Κυβέρνηση: Η μεγάλη πρόκληση των αναποφάσιστων
SHUTTERSTOCK/rawf8
SHUTTERSTOCK/rawf8

Κυβέρνηση: Η μεγάλη πρόκληση των αναποφάσιστων

Σε κάθε δημοσκόπηση που βλέπει το φως της δημοσιότητας, όλο το τελευταίο διάστημα, υπάρχουν δύο κοινά στοιχεία στα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Πρώτον, ότι οι πολίτες εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, με τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας – στην αναγωγή των απαντήσεων - να παραμένουν στο φάσμα του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, δεύτερον ότι οι ίδιοι πολίτες δεν έχουν καμία άλλη «διέξοδο», καθώς τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αποτελούν εναλλακτική. Συνεπώς, η διόγκωση του ποσοστού των αναποφάσιστων, της λεγόμενης «γκρίζας ζώνης» μοιάζει αναπόφευκτη. 

Για παράδειγμα, στην τελευταία δημοσκόπηση της Alco, οι αναποφάσιστοι ξεπέρασαν το 17%. Σχεδόν ένας στους πέντε ερωτηθέντες, δηλαδή, απάντησε ότι δεν έχει αποφασίσει τι θα ψήφιζε αν την Κυριακή είχαμε εκλογές. Το ερώτημα είναι ποιοι ψηφοφόροι είναι οι αναποφάσιστοι. 

Αν δει κανείς τα ποσοστά της πρόθεσης ψήφου στις δημοσκοπήσεις (χωρίς αναγωγή), τα κόμματα που ουσιαστικά καταγράφουν απώλειες σε σχέση με τα εκλογικά τους ποσοστά, τόσο του Ιουνίου του 2023, όσο και των ευρωεκλογών του 2024, είναι η Νέα Δημοκρατία που παραμένει, πάντως, πρώτη και με διαφορά και ο ΣΥΡΙΖΑ που κατακρημνίζεται ακόμη και στην πέμπτη θέση.

Με δεδομένο ότι το ΠΑΣΟΚ και η Ελληνική Λύση εμφανίζονται ήδη με αυξημένα ποσοστά στις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος και την εμφάνισή της κάνει σταθερά πλέον η Φωνή Λογικής της κ. Λατινοπούλου - με τους Σπαρτιάτες να έχουν βγει από τον δημοσκοπικό χάρτη - είναι σαφές ότι τα «κέρδη» των υπολοίπων κομμάτων έχουν ήδη καταγραφεί.

Το ποσοστό των αναποφάσιστων κυμαίνεται ανάμεσα στο 16-20% σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι μοιάζει να είναι κατά κύριο λόγο πρώην ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας, εκείνοι που έδωσαν, δηλαδή, την εντολή μιας δεύτερης τετραετίας στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ζητώντας αυτό, που παρουσίαζε ως βασικό διακύβευμα της κάλπης: την αντιμετώπιση των χρόνιων παθογενειών του κράτους, τις μεταρρυθμίσεις, που θα έφερναν τη χώρα κοντά στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, η καθημερινότητα αναδεικνύεται σε βαρόμετρο της τοποθέτησης των πολιτών.

Αυτό το μέρος του εκλογικού σώματος, που ουσιαστικά αντιπροσωπεύει τον μεσαίο χώρο δηλώνει ότι η χώρα βαδίζει προς τη λάθος κατεύθυνση, ότι το επιτελικό κράτος δε λειτουργεί, ότι η λειτουργία του κράτους δεν προκαλεί ασφάλεια, ότι δεν είναι ικανοποιημένο από την κυβέρνηση. Παρόλ’ αυτά, οι ίδιοι ψηφοφόροι φαίνεται να τηρούν στάση αναμονής και να δίνουν πίστωση χρόνου, καθώς το απόλυτο αδιέξοδο αντικατοπτρίζεται στην κρίση τους για την αντιπολίτευση, καθώς περισσότεροι από τους μισούς - το 54% - δεν βλέπει αξιόπιστη εναλλακτική σε κανένα άλλο κόμμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα δεν προκρίνεται ως αξιόπιστη εναλλακτική διακυβέρνησης ούτε από όσους δηλώνουν ότι θα τον ψήφιζαν, καθώς μόλις το 4% των ερωτηθέντων τον βλέπουν ως τέτοιο. Μόνο το ΠΑΣΟΚ κατορθώνει να συγκεντρώσει τουλάχιστον τα ποσοστά του στην πρόθεση ψήφου, ως απάντηση στη συγκεκριμένη ερώτηση.

Αυτό, που προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις είναι μάλλον πιο ευνοϊκό για την κυβέρνηση σε σχέση με την αντιπολίτευση. Από την κυβέρνηση οι πολίτες είναι σαφές ότι έχουν περισσότερες απαιτήσεις, περιμένουν μεγαλύτερο έργο και αποτελέσματα. Εμφανίζονται επιφυλακτικοί και είναι βέβαιο ότι εκτός από εξαγγελίες αναμένουν πράξεις, βάσει των οποίων θα την κρίνουν. Με τις πληθωριστικές πιέσεις να αφήνουν το στίγμα τους έως τώρα στη δεύτερη τετραετία της Νέας Δημοκρατίας, η ενίσχυση των εισοδημάτων, αλλά και η πραγματική αγοραστική δύναμη των πολιτών, θα είναι ένα καθοριστικό κριτήριο.

Όπως θα είναι και η εικόνα, που έως τότε θα παρουσιάζει ευρύτερα η λειτουργία του κράτους, σε κρίσιμους τομείς, όπως η υγεία, η παιδεία, ακόμη και οι μεταφορές. Διότι η ίδια η κυβέρνηση έχει αναγάγει την καθημερινότητα των πολιτών στο βασικό «στοίχημα» που πρέπει να κερδίσει. Τα αποτελέσματα σε αυτούς τους τομείς θα μπορούσαν να είναι το «όπλο» της κυβέρνησης για να συσπειρώσει και πάλι τις εκλογικές της δυνάμεις.