Του Γιάννη Σιδέρη
Περιχαρές στέλεχος του Μαξίμου μας είπε χθες «Έκλεισε το ασφαλιστικό. Απομένουν ακόμη, αλλά με μικρές διαφορές, η φορολογία εισοδήματος, τα υπόλοιπα έσοδα, και το Ταμείο Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας. Σε αυτά βρισκόμαστε σε κοντινή απόσταση. Η μεγάλη απόσταση βρίσκεται στα κόκκινα και τα πράσινα δάνεια , με αντικείμενο διαπραγμάτευσης το ποσοστό που θα πάρουν τα funds. Η συμφωνία προέβλεπε μόνο «κόκκινα δάνεια» τα οποία ουδείς θέλει να αναλάβει, χωρίς και ποσοστό πρασίνων»!
Παρόλα αυτά τα «περιχαρή», μια διάχυτη αμηχανία διαχέεται στα υπουργικά γραφεία, μια αμηχανία συνοδευόμενη από ανασφάλεια, όχι για τη διαπραγμάτευση αυτή καθ' εαυτή, για την οποία ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει τους άμεσους συνεργάτες του ότι θα κλείσει, αλλά για την γενικότερη πορεία της κυβέρνησης.
«Που πάμε;» ρώτησα στο διάδρομο της Βουλής, πρόσωπο άμεσης επαφής με το πρωθυπουργικό περιβάλλον. «Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα» ήταν η απάντηση - και με διόλου χιουμοριστική διάθεση.
Την γενική κατήφεια και ανασφάλεια του κυβερνητικού επιτελείου, δεν διαφαίνεται να την φωτίσει το αναμενόμενο κλείσιμο της αξιολόγησης, έστω κι αν αυτό θα χρησιμοποιηθεί ως νικητήριος ιαχή από την κυβερνητική προπαγάνδα. Δεν αποτελούν καν αχτίδα ελπίδας τα σκαριφήματα αριθμών που εκτοξεύει ο υπουργός Επικρατείας Ν. Παππάς στο Twitter προς «τους καταστροφολόγους». Το πρόβλημα είναι ότι οι όποιοι αριθμοί, ως απόλυτα μεγέθη, δεν παράγουν πολιτικό αποτέλεσμα. Το πολιτικό αποτέλεσμα εξάγεται δια της συγκρίσεως.
Λέει π.χ. ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βλ. Ντομπρόβσκις στο capital, ότι το '14 η Ελλάδα ήταν πολύ κοντά στο να ολοκληρώσει το πρόγραμμά της, τα πήγαινε καλά με τους δημοσιονομικούς στόχους, είχε επιστρέψει στην ανάπτυξη. Η νέα ελληνική κυβέρνηση που ανέλαβε το 2015 διάλεξε άλλους δρόμους για την οικονομική της πολιτική. Αυτό υπονόμευσε την ανάπτυξη, υπονόμευσε την οικονομική σταθερότητα και ως αποτέλεσμα, εκεί που στην αρχή του 2015 προβλέπαμε ανάπτυξη 2,5% για το 2015, τώρα η εκτίμησή μας είναι 0%.
Σε αυτές τις θέσεις δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να αντιπαραθέσει πειστικώς η κυβέρνηση, όσους αριθμούς και να παρατάξει, καθώς μας χάρισε ένα αχρείαστο τρίτο μνημόνιο, σπρώχνοντας την οικονομία σε μια νέα καταβύθιση και τη χώρα σε νέα περιδίνηση, την ώρα που ετοιμαζόταν να βγάλει τον αναπνευστήρα. Όπως δεν υπάρχει απάντηση και για την αλυσίδα των χαμένων σταθμών Αξιολόγησης: από τον Οκτώβριο τα κυβερνητικά στελέχη παρέπεμπαν με σιγουριά για τον Νοέμβριο, αυτός μετατέθηκε για τον Ιανουάριο, και τώρα ευελπιστούν στις 22 Απριλίου.
Η σύγχυση αποτυπώνεται και στις σχέσεις με το ΔΝΤ. Η κυρίαρχη (τελευταίας κοπής) άποψη είναι ότι «εμείς δεν θέλουμε να διώξουμε το ΔΝΤ. Το θέλουμε στη διαπραγμάτευση (αφού είδαν ότι το θέλει το Σύμπαν). Απλώς θέλαμε να το θέσουμε προ των ευθυνών του, να είναι εποικοδομητικό στο πλαίσιο της συμφωνίας».
Πάντως απορρίπτουν... μετά βδελυγμίας, το σενάριο καταφυγής σε εκλογές. Με την αξιολόγηση και την έναρξη της συζήτησης για το χρέος, θεωρούν ότι θα αγοράσουν πολιτικό χρόνο, και «κάποια στιγμή τα πράγματα θα ανακάμψουν», όπως ήταν η… ελπιδοφόρα άποψη άλλου συνομιλητή μας. Η ελπίδα που λέγαμε…
Προσφυγικό
Η κυβέρνηση δεν δείχνει να κατανοεί τις δυσοίωνες οικονομικές και κοινωνικές συντεταγμένες που χαράσσει στη χώρα το προσφυγικό /μεταναστευτικό, και το μέγεθος των προβλημάτων που ενσκήπτουν.
Έτσι κι αλλιώς (και χωρίς διάθεση απαξίωσης ), οι καταλήψεις αποτελούν μέρος της πολιτικής της κουλτούρας - και δη της ηγεσίας της. Δεν κατανοούν π.χ. τις δυσχέρειες που δημιουργούνται γενικότερα στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά ειδικότερα στην οικονομική μικροκλίμακα της περιοχής, από την επί 18μερον κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής στην Ειδομένη. Ούτε κατανοούν το μέγεθος των προβλημάτων οικονομικών και κοινωνικών που ήδη δημιουργούνται στον Πειραιά ή στην κατάληψη εθνικών οδών.
Υπερκερνούν μάλιστα με απαξιωτικό έως «σνομπ» τρόπο την σταδιακά αυξανόμενη κοινωνική δυσανεξία, του αρχικώς καλοπροαίρετου τμήματος της κοινωνίας προς τους πρόσφυγες. Θεωρητικολογούν με …προοδευτική ευχέρεια περί «συντηρητικών ανακλαστικών», της κοινωνίας, αλλά δεν κάνουν και τίποτα για να τα καταστείλουν μέσω του έργου τους.
Ρωτάς π.χ. κυβερνητικά στελέχη, κατά το μάλλον ή ήττον αρμόδια, τι θα γίνει με τον Πειραιά και απαντούν, θα αδειάσει. Επιμένεις να ρωτάς «τίνι τρόπω» εάν οι καταυλισμένοι αρνηθούν να αποχωρήσουν, και σε προλαμβάνουν λέγοντας, χωρίς καν να ερωτηθούν ειδικώς, «όχι βία σε κατατρεγμένους ανθρώπους». Υπέροχα ανθρωπιστική απάντηση στο θεωρητικό της πλαίσιο, αλλά καταδεικνύεται παράλληλα και η έλλειψη σχεδίου εκκένωσης του λιμανιού ή κάθε χώρου για τον οποίο η Πολιτεία κρίνει ότι πρέπει να εκκενωθεί.
Στο τέλος είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσουν κατασταλτικά, να καταφύγουν στη βία, ακριβώς επειδή άφησαν το πρόβλημα να μεγεθυνθεί και η πιεστικότητα των αναγκών να ξεπεράσει τη πειστικότητα των νουθεσιών…