο τέλος κατάλαβαν ότι κατέληξαν το φιάσκο.
Αντιδράσεις παιδιών νηπιαγωγείου που η δασκάλα τους τσάκωσε να κλέβουν καραμέλες. Χθες ως αντεπιχείρημα αθωότητος ο κ. Τζανακόπουλος προέβαλε το αυτονόητο: «Δεν κρύβονται οι νεκροί» (άρα πώς ήταν δυνατόν να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο;). Μα το κύριο πρόβλημά τους δεν ήταν να κρύψουν τους νεκρούς. Ήταν να μην στιγματίσουν αυτοί με μαύρες και αιμάτινες κηλίδες το λευκό πουκάμισο του αρχηγού.
Δευτερευόντως: Οι νεκροί μπορεί να μην κρύβονται, όμως με την κατάλληλη χειραγώγηση των Μέσων μπορεί αφενός να υποβαθμιστεί η τραγικότητα του γεγονότος, αφετέρου να αποδοθούν αλλού οι ευθύνες. Στους δύο γνωστούς, που «επί σαράντα χρόνια κατέστρεψαν τη χώρα». Σε αυτό αποσκοπούσε και η μανία των Συριζοτρόλ στο διαδίκτυο, και η ξαφνική ανακάλυψη των αυθαιρέτων, και οι εξαγγελίες ότι δεν θα μείνει αυθαίρετη πέτρα στην πέτρα. Μετάθεση του προβλήματος, απάλειψη ευθυνών (νόμισαν).
Μόνο που το γεγονός ήταν πολύ μεγάλο και πολύ τραγικό για να υποβαθμιστεί σε εποχή διαδικτύου. Αυτά περνούσαν σε παλιότερες εποχές, τότε που είχε μονοπώλιο η κρατική τηλοψία και δεν υπήρχε διαδίκτυο. Δεν είναι τυχαίο ότι η δημόσια επιθετική απαξίωση για τον διευθυντή του Γραφείου Τύπου κ. Καρτερό, ήρθε τώρα, 32 ολόκληρα χρόνια μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ. Αφορά στα δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη περί αυτού (καθώς ήταν… προπαγάνδα του ιμπεριαλισμού). Κατηγορίες που τελούσαν εν υπνώσει από το 1986 που συνέβη, αναδύθηκαν τώρα με επιθετική ροπή.
Στο ενδιάμεσο έκαναν συνέντευξη βραδιάτικα με τον κ. Τόσκα και τους αξιωματικούς της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής, που απέβη καταγέλαστη. Το κατάλαβε ο Πρωθυπουργός και συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο μήπως το σώσει, και το έκανε χειρότερο: Ανέλαβε την πολιτική ευθύνη… χωρίς ευθύνη!
Χθες με ένα παλιάς κοπής - και χωρίς ενσυναίσθηση - επιχείρημα, ο κ. Τζανακόπουλος κατηγόρησε τα Μέσα Ενημέρωσης για «επικοινωνιακή τυμβωρυχία», υποστηρίζοντας πως όσοι ασχολούνται με τα όσα συνέβησαν το βράδυ της Δευτέρας στο επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστικής κινούνται από «πολιτική σκοπιμότητα». Κάτι δηλαδή σαν το επιχείρημα του κ. Καρτερού ότι όσοι προέβαλαν τους κινδύνους από το Τσερνομπίλ ήταν, αν όχι πράκτορες, σίγουρα θύματα της προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού.
Πλέον η κυβέρνηση δεν έχει άλλο δρόμο. Κάθε φορά θα επιχειρεί να δικαιολογήσει τις αποτυχίες της, η δικαιολογία θα είναι χειρότερη από την αιτία. Με το λαϊκισμό, τη μικροπολιτική της και την ανικανότητα στο διοικείν, έκανε νόμο της το νόμο του Μέρφι: Όταν τα πράγματα μπορούνε να πάνε χειρότερα, θα πάνε!